ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 29 Σεπτέμβρη 2002
Σελ. /32
ΔΙΕΘΝΗ
ΙΝΔΙΑ ΚΑΙ ΠΑΚΙΣΤΑΝ
Μια πικρή σοδειά

Από τη σύγκρουση στο ναό της Γκουζαράτ

Associated Press

Από τη σύγκρουση στο ναό της Γκουζαράτ
H ένοπλη βία στο εσωτερικό της Ινδίας και του Πακιστάν και ανάμεσά τους αποτελεί, για τους ηθικούς και φυσικούς αυτουργούς της, πηγή οικονομικού ή και πολιτικού κέρδους. Το πρόβλημα είναι ότι νομίζουν πως ελέγχουν την κατάσταση.

Στο κρατίδιο Γκουζαράτ της Ινδίας, απειλείται η επανάληψη των σφαγών μουσουλμάνων από έξαλλα πλήθη ινδουιστών, μετά την επίθεση σε ναό γεμάτο κόσμο δύο νεαρών ενόπλων, που σκότωσαν 27 πιστούς πριν πέσουν κι αυτοί νεκροί από τις σφαίρες των «Μαύρων Γάτων». Το Φεβρουάριο, όταν είχε δοθεί μια ανάλογη αφορμή, με μουσουλμάνους να πυρπολούν ένα τρένο με προσκυνητές με αποτέλεσμα 59 άτομα να χάσουν τη ζωή τους, οι οργανώσεις του κυβερνώντος κόμματος BJP είχαν ουσιαστικά διοργανώσει - ή, κατά την επίσημη εκδοχή, ανεχθεί - μια καμπάνια βίας με 1.000 νεκρούς (ή κατά μη κυβερνητικές οργανώσεις και ανεξάρτητους παρατηρητές, 2.200) μουσουλμάνους, ανάμεσά τους βουλευτές, απλούς πολίτες, γυναίκες και παιδιά. Τότε, αντί να καθαιρέσει τον κρατιδιακό πρωθυπουργό Ναρέντρα Μόντι, η κυβέρνηση του Αταλ Μπιχάρι Βάτζπαϊ τον άφησε στο απυρόβλητο παρά την οργή της αντιπολίτευσης, επιτρέποντάς του μάλιστα να προκηρύξει εκλογές. Η ανοχή, στην καλύτερη περίπτωση, του βίαιου εκτοπισμού δεκάδων χιλιάδων μουσουλμάνων κατοίκων του Γκουζαράτ που εξαναγκάστηκαν να καταφύγουν σε προσφυγικά στρατόπεδα είναι κακό σημάδι σχετικά με τις πολιτικές προθέσεις της κυβέρνησης. Δεν είναι, βεβαίως, τυχαίο πως ο Μόντι αποτέλεσε γκουρού του ομοσπονδιακού πρωθυπουργού Βάτζπαϊ.

Αυτή τη φορά η κυβέρνηση, φοβούμενη όχι μόνον την αντίδραση της αντιπολίτευσης αλλά και τη διεθνή κατακραυγή, δηλώνει ότι προσπαθεί να περιορίσει τυχόν αντίποινα. Εστειλε 3.000 στρατιώτες στο κρατίδιο και προσπαθεί να συγκρατήσει τα τυφλά από μίσος πλήθη ινδουιστών, πριν κάψουν όσες μουσουλμανικές συνοικίες έχουν απομείνει όρθιες στη Σουράτ και την Αχμενταμπάντ. Στην απεργία που κηρύχτηκε για την Πέμπτη, υπήρξαν μόνο δύο μαχαιρώματα μουσουλμάνων. Ωστόσο, οι μουσουλμάνοι του κρατιδίου έχουν τρομοκρατηθεί, και όχι άδικα. Ο υπουργός Εξωτερικών Τζασουάντ Σίνχα δηλώνει ότι «πιθανότατα το Πακιστάν» είναι πίσω από την επίθεση, ο πρωθυπουργός Βάτζπαϊ ότι «η πίεση των ΗΠΑ προς το Πακιστάν για να καμφθεί η διασυνοριακή τρομοκρατία δε φέρνει αποτέλεσμα» κι ο υπουργός Αμυνας, Τζορτζ Φερνάντες, ότι «η επίθεση είναι ανάλογη εκείνης της 13ης Δεκεμβρίου» 2001, στη Βουλή της Ινδίας στο Νέο Δελχί. Ο στρατός περιέγραψε τους δύο ενόπλους που έκαναν την επίθεση ως «εκπαιδευμένους σε τακτικές ανταρτοπολέμου», μέλη της «Ταρίκ-ε-Κάσας», μιας ομάδας που αποτελεί παρακλάδι της «Λασκάρ-ε-Τάιμπα» («Στρατός των Αγνών»). Το Πακιστάν απάντησε, περιγράφοντας ως «γελοία» την κατηγορία της ανάμειξής του στην επίθεση. Ωστόσο, η παρούσα ινδική κυβέρνηση χρησιμοποιεί αυτές τις επιθέσεις, όπως και την καμπάνια βίας που διαρκεί από τον Αύγουστο έως και σήμερα στο Κασμίρ, με αφορμή τις εκλογές, ως άλλοθι για μια πολιτική που απειλεί να καταστρέψει το συνεκτικό ιστό της ινδικής κοινωνίας - την ανοχή. Η πολιτική ταυτότητά της εμπεριέχει σαφή ακραιφνή ινδουιστικά στοιχεία, και έχει γίνει σαφής περισσότερες από μία φορά η πρόθεσή της να επιδοθεί σε ιεροεξεταστικές τακτικές.

