Το δεύτερο μυθιστόρημά του: «Το χαμόγελο του καλοκαιριού», μέσα από ήχους οξείς ή ανεπαίσθητους, στη διάρκεια ενός καυτού Αυγούστου, ανασκαλεύει σκέψεις, συναισθήματα, εξωτερικεύει θαμμένα βαθύτατα αισθήματα, σκάβοντας, όσο παίρνει, μέσα στην ψυχή, ωσότου ανέβουν αυτούσια στην επιφάνεια.
Κύριος πόλος του η κοινωνική κριτική με τα πατριαρχικά ή μητριαρχικά ταμπού της αστικής κοινωνίας, που δεν πετυχαίνουν τίποτε άλλο από το να πλάθουν άβουλους, άτολμους και ανελεύθερους χαρακτήρες, με έντονα, κάποια στιγμή ξεσπάσματα στην αναζήτηση της ατομικής ελευθερίας κι ανεξαρτησίας από τα καταπιεστικά αυτά δεσμά, του «καλού παιδιού», του «πρέπει», του «τι θα πει ο κόσμος»: «χαραγμένοι πάνω στο πετσί της οι κανόνες ενός παιχνιδιού που δεν της ταιριάζει, το είχαν γεμίσει ουλές. Δρόμοι χαραγμένοι από άλλους που τους ακολουθούσε χρόνια τώρα σαν υπνωτισμένη. Ετσι. Επειδή έπρεπε! Αγκάθια τα στραγγαλισμένα της "ΘΕΛΩ", τα βράδια γίνονταν εφιάλτες που τη βασάνιζαν...».
Ανάμεσά τους ο μποέμ, ο ζωγράφος, που έσπασε το κατεστημένο και τράβηξε το δικό του δρόμο. Αντικείμενο κρυφού θαυμασμού από τον περίγυρό του, γιατί τόλμησε και πέρασε το Ρουβίκωνα.
Κι οι ήχοι διάχυτοι παντού από τη θάλασσα (χωριό Ζηρός Αρκαδίας), την κίνηση των δρόμων, των μηχανών, των εσωτερικών φωνών... (Εκδόσεις «Εντός»).
«Σουβλιές μπηχτές και τσουχτερές / γι' αυτούς που κυβερνούνε / και με ρουσφέτια και ψευτιές / τον κόσμο ξεγελούνε» / Με ξεχωριστή δηκτικότητα και περιφρόνηση στιγματίζει εκείνον τον εργαζόμενο που προδίνει την τάξη του και τους συντρόφους του «για λιγοστούς παράδες»:
«Χαφιές! Σπιούνος μια ζωή / καρφώνεις και δαγκάνεις. /Τη λεβεντιά δε γεύτηκες / και δούλος θα πεθάνεις...».
Μπορεί καμιά φορά ν' αλλάζουν οι πολιτικοί, η πολιτική όμως παραμένει ίδια, κι ο ποιητής απορεί:
«Ως πότε πια θα δέχεται ο δόλιος μας λαός /να τον γελάει ασύστολα κάθε πρωθυπουργός;»
καθώς ορθώνεται... αόρατο, στα μάτια του λαού, βουνό το ψέμα, το φάντασμα του Γκαίμπελς, σίγουρα «θα 'σκαζε απ' τη ζήλια του: «Πού είσαι Γκαίμπελς για να δεις / αυτούς που σε ξεπέρασαν / στους λόγους και στα ψέματα / και τα... γυαλιά σου πέρασαν. / Αν θα μπορούσες να 'βγαινες / για λίγο απ' την κόλαση / για να 'βλεπες και να 'κουγες ΡΑΔΙΟ-ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ».
Μια ραδιο-τηλεόραση που προπαγανδίζει τη «δημοκρατία» όχι δυο κομμάτων, αλλά δύο... τεράτων, ομηρικών. Ετσι, «Απ' τη Χάρυβδη στη Σκύλλα / ο Λαός μας πάντα πέφτει./ Μόνιμο, ελάττωμά του / να πιστεύει κάθε ψεύτη».
Αυτή τη μονιμότητα της ευκολοπιστίας θέλει να σπάσει ο ποιητής και καλεί το λαό να θυμηθεί την ιστορία του. Ν' αντλήσει δύναμη μέσα απ' τις μνήμες του και ν' αγωνίζεται «σαν πρώτα» για έναν κόσμο αληθινά ελεύθερο, χωρίς «ΝΑΤΟΦΟΝΙΑΔΕΣ»:
«Ελληνες ας μη ξεχνάμε / πως μονάχα ένα κόμμα στέκει πάντα βοηθός μας / κ' είναι αυτό το Κου-Κου-Ε μας / Η ελπίδα και το φως μας» (Χρ. Χριστοδουλάκης - Σουλίου 120 - Πετρούπολη).
Ο Σαμιώτης ποιητής Μανόλης Σίμος, συνεργάτης του περιοδικού «Σαμιακή Επιθεώρηση», με τον πειθαρχημένο στίχο του, καρπό πολυχρόνιας άσκησης, μπορεί να συγκριθεί με πολλούς επώνυμους ποιητές. Η θεματική του, στο μεγαλύτερο μέρος της οικουμενική, διατηρεί τον ακριτικό χαρακτήρα της απέριττης, γραφικής συχνά ποίησής του:
«Στις μεγάλες λειτουργίες προσκαλάνε/ τον όσιο Χαρίτωνα στην πόλη να κατέβει./ Ηγούμενος στο μοναστήρι της Ζωοδόχου Πηγής/ κατάντικρυ της ωραίας Μυκάλης./ Ο δρόμος του γυρισμού στο μοναστήρι/ άσπρο καλντερίμι γραμμή από φως/ που μαυρίζει μέρα τη μέρα, κι ο ήλιος βασιλεύει».
