Associated Press |
Οι αντιθέσεις, κυρίως, μεταξύ των δύο πλευρών του Ατλαντικού όσον αφορά στην παγκόσμια καπιταλιστική κρίση συνεχίζονται και θα αυξάνονται όσο πλησιάζει η 2 Απρίλη, ημέρα που θα αρχίσει η Σύνοδος της G20 στη βρετανική πρωτεύουσα.
Επανήλθε ο Αμερικανός Πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα, παρά τη δημόσια εκδηλωμένη αντίθεση των Ευρωπαίων και ειδικά της Γερμανίας, και ζητά «συντονισμένη δράση», να δεσμεύσουν το 20% του ΑΕΠ τους, δηλαδή αυξάνοντας τα δημοσιονομικά πακέτα για τη διάσωση της παγκόσμιας οικονομίας από την παγκόσμια καπιταλιστική κρίση. Επίσης, οι ΗΠΑ ζητούν το δεκαπλασιασμό των πόρων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου - από 50 δισ. δολάρια σε 500 δισ. δολάρια - ώστε να είναι πραγματικά σε θέση να βοηθήσει όποια χώρα «βυθίζεται» λόγω της οικονομικής κρίσης.
Είναι οι δύο βασικοί άξονες της θέσης των ΗΠΑ που κατά τους αναλυτές θα παρουσιάσουν κατά τη διάρκεια της Συνόδου. Πάντως, όπως έχει διατυπωθεί πολλαπλώς και δημοσίως οι Ευρωπαίοι αν και συμφώνησαν στην αύξηση των πόρων του ΔΝΤ, διπλασιασμό όμως, απέρριψαν την περαιτέρω ενίσχυση των δημοσιονομικών πακέτων στήριξης, επισημαίνοντας ότι αυτά που έχουν αποφασίσει είναι ήδη αυξημένα, και φοβούμενοι περαιτέρω επιβάρυνση των προϋπολογισμών τους. Επιπλέον, ζητούμενο στη Σύνοδο της G20 είναι οι αλλαγές στο ρυθμιστικό πλαίσιο λειτουργίας των χρηματοοικονομικών αγορών, που θεωρείται «μοναδικό σημείο σύγκλισης» με τους Ευρωπαίους, αν και... οι Ευρωπαίοι - και κυρίως οι Γερμανοί και οι Γάλλοι - επιθυμούν πιο αυστηρό σύστημα εποπτείας, από ό,τι οι ΗΠΑ, επιρρίπτοντας στους χρηματοοικονομικούς θεσμούς την ευθύνη πυροδότησης της κρίσης. Φυσικά, οι ΗΠΑ δεν είναι απολύτως μόνες τους. Μέχρι στιγμής η Βρετανία έχει συνταχθεί μαζί τους με τις δηλώσεις τόσο του Βρετανού πρωθυπουργού Γκόρντον Μπράουν που συστρατεύτηκε με την πρόταση Ομπάμα ζητώντας να αυξηθούν οι πόροι του ΔΝΤ σε 500 δισ. δολάρια, όσο και του υπουργού Οικονομίας Αλιστερ Ντάρλινγκ που τάχθηκε αναφανδόν υπέρ της ανάληψης συντονισμένης διεθνούς δράσης και δηλώνοντας ότι οι κυβερνήσεις «οφείλουν να είναι προετοιμασμένες να κάνουν περισσότερα».
Ο πρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας Ρόμπερτ Ζέλικ, δήλωσε στην εφημερίδα «Daily Mail» ότι η παγκόσμια οικονομία οδεύει πρόσω ολοταχώς «προς τη χειρότερη ύφεση από τη δεκαετία του 1930» και ότι η συρρίκνωση του παγκόσμιου ΑΕΠ αναμένεται να κυμανθεί στο 1% με 2%. Την ίδια στιγμή συνεχίζεται το «καθημερινό δελτίο θυέλλης» όπου:
Ενταση των συγκρούσεων στο Αφγανιστάν
ΟΥΑΣΙΝΓΚΤΟΝ.--
Το δόγμα προληπτικού πολέμου παραμένει ως έχει και με Πρόεδρο τον Μπαράκ Ομπάμα αν και ο επικεφαλής του Πενταγώνου, Ρόμπερτ Γκέιτς, δηλώνει με σαφή διάθεση να διασκεδάσει τις εντυπώσεις ότι «οποιοσδήποτε πρόεδρος θα είναι πιο προσεκτικός». «Τα μαθήματα σχετικά με την αποτυχία να βρεθούν όπλα μαζικής καταστροφής στο Ιράκ, και κάποια από όλα τα άλλα που συνέβησαν, συντείνουν στο ότι οποιοσδήποτε μελλοντικός πρόεδρος θα είναι πολύ, πολύ προσεκτικός στο ενδεχόμενο εμπλοκής σε παρόμοια σύγκρουση, ή στη σημασία που θα δώσει στις πληροφορίες που προέρχονται από υπηρεσίες πληροφοριών», δήλωσε ο Γκέιτς στο κανάλι PBS. Επίσης, ο Γκέιτς δήλωσε ότι η κυβέρνηση Τζορτζ Ου. Μπους, στην οποία επίσης επί διετίας ήταν υπουργός Αμύνης, διέπραξε ένα σημαντικότατο λάθος όταν θεώρησε ότι η σύγκρουση θα είχε σύντομη διάρκεια.