Το εν μέρει αστείο, αλλά, ούτως ή άλλως, εξαιρετικά επικίνδυνο της υπόθεσης είναι ότι οι κυβερνώντες στο Νέο Δελχί έχουν πηδήξει στο «αντιτρομοκρατικό» τρένο μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, και αυτό από μόνο του αποτελεί πηγή πολλών ανησυχιών. Αφού αν η ινδική κυβέρνηση αποφάσιζε να μιμηθεί τις ΗΠΑ κυνηγώντας τους τρομοκράτες στη «χώρα που τους φιλοξενεί», δηλαδή το Πακιστάν, όπως έχει πολλές φορές απειλήσει ότι θα κάνει υποχωρώντας μετά την αφόρητη πίεση της Ουάσιγκτον, το αποτέλεσμα θα ήταν ένας πυρηνικός πόλεμος. Το πρόβλημα, και αυτό είναι κάτι που η αμερικανική κυβέρνηση δε συνειδητοποιεί πλήρως, είναι πως για αρκετούς πιστούς ινδουιστές ο πυρηνικός πόλεμος μπορεί απλώς να είναι η εκδήλωση της οργής του Σίβα, του θεού της καταστροφής. Στην προσπάθειά τους να εξυπηρετήσουν γεωπολιτικά συμφέροντά τους, οι ΗΠΑ διακινδυνεύουν να ανοίξουν το κουτί της Πανδώρας.

Η κατάσταση στο Πακιστάν είναι επίσης επί ξυρού ακμής, με την προσπάθεια ενόπλων οργανώσεων να πλήξουν το «προδοτικό», κατά την άποψή τους, καθεστώς του πραξικοπηματία στρατηγού (Προέδρου για τους φίλους) Περβέζ Μουσάραφ, στο επίκεντρο. Η επίθεση στο Καράτσι εναντίον χριστιανικής μη κυβερνητικής οργάνωσης αρωγής με 7 νεκρούς ήταν η τελευταία μιας μακράς ακολουθίας επιθέσεων εναντίον «δυτικών» στόχων (ανάμεσά τους μια εκκλησία με Αμερικανούς διπλωμάτες, η γαλλική διεύθυνση ναυπηγείων, το αμερικανικό προξενείο, ο ανταποκριτής της Ουόλ Στριτ Τζέρναλ Περλ κ.ά.). Η παρουσία χιλιάδων Αμερικανών πρακτόρων και στρατιωτών στη χώρα δε βοηθά στην «καταπολέμηση της τρομοκρατίας», που διαρκώς υπόσχεται ο στριμωγμένος στη γωνία Μουσάραφ, που επίσης μοιάζει να χρησιμοποιεί τη σύγκρουση χαμηλής έντασης με την Ινδία προς ίδιον όφελος, έστω κι αν τύποις αντίκειται με τους στόχους της «συμμαχίας», στην οποία έχει ενταχθεί - ή υπαχθεί, κατά τις κακές γλώσσες.

