ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 26 Γενάρη 2003
Σελ. /32
ΔΙΕΘΝΗ
ΑΥΣΤΡΙΑ
Μετά τις βουλευτικές εκλογές

Από πρόσφατες μαζικές κινητοποιήσεις για την Παιδεία
Από πρόσφατες μαζικές κινητοποιήσεις για την Παιδεία
Η κυβερνητική κρίση στην Αυστρία (τον περασμένο Σεπτέμβρη), αποκάλυψε τις μεγάλες αντιθέσεις στο χώρο της αυστριακής συντηρητικής παράταξης, που οδήγησε σε πρόωρες εκλογές στις 24 Νοέμβρη 2002.

Η προεκλογική αντιπαράθεση στην Αυστρία διεξάγεται συνήθως μέσα σε αίθουσες και με την παρουσία, ανά 2, αρχηγών κομμάτων, στις διάφορες τηλεοράσεις.

Το εκλογικό σύστημα είναι ένα είδος «απλής αναλογικής», με πλαφόν 5%, προκειμένου να μπει ένα κόμμα στη Βουλή, συμμετέχοντας και στη δεύτερη κατανομή ψήφων και εδρών.

Τα κόμματα που εξασφάλισαν τις προϋποθέσεις (που ορίζει ο νόμος) και μπήκαν στη Βουλή της Αυστρίας, στις εκλογές του περασμένου Νοέμβρη, ήταν τα εξής:

Εκλογές 24/11/2002 (Εκλογές 3/10/1999): (OVP) Λαϊκό Κόμμα 42,30% - 70 έδρες (26,91% - 52 έδρες). (SPO) Σοσιαλδημοκρατικό 36,51%. (33,15% - 65 έδρες). (FPO) Φιλελευθ. Κόμμα Χάιντερ 10,01% -18 έδρες (26,91% - 52 έδρες). (Grunen) Οικολόγοι 9,47% -17 έδρες,(7,40% - 14 έδρες). Διάφορα άλλα κόμματα 1,71%- 0, (5,63% - 0).

Από το 16,90% που έχασε το ακροδεξιό κόμμα (FPO) και το 3,92% τα μικρά κόμματα, το 15,39% μεταφέρθηκε στο Λαϊκό κόμμα της Δεξιάς (OVP) και το 5,43% μοιράστηκε στα άλλα κόμματα. Εν τούτοις ο δεξιός - ακροδεξιός συνασπισμός βγήκε αδυνατισμένος, χάνοντας 7 από τις 104 έδρες που διέθετε από τις προηγούμενες εκλογές.


Οι σφυγμομετρήσεις και τα γκάλοπ έπεσαν έξω προβλέποντας μόνο την απότομη πτώση της ακροδεξιάς, που ήταν ολοφάνερο, λόγω των αδέξιων χειρισμών της στους τελευταίους μήνες.

Από την εντυπωσιακή πτώση της ακροδεξιάς, τα κόμματα της αντιπολίτευσης (SPO) και (Grun) δεν κατόρθωσαν να επωφεληθούν πολύ, παρ' όλο που οι ψήφοι αυτοί προέρχονταν - σύμφωνα με τους εκλογικούς αναλυτές από εργατικές περιοχές.

Η πτώση της ποιότητας της ζωής, η ανεργία και ανασφάλεια στην αγορά εργασίας, η ακρίβεια, η αύξηση φόρων, οι χιλιάδες πτωχεύσεις κτλ. και γενικά η ανοιχτή ενσωμάτωση των Σοσιαλδημοκρατών - Πρασίνων στη νεοφιλελεύθερη πολιτική που ακολουθεί η κυβέρνηση του δεξιού - ακροδεξιού συνασπισμού και επιβάλλει η ΕΕ, δημιούργησαν δυσπιστία στο λαό προς όλα τα κόμματα του Κοινοβουλίου.

Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Αυστρίας (ΚΡΟ) έβλεπε τη δυσαρέσκεια των ψηφοφόρων, αλλά δεν κατόρθωσε να την αξιοποιήσει. Η αύξηση των ψήφων του κατά 4.747 το 2002 σε σχέση με το 1999, δεν του έδωσε τη δυνατότητα να σπάσει το όριο του 5% και να μπει στη Βουλή.