Κι ο πόνος, ανάμεικτος με εναγώνια καρτερία του πάσχοντος ανθρώπου: «Η μάνα μου έπλεκε στην πεζούλα και κλότσαγε/ το κουβάρι.../ Ηταν πάντα θλιμμένα τα μάτια της το πρωί/ γιατί το καλό μας το έβλεπε μακριά. Και το κακό ολόγυρα παγίδες να μας στήνει». «Δίσεχτα χρόνια πριν από το χαλασμό/ (...) Δεν είναι αλήθεια πως λιγοστεύει ο καρπός./ Οι αποθήκες μεγαλώνουν». Και: «Κόψε κλωνί βασιλικό βούτηξέ το/ στου πηγαδιού το νερό το αγιασμένο και ράντισε/ μια προς τα βουνά να πρασινίσουν πάλι/ τα καμένα πευκόδασα, μια προς τη θάλασσα/ να γεμίσει μαρίδες, σαργούς, αχινούς, πέρκες...».
Υπαινικτικές αναφορές σε «δίσεχτα χρόνια». Θα περιμέναμε από αυτόν τον συγκεντρωτικό τόμο, που φτάνει χρονικά ως τις μέρες μας, κάποια ηχώ από τη γειτνίαση του νησιού, από τα ηρωικά και δραματικά βιώματα της δεκαετίας 1940 - '50, από τη σημερινή τεχνητή πολεμική ένταση, που την αισθάνεται κανείς ατενίζοντας τη Μυκάλη, να προσφέρεται σαν γεφύρι ανάμεσα σε δυο αντικρινούς λαούς, σε δυο εστίες πανάρχαιων πολιτισμών (Εκδόσεις «Απόπλους»).
Το μυθιστόρημα «Τα όνειρα δεν είναι για τους Αγγέλους» είναι το πρώτο βιβλίο της Δέσποινας Μιχαηλίδου.Η ιστορία ξετυλίγεται σε ένα αιγαιοπελαγίτικο νησί στη διάρκεια του μεσοπολέμου, με κεντρική ηρωίδα την Κατερίνα, τη μικρότερη κόρη μιας προσφυγικής οικογένειας, η οποία δέθηκε αισθηματικά με τον Δαμιανό, ανιψιό των πλούσιων Μανδέληδων του νησιού. Το έργο με τη δυνατή πλοκή, τις απρόσμενες εξελίξεις, τις μεταπτώσεις και τις πολλές συγκρούσεις, αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη.
Είναι οι αναμνήσεις της προσφυγιάς που προβάλλονται στην καθημερινή ζωή του νησιού στο μεσοπόλεμο, αλλά με τα μάτια της τρίτης, μετά την προσφυγιά, γενιάς.
Ο μύθος - και συχνά πυκνά η αναίρεσή του - είναι απ' τα βασικά στοιχεία του βιβλίου. Αλλο ένα στοιχείο που το χαρακτηρίζει είναι η λαϊκή σοφία, την οποία κουβαλούν οι αναμνήσεις της προσφυγιάς ή που ξεπηδά μέσα απ' τη βιοπάλη της καθημερινής ζωής (Εκδόσεις «Αλεξάνδρεια» ).
Γνωστός και καταξιωμένος ποιητής ο Γ.Κ. καταθέτει άλλη μία ποιητική συλλογή με τίτλο «Οίκος Ενοχής».
Λόγος πυκνός, καλοδουλεμένος μαστορικά, υποδηλώνει υποδηλώνει το δημιουργό Γ.Κ. και τη φιλοσοφία του. Η ζωή και ο θάνατος, και μέσα από αυτούς τους δύο άξονες ολόκληρο το φάσμα της έκφρασης της πορείας του. Διαπιστώσεις, διαμαρτυρίες, επισημάνσεις, συμπλεύσεις, εκτείνονται σε μια ποίηση καθαρόαιμη, στοχαστική.
Ο Γ.Κ. γνωρίζει πολύ καλά τις έννοιες, τα σχήματα, τα χρονικά συμπλέγματα και τις προεκτάσεις τους.
Με γραφίδα άξια δίνει τους πιο όμορφους στίχους του, γεμάτους αλήθεια. Ενώ ο ίδιος σε αθέατη οπτικά γωνία, παρακολουθεί με δέος τις διεργασίες της ψυχής του για ό,τι συνέβη και για ό,τι θα συμβεί στο μέλλον. Γιατί ο ποιητής με «προφητικές αντένες» προχωρεί πολύ πιο μπροστά από την εποχή του.
Ο Γ.Κ., έμπειρος και δόκιμος δημιουργός, θ' αναφερθεί στα υπαρξιακά του προβλήματα, στους αναχωρήσαντες αγαπημένους, στο αιώνιο ερωτικό στοιχείο και στους δαιδαλώδεις ιστούς της ψυχοσύνθεσής του. «Εχω το θάρρος, όμως τώρα να θρηνώ / όχι για το χαμένο χάραμα - τη χτεσινή χαρά μου / μα για τ' αλλόπιστο είδωλο της σπασμένης εσπέρας». Κι ο ποιητής πάντα και παντού: «Πέρασα πίσω από το σύνορο / κοίταξα έξω από το φως / κι αντάμωσα εντός μου τον απόντα /. (Εκδόσεις «Δωδώνη»).