Η «πικρή σοδειά» συνεχίζεται. Οι οργανώσεις των μουτζαχεντίν είναι το παράγωγο της πολιτικής των ΗΠΑ που επαναδημιούργησε από το 1979 κι εντεύθεν τον ιερό πόλεμο, τον τζιχάντ, τότε για να καταφέρει ένα πλήγμα στην ΕΣΣΔ. Τα θρησκευτικά σχολεία (μαντράσας), που γέμισαν το Πακιστάν, έγιναν το λίκνο των πολέμαρχων του Αφγανιστάν και των Ταλιμπάν, αλλά και των οργανώσεων που μάχονται στο Κασμίρ. Τα 3,5 δισ. δολάρια, που κατά τον πρώην πράκτορα της CIA Μίλτον Μπίαρντεν έστειλαν οι ΗΠΑ στο Πακιστάν και το Αφγανιστάν, αποτέλεσαν την αρχή. Στη συνέχεια, ο τζιχάντ, το εμπόριο όπλων και τα ναρκωτικά έγιναν οι μεγαλύτερες business στην περιφέρεια. Με χρήματα από τη Σαουδική Αραβία, την πακιστανική διασπορά και ισλαμικές οργανώσεις, ο ιερός πόλεμος έγινε τρόπος ζωής για χιλιάδες ανθρώπων. Πλέον, όπως το είχε θέσει η Τζέσικα Στερν στο περιοδικό Foreign Affairs, το 2000, ο τζιχάντ μεταφέρθηκε στο Πακιστάν, που βλέπει τους πράκτορές του να στρέφονται τελικά εναντίον του. Η «Λασκάρ-ε-Τάιμπα» έχει στόχο να κυματίσει η σημαία του Ισλάμ «στο Νέο Δελχί, στο Τελ Αβίβ και την Ουάσιγκτον».

Μπορεί να αναρωτηθεί κανείς, αν όντως οι ισλαμικές αυτές οργανώσεις παίζουν στην πραγματικότητα ρόλο Δούρειου Ιππου, βλέποντας τα αποτελέσματα της δράσης τους (αμερικανική διαμεσολάβηση μεταξύ Ινδίας - Πακιστάν, εγκατάσταση αμερικανικών δυνάμεων στο Πακιστάν, κατοχή του Αφγανιστάν), αλλά το να αποδειχθεί κάτι τέτοιο είναι πολύ διαφορετική ιστορία. Το σίγουρο είναι πως η επιχείρηση «Τζιχάντ ΑΕ», όπως την είχε ονομάσει ο εκλιπών μελετητής Εκμπάρ Αχμάντ, όσο προσοδοφόρα κι αν είναι, άλλο τόσο είναι αντιδραστική στην ουσία της - κι επικίνδυνη για τη διεθνή ειρήνη. `Η ό,τι απέμεινε απ' αυτήν.


Μπ. Γ.


ΑΥΣΤΡΙΑ
Κυβερνητική κρίση

Το ακροδεξιό κόμμα του Γιοργκ Χάιντερ, που βγήκε δεύτερο στις εκλογές του Νοέμβρη του 1999 (29%) και συμμετείχε στο σχηματισμό κυβέρνησης μαζί με τους συντηρητικούς της Αυστρίας (Λαϊκό Κόμμα) από τις αρχές του 2000, ευθύνεται εξίσου για την αποσύνθεση του κοινωνικού κράτους, τον περιορισμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την καταστροφή του συστήματος Υγείας και Παιδείας, τη διάκριση και βασανισμό των ξένων κλπ. Οι Φιλελεύθεροι έδειξαν, μάλιστα, ως κυβερνητικό κόμμα, πολύ σύντομα, ότι δεν είναι διαφορετικοί από τους άλλους στην εφαρμογή αντιλαϊκών μέτρων. Αντίθετα, παρότι ο αρχηγός τους, Γιοργκ Χάιντερ, παρουσιάζεται ως υπερασπιστής των αδυνάτων, το κόμμα του εφάρμοσε την πιο αυστηρή και καταλυτική νεοφιλελεύθερη πολιτική από τα λεγόμενα παλιά κόμματα.