Στον προεκλογικό αγώνα, τα αστικά κόμματα (ως συνήθως), δεν ασχολήθηκαν με τα καυτά προβλήματα που αφορούν την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα και περιορίστηκαν σε μια εύκολη αντιπαράθεση, σε ό,τι διαφωνούν.

Η επιτυχία που σημείωσε το δεξιό λαϊκό κόμμα (OVP) αυξάνοντας τη δύναμη του σε ποσοστά και έδρες (15,39% και 27 αντίστοιχα), προκάλεσε έκπληξη. Ο Δρ. Βόλφγκανγκ Σίσελ, τέως Καγκελάριος (που παραμένει και σήμερα λόγω έλλειψης συμφωνίας για συγκρότηση νέας κυβέρνησης), κάλεσε τους αρχηγούς των άλλων κομμάτων σε συνομιλίες για σχηματισμό της νέας κυβέρνησης συνασπισμού.

Ο Δρ. Β. Σίσελ, γνωστός για τις μηχανορραφίες του από τις προηγούμενες εκλογές, είναι αναξιόπιστος, γιατί και τότε διαπραγματευόταν φανερά με τους σοσιαλδημοκράτες, ενώ κρυφά έκανε συνομιλίες με το ακροδεξιό κόμμα του Χάιντερ και κατόρθωσε από τρίτο που ήταν το λαϊκό κόμμα, να το οδηγήσει στην εξουσία και να γίνει ο ίδιος Καγκελάριος. Τότε «εξημέρωσε» το κόμμα του Χάιντερ, κάνοντας τους υπουργούς του αποδιοπομπαίους τράγους, πετυχαίνοντας σ' αυτές τις εκλογές να αναδειχτεί σε πρώτη δύναμη.

Οι διμερείς συναντήσεις βολιδοσκόπησης, που άρχισε από την επόμενη των εκλογών, το Λαϊκό Κόμμα δεν απέδωσαν. Η παλιά κυβέρνηση που συνεχίζει να είναι στην εξουσία, εκμεταλλεύεται την ευκαιρία και με αποφάσεις της αλλάζει τους συσχετισμούς στα σώματα ασφαλείας και τον κρατικό μηχανισμό, με πρόσχημα την ασφάλεια της χώρας, την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και των ναρκωτικών. Οι διακοπή των διαπραγματεύσεων με το ακροδεξιό κόμμα που έβαλαν σαν όρο οι σοσιαλδημοκράτες και οι οικολόγοι για να προχωρήσουν σε διαπραγματεύσεις, δεν έγινε. Η αδιαφάνεια του προϋπολογισμού και η απόφαση αγοράς των καταδιωκτικών - ευρωφάιτερ - εξακολουθεί να ισχύει προκλητικά.

Ο υπουργός των Οικονομικών Καρλ-Χάιντς Γκράσερ, επιμένει πως το έλλειμμα του προϋπολογισμού για το 2002 είναι 1,3% και για το 2003 προβλέπεται στο 1,6% του ΑΕΠ. Αναθεωρώντας τρεις έως τέσσερις βασικούς παράγοντες, όπως τους κρατικούς σιδηροδρόμους, τις συντάξεις, τη Δημόσια Διοίκηση και την Υγεία, ελπίζει να περιορίσει το έλλειμμα κάτω το 1%.

  • Τους σιδηροδρόμους τους θεωρεί ασύμφορους, λόγω επιδοτήσεων πάνω από τέσσερα δισ. ευρώ το χρόνο (όπως έγραψε ο Αυστριακός Τύπος.
  • Στις συντάξεις ανεβάζουν το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης (όπως επιβάλλει η Κομισιόν) και προωθούν την πρόωρη συνταξιοδότηση, καθηλώνοντάς τες μακροπρόθεσμα σε χαμηλότερα όρια.
  • Στη Δημόσια Διοίκηση ξηλώνονται οι πολιτικοί αντίπαλοί τους.
  • Ενώ στην Υγεία και την Παιδεία προωθούν ολοταχώς την ιδιωτικοποίηση, φορτώνοντας τα βάρη στην εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα.