Προφανώς αυτή η «εμπειρία» είναι που κινεί τόσο τον Πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα όσο και την ηγεσία του Πενταγώνου να επιδιώκουν να ενισχύσουν το μέτωπο του πολέμου στο Αφγανιστάν και μάλιστα να το διευρύνουν και στο Πακιστάν. «Θα μπορούσα να πω ότι ο ελάχιστος στόχος της παρουσίας μας στο Αφγανιστάν είναι να αποτρέψουμε τους Ταλιμπάν να επανέλθουν στην εξουσία, να ανατρέψουν μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση και εν δυνάμει να μετατρέψουν εκ νέου τη χώρα σε ασφαλές καταφύγιο τρομοκρατών και της Αλ Κάιντα» τόνισε ο Γκέιτς σύμφωνα με το Γαλλικό Πρακτορείο. «Η πραγματικότητα είναι ότι η κατάσταση άρχισε να επιδεινώνεται περίπου το 2005 - 2006 καθώς οι Ταλιμπάν άρχισαν να διεισδύουν από τα ασφαλή τους καταφύγια από την πακιστανική πλευρά των συνόρων και να δημιουργούν προβλήματα ασφάλειας».
Πάντως, κατά τον Γκέιτς οποιαδήποτε πολιτική συμφιλίωση με φράξιες των Αφγανών ανταρτών θα πρέπει να γίνει σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που έχει θέσει η κυβέρνηση της Καμπούλ. Ο επικεφαλής του Πενταγώνου θεωρεί πως υπάρχουν «μέλη των Ταλιμπάν που είναι τελείως αντίθετα με οποιαδήποτε συμφιλίωση και θα πρέπει να εξαλειφθούν»... «όμως μπορεί να υπάρχουν άλλα στοιχεία, ανάμεσά τους - ίσως η πλειοψηφία - που είναι υπέρ της συμφιλίωσης, γιατί θέλουν χρήματα ή για άλλους λόγους», κατέληξε.
Τέλος, αλλαγή φρουράς στις πρεσβείες των ΗΠΑ σε Ιράκ και Αφγανιστάν ανακοίνωσε ο Λευκός Οίκος. Στο Ιράκ θα υπηρετεί πλέον ο διπλωμάτης Κρίστοφερ Χιλ βοηθός υπουργός Εξωτερικών, αρμόδιος για θέματα ανατολικής Ασίας και Ειρηνικού που έχει υπηρετήσει ως πρεσβευτής στη Νότια Κορέα, όπου εκπροσώπησε τη χώρα του στις εξαμερείς συνομιλίες για το πυρηνικό πρόγραμμα της ΛΔ Κορέας. Στο Αφγανιστάν τοποθετείται ο στρατηγός Καρλ Αϊκενμπέρι που υπηρέτησε ως διοικητής στην ενιαία διοίκηση των δυνάμεων στο Αφγανιστάν και μέχρι σήμερα υπηρετεί στην έδρα του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες.
ΒΟΥΔΑΠΕΣΤΗ.--
Τα 10 χρόνια συμμετοχής στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς του ΝΑΤΟ «γιόρτασαν» χτες στη Βουδαπέστη η Ουγγαρία, η Πολωνία και η Τσεχία σε ειδική διάσκεψη - φιέστα που πραγματοποιήθηκε στην πρωτεύουσα της Ουγγαρίας παρουσία του ΓΓ της Συμμαχίας, Γιαπ ντε Χόουπ Σέφερ.
Ο Πολωνός Πρόεδρος Λεχ Καζίνσκι υποστήριξε πως η ένταξη της χώρας του στο ΝΑΤΟ στις 12 Μάρτη του 1999 αποτέλεσε «τη δεύτερη εξέλιξη μετά το 1989» όταν δηλαδή υπήρξε η ανατροπή της Σοβιετικής Ενωσης και των σοσιαλιστικών κρατών. Πρόσθεσε μάλιστα ότι η συγκεκριμένη ένταξη «μας έδωσε ασύγκριτα ανώτερη ασφάλεια». Ο Τσέχος ομόλογός του, Βάτσλαβ Κλάους, ισχυρίστηκε ότι ο τσέχικος λαός μπορεί τώρα να κοιμάται πιο ήσυχα, γνωρίζοντας πως το ΝΑΤΟ στέκεται δίπλα του ως «μια λειτουργική και αποτελεσματική αμυντική συμμαχία»...
Από τη μεριά του ο Σέφερ υποστήριξε ότι η Συμμαχία θα πρέπει να προσδιορίσει μια νέα στρατηγική για να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις που έχει μπροστά της, που σήμερα, όπως σημείωσε, συμπεριλαμβάνουν τη διατήρηση της κατοχής στο Αφγανιστάν, τις σχέσεις της Συμμαχίας με τη Ρωσία και τις νέες απειλές όπως παραβατικότητα του διαδικτύου, ζητήματα ενεργειακής ασφάλειας κ.ά.