Η κυβέρνηση συνασπισμού των ακροδεξιών- λαϊκιστών και δεξιών κατέρρευσε. Τα σχέδια της αυτοαποκαλούμενης κυβέρνησης της αλλαγής - της αντιδραστικότερης από το 1945, όπως τονίζουν πολιτικοί παρατηρητές - πήραν κατά τη νύχτα της 8 προς 9 του Σεπτέμβρη μια δραματική στροφή. Η αντικαγκελάριος, Σουζάνε Ρισς-Πασέρ, ο υπουργός Οικονομικών, Καρλ-Χάιντς Γκράσερ, και ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του Φιλελεύθερου Κόμματος, Πέτερ Βεστεντάλερ, παραιτήθηκαν. Τις επόμενες μέρες ακολούθησαν και άλλες παραιτήσεις υπουργών του Φιλελεύθερου Κόμματος, δημιουργώντας έτσι κυβερνητική κρίση. Το ρήγμα όμως που προκλήθηκε ανάμεσα στο κυβερνητικό και μη κυβερνητικό μέρος του Φιλελεύθερου Κόμματος θα είναι μακράς διαρκείας.

Ο καγκελάριος, Βόλφγκαγκ Σίσελ (Λαϊκό Κόμμα), εξέφρασε τη λύπη του για την παραίτηση των υπουργών, την δέχτηκε και τόνισε: «Μερικοί που πιστεύουν στη βάση (εννοώντας τον Χάιντερ) νομίζουν ότι μπορούν να γονατίσουν μια επιτυχή κυβέρνηση». Ο Σίσελ, που ως κεντρικό σημείο της συνεργασίας του με τους Φιλελεύθερους θεωρεί τη διεύρυνση της ΕΕ, βλέπει να υπονομεύεται από τον Χάιντερ και τους σκληρούς του κόμματός του. Κατηγορεί τον Χάιντερ ότι αμφισβητεί το πρόγραμμα συνεργασίας που συμφώνησαν μαζί το 2000.

Η παράλογη πολιτική κατάσταση που δημιούργησε στην Αυστρία η νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση των συντηρητικών και αντιδραστικών δεξιών, με ρεκόρ ανεργίας, οικονομική στασιμότητα, υπερβολική φορολογία και εισφορές, έγινε αφόρητη. Και προτού συμπληρώσει τη θητεία της κατέρρευσε. Δεν ανατράπηκε από αντιπολιτευόμενες «αριστερές» δυνάμεις, ούτε από αντίσταση των συνδικάτων, παρά ανατράπηκε από μόνη της. Και αυτό δεν προμηνύει κάτι καλό, γιατί δείχνει τη σημερινή έλλειψη προοπτικής μιας κοινωνίας που έχασε την ικανότητα μιας στοιχειώδους ορθολογιστικής συζήτησης και επικοινωνίας.

Η κοινωνία που δημιούργησε ψευδαισθήσεις και καλλιέργησε τον ατομικισμό στους πολίτες της μεταπολεμικά δεν παρέλειψε να δημιουργήσει σε κατάλληλους χρόνους και τους μάγους της. Ο Γιοργκ Χάιντερ είναι δημιούργημα των ισχυρών ιδεολογικών υπολειμμάτων της μεταπολεμικής εποχής, των μέσων μαζικής ενημέρωσης και διάφορων πολιτικών για κατοχύρωση της κυριαρχίας τους. Με τον ανήσυχο και αλλοπρόσαλλο χαρακτήρα του, υποδύεται δύο βασικά ρόλους: Το ρόλο του σκιώδους καγκελάριου και του αντιπολιτευόμενου εκδικητή του εξαπατημένου απλού πολίτη.

Του πολίτη που εξαπάτησε για να κερδίσει την ψήφο του, με λαϊκίστικα συνθήματα σε γιορτές της μπίρας. Η αποδοχή όμως της πολιτικής του Φιλελεύθερου Κόμματος δε μετριέται από τα συνθήματα του Χάιντερ παρά από την κυβερνητική πολιτική του κόμματός του στη Βιέννη.

Μετά τις δημοτικές εκλογές στη Βιέννη, όπου η σοσιαλδημοκρατία ξαναπήρε πίσω τις χαμένες ψήφους της από το Φιλελεύθερο Κόμμα, άρχισε ο Χάιντερ να συναισθάνεται το δίλημμα της στρατηγικής του. Οι κραυγές του ενάντια στα συνδικάτα, στα ασφαλιστικά ταμεία κτλ., που «εμποδίζουν τους εργατικούς και αξιοπρεπείς πολίτες να προοδεύσουν», του έγιναν εφιάλτης. Είδε να χάνει την επίδρασή της η δημαγωγία του και στράφηκε ενάντια στους κυβερνητικούς στη Βιέννη, που «έχασαν κάθε επαφή με την εκλογική βάση» του κόμματός του. Μ' αυτή τη βάση (Haider-Fanclub, αυτό εννοείται στην Αυστρία) αποφάσισε να κάνει την πορεία προς τη Βιέννη. Με την πρόεδρο του κόμματός του, αντικαγκελάριο Ρισς-Πασέρ, δεν μπορεί πλέον να διατηρήσει τη δύναμή του το Φιλελεύθερο Κόμμα. Μπαίνοντας στην «αστική ομαλότητα» έχασε την αίγλη του και επισφράγισε το τέλος του.