Ο αρχηγός του (SPO) Δρ. Αλφρεντ Γκουζενμπάουερ, προεκλογικά δήλωσε πως αν το κόμμα του έρθει δεύτερο στις εκλογές, θα προτιμήσει να μείνει στην αντιπολίτευση, αν και έχουν δοκιμάσει για χρόνια τη σοσιαλ-δεξιά συμμαχική διακυβέρνηση και τη γλύκα της εξουσίας.

Το κόμμα του και τα σοσιαλδημοκρατικά συνδικάτα είναι διχασμένα. Η πίεση που εξασκούν τα ελεγχόμενα από το κεφάλαιο ΜΜΕ, φέρνοντας στα παράθυρα ανθρώπους του κόμματός του, όπως των τέως δήμαρχο της Βιέννης και άνθρωπο των ΜΜΕ Δρ. Τσιλκ, των τέως υπουργό Οικονομικών και νυν μεγιστάνα βιομήχανο Δρ. Αντρος, καθώς και άλλους, ανάγκασαν τον αρχηγό των σοσιαλδημοκρατών να επανεξετάσει την αρχική του θέση.

Ο αρχηγός των Οικολόγων Βαν Ντε Μπέλεν, ήδη πριν τις εκλογές αναθεώρησε τη θέση του κόμματός του, που είχε σχέση με την κατάργηση του στρατού και μίλησε για επαγγελματικό στρατό των 5-6 χιλιάδων για «ειρηνικούς σκοπούς» στο εξωτερικό. Με άλλα λόγια, δέχτηκε τον ευρωστρατό. Μετά τις εκλογές ήταν πρόθυμος για διαπραγματεύσεις με το Λαϊκό Κόμμα. Τον σταμάτησε προσωρινά με απόφαση στη σύσκεψή του, το διευρυμένο προεδρείο του κόμματός του, βάζοντας τέρμα στις διαπραγματεύσεις.

Η αδιαφάνεια στον προϋπολογισμό, οι φανταστικές προβλέψεις: ελάττωση του ελλείμματος, περίπου στο 1% επί του ΑΕΠ και η αύξηση της οικονομίας στα 2,8-3,1% για το 2003, αύξησαν τις αμφιβολίες της αντιπολίτευσης για μη ειλικρινή αντιμετώπισή τους από το κόμμα του Σισέλ.

Ιδιαίτερα η τελευταία λαθροχειρία του υπουργείου Εσωτερικών Ερνστ Στράσερ, με αντικατάσταση 56 υψηλά ιστάμενων αξιωματούχων της εκτελεστικής εξουσίας και του κατασταλτικού μηχανισμού προσκείμενων στους σοσιαλδημοκράτες, συμπεριλαμβανομένου του αρχηγού της αστυνομικής δύναμης ασφαλείας της Βιέννης, Ερνεστ Σνάμπελ και στενού φίλου του σοσιαλδημοκράτη δημάρχου της Βιέννης, προκάλεσε οργή και θεωρήθηκε σαν συνειδητή πρόκληση.

Στην Αυστρία, που ο δικομματισμός «έφαγε» από καιρό τα «ψωμιά του» και ο διπολισμός δεν ευδοκιμεί, κάθε σκέψη για κεντροδεξιές ή κεντροαριστερές συμμαχίες, φαντάζει σαν πολιτική γελοιογραφία του 18ου αιώνα.

Οι χαρακτηρισμοί «κόκκινο - πράσινο» και «κόκκινο - μπλε», είναι τελείως ξεπλυμένοι και δίχως περιεχόμενο.

Οι ηγεσίες των κομμάτων της αυστριακής πλουτοκρατίας, πολλές φορές έως τώρα έμπλεξαν τα μπ..... τους, με τις γνωστές «Grosse Koalition» (μεγάλες συμμαχίες) Σοσιαλδημοκρατίας - Λαϊκού συντηρητικού κόμματος.

Γι' αυτό δύο μήνες μετά τις εκλογές, αδυνατούν να κάνουν κυβέρνηση και θα τους ξαναϋποχρεώσει η άρχουσα τάξη της Αυστρίας και η ΕΕ να τα βρούνε, κάνοντας την ανάγκη φιλότιμο, όπως πριν.

Εως σήμερα το σκηνικό είναι:

Ενώ δεν έκλεισε ακόμα η υπόθεση της συνεργασίας «κόκκινοι» ή «μπλε», διαφαίνεται μια μεγαλύτερη προσέγγιση προς τους ακροδεξιούς, που δε βάζουν μεγάλους και πολλούς όρους. Τις επόμενες μέρες του Γενάρη 2003 θα αποφασίσουν οι σοσιαλδημοκράτες, μετά από σύσκεψη, τη μελλοντική τους πορεία.

Μια νέα συνεργασία των δεξιών - ακροδεξιών, σίγουρα θα επιδεινώσει την κατάσταση, σε όλους τους τομείς στην Αυστρία. Ομως, μια συνεργασία σοσιαλδημοκρατών με το Λαϊκό Κόμμα δε θα πάει καλύτερα, γιατί εμπεριέχει ακόμα πιο μεγάλους κινδύνους, επειδή τα δύο μεγάλα κόμματα, με τα δύο τρίτα (2/3) της δύναμης του κοινοβουλίου, μπορούν να κάνουν αλλαγές στο Σύνταγμα, με μεγαλύτερες επιπτώσεις στην υπάρχουσα δημοκρατία, χειροτερεύοντας όλες τις κοινωνικοοικονομικές κατακτήσεις της εργατικής τάξης και όλων των λαϊκών στρωμάτων.


Θανάσης ΒΟΥΛΓΑΡΟΠΟΥΛΟΣ


ΙΤΑΛΙΑ
Μια ιστορία αστυνομικής βίας και κατασκευασμένων αποδείξεων

Γένοβα. Το βράδυ της 21ης προς 22ης Ιούλη του 2001 ειδικές δυνάμεις της Ιταλικής Αστυνομίας εισέβαλαν στο σχολείο Ντιάζ, χώρο στέγασης των διοργανωτών των εκδηλώσεων κατά της Συνδιάσκεψης του G-8, που είχε διεξαχθεί τις προηγούμενες τρεις μέρες στη Γένοβα. Η αιφνιδιαστική αυτή έφοδος συνοδεύτηκε από μια επίδειξη αστυνομικής βίας χωρίς προηγούμενο. Χαρακτηριστικά σχεδόν όλοι οι δεκάδες παρευρισκόμενοι διαδηλωτές, που σημειωτέον εκείνη την ώρα αναπαύονταν, ξυλοκοπήθηκαν βάρβαρα και εξευτελίστηκαν ενώ τελικά 62 από αυτούς κατέληξαν στα νοσοκομεία της Γένοβας με σοβαρά τραύματα (σπασμένα πλευρά, κεφάλια κ.ά.). Παράλληλα οι αστυνομικοί κατέστρεψαν όλο τον τεχνολογικό εξοπλισμό που διέθεταν οι διαδηλωτές στο σχολείο. Η βραδιά έληξε με τη σύλληψη 93 ατόμων, που τις επόμενες μέρες αφέθηκαν ελεύθερα.

Από την επόμενη κιόλας μέρα οι διαδηλωτές κατηγόρησαν τις αστυνομικές δυνάμεις για απρόκλητη βία που είχε ως απώτερο στόχο την παράνομη αρπαγή αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με τον προβοκατόρικο ρόλο που έπαιξε η αστυνομία στις αιματηρές συγκρούσεις των προηγούμενων μερών (ειδικά της Παρασκευής 20 Ιούλη), κορύφωση των οποίων ήταν η δολοφονία του διαδηλωτή Κάρλο Τζουλιάνι. Οι αστυνομικές αρχές από την πλευρά τους έκαναν λόγο για προκλητικότητα και βία των συγκεντρωμένων. Αναλυτικά οι αστυνομικοί υποστήριξαν ότι οι συγκεντρωμένοι στο σχολείο, τους πέταξαν πέτρες (γεγονός που προκάλεσε την έφοδο) και ότι κατά τη διάρκεια των «συγκρούσεων» μέσα στο σχολείο ένας αστυνομικός μαχαιρώθηκε από διαδηλωτή. Ως αποδεικτικά στοιχεία παρουσίασαν σφυριά, μαχαίρια, άλλα εργαλεία και δύο βόμβες μολότοφ, αντικείμενα που υποτίθεται ότι είχαν συλλέξει από το σχολείο. Με βάση αυτά τα ευρήματα δικαιολογήθηκαν οι συλλήψεις και παρουσιάστηκαν οι συγκεντρωμένοι διαδηλωτές ως «τρομοκράτες».