Ο Χάιντερ, με την απειλή της βάσης, ζητάει από την κυβέρνηση την εφαρμογή της φορολογικής μεταρρύθμισης στα μέσα του 2003 και να ασκήσει «βέτο» ενάντια στην είσοδο της Τσεχίας στην ΕΕ, αν δε δεχτεί τους όρους για το εργοστάσιο παραγωγής ρεύματος από ατομική ενέργεια και των Μπένες Ντεκρέτε. Ακόμα, τους πληγέντες από τις πλημμύρες να τους αποζημιώσει από τα αποθέματα της Εθνικής Τράπεζας της Αυστρίας.

Η κυβέρνηση, που ανέβαλε την εφαρμογή της φορολογικής μεταρρύθμισης για ένα χρόνο, με σκοπό να αποζημιώσει τους πληγέντες, δεν είναι σύμφωνη να κάνει χρήση των αποθεμάτων και είναι ενάντια σε «βέτο» κατά της Τσεχίας. Για τη διευθέτηση των διαφορών θέλει να διαπραγματευτεί. Την αγορά των καταδιωκτικών αεροπλάνων θέλει να την πραγματοποιήσει, γιατί ξέρει πως τα κόμματα της αντιπολίτευσης θα την ακυρώσουν, μια και το δήλωσαν, αν έρθουν στην εξουσία.

Στο Κνίτελφελντ της Στιρίας, όπου έγινε συνάντηση αντιπροσώπων, προσπάθησε ο απερχόμενος υπουργός Αμυνας, Χέρμπερτ Σάιμπνερ, να βρει μια συμβιβαστική λύση για να αποφευχθούν οι εκλογές (και να συνεχίσει το καταστρεπτικό έργο της η κυβέρνηση του συνασπισμού), μα στάθηκε αδύνατο.

Ο Χάιντερ δε σκόπευε να ανατρέψει την κυβέρνηση. Επρεπε να φθαρεί ακόμα περισσότερο. Μα η κινητοποίηση της βάσης, που είναι διαπαιδαγωγημένη σε αδυσώπητο συναγωνισμό και στο πέρασμά της σαρώνει, ξεπέρασε τις προσδοκίες του. Ζητούσε Χάιντερ αρχηγό του κόμματος, κεντρικό υποψήφιο της λίστας στις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές, επιστροφή στην επιτροπή του συνασπισμού, διαγραφές και τιμωρίες. Αυτό όμως δημιούργησε το ρήγμα μεταξύ των κυβερνητικών και μη κυβερνητικών μελών του κόμματος.

Ο Γ. Χάιντερ στην αρχή δέχτηκε να ξαναπάρει στα χέρια του τον έλεγχο του κόμματος, μα όταν αντιλήφθηκε την αχαλιναγώγητη βάση, που επρόκειτο να παρασύρει και τον ίδιο, υποχώρησε. Παραιτήθηκε από κάθε ευθύνη, με τη δικαιολογία ότι τον απείλησαν και ότι κινδυνεύει η οικογένειά του αν ακυρωθεί η αγορά των καταδιωκτικών αεροπλάνων, πίσω από την οποία ισχυρίζεται πως βρίσκονται γνωστά μονοπώλια.

Η ουσία είναι πως ο Χάιντερ, που γνωρίζει πολύ καλά ότι οι επερχόμενες εκλογές, στις 24 του Νοέμβρη, επιφυλάσσουν στο κόμμα του αρνητικές εκπλήξεις, δε θέλει να φέρει άμεση την ευθύνη της αποτυχίας. Αφήνει άλλα στελέχη να διαχειριστούν τα πράγματα. Γιατί το Φιλελεύθερο Κόμμα, που έχει αναπτυχθεί πάνω στα «πτώματα» των μελών του, χρειάζεται τέτοια και στο μέλλον. Κι αυτά θα είναι πιθανόν τα σημερινά ενεργά στελέχη του.


Θανάσης ΒΟΥΛΓΑΡΟΠΟΥΛΟΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