Αυτές τις μέρες, ωστόσο, ολοκληρώνεται το πρώτο στάδιο της ανακριτικής διαδικασίας που έχουν ξεκινήσει δημόσιοι εισαγγελείς της Γένοβας σχετικά με την έφοδο στο σχολείο Ντιάζ, και από τις πρώτες δημοσιεύσεις που έγιναν στις εφημερίδες «Ρεπούμπλικα» και «Ιλ Μανιφέστο», αποδεικνύεται ότι οι αστυνομικοί στην πραγματικότητα κατασκεύασαν τα πάντα προκειμένου να πραγματοποιήσουν και να δικαιολογήσουν την έφοδο στο σχολείο.

Χαρακτηριστικά από τις ανακρίσεις φαίνεται ότι το περιστατικό του λιθοβολισμού που χρησιμοποιήθηκε ως δικαιολογία για την έφοδο, δεν έλαβε ποτέ χώρα. Δεν υπάρχει κανένας αστυνομικός που να έχει τραυματιστεί από πέτρες. Επίσης ο αστυνομικός Μασιμιλιάνο Ντι Μερναρντίνι, που αρχικά είχε αναφέρει σε έκθεσή του ότι ήταν παρών στο περιστατικό, έχει πλέον ανασκευάσει τη μαρτυρία του και στην απολογία του αναφέρει: «δεν ξέρω τι να πω, εγώ ανέφερα ό,τι μου είπαν να αναφέρω». Το ποιος του είπε παραμένει άγνωστο.

Επιπλέον από τις ανακρίσεις αποδεικνύεται ότι οι δύο βόμβες μολότοφ που υποτίθεται ότι είχαν βρεθεί μέσα στο σχολείο και που δικαιολόγησαν τη σύλληψη των 93 ατόμων, μεταφέρθηκαν στο σχολείο από την ίδια την αστυνομία. Τις βόμβες έφερε μαζί του στο σχολείο με υπηρεσιακό αυτοκίνητο ο υψηλόβαθμος αξιωματικός Πιέτρο Τροϊάνι. Το γεγονός κατέθεσε ο πρώην αστυνομικός και οδηγός εκείνο το βράδυ του Τροϊάνι, Μικέλε Μπούργκιο, πράγμα που ανάγκασε τον Τροϊάνι να παραδεχτεί αυτή την ενέργεια. Οι μολότοφ είχαν βρεθεί νωρίτερα την ίδια μέρα σε άλλο σημείο της Γένοβας (στην Κόρσα Ιτάλια). Εξάλλου και τα εργαλεία που βρέθηκαν αποδείχτηκε ότι ήταν ο εξοπλισμός οικοδόμων που έκαναν επισκευές στο σχολείο. Αξιο αναφοράς επίσης είναι ότι ο Τροϊάνι δεν έπρεπε να βρίσκεται στο σχολείο Ντιάζ αφού δεν ήταν μέλος της ομάδας που πραγματοποίησε την έφοδο...

Τέλος εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι και η κατάθεση του αρχηγού του Κέντρου Επιχειρήσεων, Φραντσέσκο Γκρατέρι, που παραδέχεται ότι ο τραυματισμός με μαχαίρι του αστυνομικού Μάσιμο Νουκέρα ήταν κατασκευασμένος έτσι ώστε να δικαιολογηθεί εκ των υστέρων η αστυνομική βία!

Είναι πλέον προφανές ότι οι αστυνομικοί δεν εισέβαλαν τυχαία στο σχολείο Ντιάζ και είναι επίσης προφανές ότι η όλη ενέργεια ήταν καλά σχεδιασμένη. Ακόμα και αν οι υψηλόβαθμοι αστυνομικοί ρίχνουν τώρα ο ένας τις ευθύνες στον άλλο, το γεγονός ότι βασάνισαν ανελέητα δεκάδες ειρηνικούς διαδηλωτές με τελικό σκοπό να αποσπάσουν αποδεικτικά στοιχεία εναντίον της αστυνομίας (ή και ακόμα για να τους τιμωρήσουν για την αυθάδειά τους να διαδηλώσουν επί τρεις μέρες) παραμένει.


Γ.Π.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