Σε πολύ πάνω από 655.000 έχουν φτάσει οι νεκροί Ιρακινοί από την έναρξη της ιμπεριαλιστικής επέμβασης
Νομοσχέδιο που προβλέπει τη σταδιακή μετατροπή του Ιράκ σε ομόσπονδο κράτος ενέκρινε, στα μέσα της βδομάδας, το ιρακινό Κοινοβούλιο. Η ψηφοφορία πραγματοποιήθηκε με τη συμμετοχή κούρδων και σιιτών βουλευτών. Αντίθετα, αποχώρησαν οι σουνιτικοί πολιτικοί σχηματισμοί αλλά και μερίδα σιιτών βουλευτών, κυρίως όσοι πρόσκεινται στον ακραίο σιίτη ηγέτη Μουκτάντα Σαντρ. Αυτό, φυσικά, δε σημαίνει ότι το σύνολο των διαφωνούντων έχει την ίδια αφετηρία.
Θεωρητικώς, το νομοσχέδιο δεν προβλέπεται να εφαρμοστεί πριν τις αρχές του 2008 και με τη δέσμευση των ψηφισάντων ότι θα προηγηθούν συνταγματικές τροποποιήσεις τέτοιες που θα διασφαλίζουν την πρόσβαση όλων των θρησκευτικών και εθνοτικών κοινοτήτων του Ιράκ στα έσοδα από το πετρέλαιο. Εντούτοις, επειδή ουδέν μονιμότερον του προσωρινού, η σουνιτική κοινότητα δεν κρύβει τις βαθιές ανησυχίες της εκτιμώντας ότι κούρδοι και σιίτες, των οποίων οι περιοχές είναι πλούσιες σε πετρελαϊκά κοιτάσματα, θα προσπαθήσουν να αξιοποιήσουν για τους εαυτούς τους τα έσοδα, καταδικάζοντας ουσιαστικά σε εξαφάνιση τις φτωχές σουνιτικές περιοχές.
Αλλωστε τα, μέχρι στιγμής, δείγματα δεν είναι και τόσο θετικά. Τόσο οι Κούρδοι, διά του αυτόνομου Κοινοβουλίου τους, όσο και οι σιίτες, πολύ πιο έμμεσα, έχουν, ήδη, μεθοδεύσει το σχηματισμό ξεχωριστών δυνάμεων ασφαλείας, που δε θα λαμβάνουν απαραίτητα εντολές από την κεντρική κυβέρνηση. Κατά πολλούς, η απόφαση για την Ομοσπονδία απλώς θα εντείνει την ένταση.
Από την πλευρά του, ο Μουκτάντα Σαντρ διατείνεται ότι διαφωνεί με το νομοσχέδιο επειδή εντείνει την εθνοτική και θρησκευτική ένταση που ταλανίζει, ιδιαίτερα τους τελευταίους μήνες, τη χώρα, προκαλώντας εκατοντάδες θανάτους καθημερινά. Ο Σαντρ διαψεύδει κατηγορηματικά όσους αποδίδουν στους ενόπλους του την ευθύνη σωρείας εγκλημάτων και επιθέσεων μίσους κατά σουνιτών. Πίσω από αυτή τη στάση, πολλοί εκτιμούν ότι κρύβεται μια συμβολική «αλλαγή» εξουσίας, σε εξέλιξη εδώ και μήνες, εντός της σιιτικής κοινότητας.
Ο, μέχρι πρότινος, παντοδύναμος Μεγάλος Αγιατολάχ Σιστάνι, που, στον έναν ή στον άλλο βαθμό, έλεγχε τη σιιτική πλειοψηφία, από τη στιγμή που επέστρεψε στη Νατζάφ από το Ιράν, φαίνεται, σταδιακά, να χάνει την επιρροή του. Οι θέσεις του, όσο συνεχίζεται η κατοχή χωρίς άμεσες προοπτικές τερματισμού, κρίνονται από ολοένα και περισσότερους σιίτες ως «αρκετά μετριοπαθείς».
Την ίδια ώρα, η κατάσταση στο κατεχόμενο Ιράκ μοιάζει να κατρακυλά καθημερινά από το κακό στο χειρότερο λόγω της κλιμάκωσης της ενδοκοινοτικής βίας. Οι ιρακινές αρχές υπολογίζουν σε τουλάχιστον 1.000 ανά ημέρα τους νεκρούς στη χώρα, κατά πλειοψηφία θύματα ενδοκοινοτικών επιθέσεων. Υπολογίζεται ότι, μόνο τους τελευταίους μήνες, 350.000 άνθρωποι έχουν μετακινηθεί εντός Ιράκ ενώ τουλάχιστον 800.000 εγκατέλειψαν εντελώς τη χώρα. Ενδεικτικό είναι ότι καθημερινά περίπου 2.000 Ιρακινοί περνούν στη Συρία.
Είναι ξεκάθαρο ότι η κατοχή και οι συνέπειές της στην υποδομή, στην καθημερινότητα αλλά και στην αίσθηση ενότητας του ιρακινού λαού είναι ο βασικός παράγοντας εμφύλιας έντασης. Και είναι επίσης ξεκάθαρο ότι όσο παραμένει η κατοχή, ο εμφύλιος σπαραγμός θα κλιμακώνεται, αυξάνοντας σε αδιανόητα νούμερα τις απώλειες των Ιρακινών.
Γιατί μπορεί ο Πρόεδρος Μπους να αμφισβήτησε την αξιοπιστία της έρευνας Αμερικανών και Ιρακινών επιστημόνων υγείας που κατέγραψαν 655.000 νεκρούς αμάχους από την έναρξη της εισβολής μέχρι τον περασμένο Ιούλη, αλλά ανεξάρτητες ανθρωπιστικές οργανώσεις, εντός Ιράκ, ανεβάζουν κατά πολλές εκατοντάδες χιλιάδες το νούμερο αυτό. Και αυτό γιατί θυμίζουν ότι πολλοί νεκροί δεν καταμετρήθηκαν ποτέ αφού οι περιοχές τους είναι απροσπέλαστες σε δημοσιογράφους και ιατρικές υπηρεσίες, ενώ δεν έχουν συνεκτιμηθεί οι χιλιάδες που έχουν πεθάνει λόγω έλλειψης βασικών υποδομών, τροφίμων, πόσιμου νερού και φαρμάκων.
Την έλλειψη πολιτικής βούλησης καταγγέλλουν οι αντάρτες των FARC
Οπως σχολιάζει ο πρώην γερουσιαστής Αλβαρο Λέιβα (που έχει επαφές με τους αντάρτες) «δεν μπορεί να χαθεί αυτή η ευκαιρία». Κατά τον ίδιο, η «ανταλλαγή πλησιάζει» και η αλλαγή της στάσης του Προέδρου Ουρίμπε είναι αποτέλεσμα διεθνών πιέσεων και κυρίως των Ευρωπαίων.
Εντούτοις, η προχτεσινή συνέντευξη του Ραούλ Ρέγιες, μέλους της ηγεσίας των FARC στο τηλεοπτικό δίκτυο TeleSUR, είναι αποκαλυπτική ως προς το τι πραγματικά γίνεται όσον αφορά την ανθρωπιστική ανταλλαγή των κρατουμένων. Ο Ρέγιες αναφερόμενος στη μέχρι τώρα στάση του Ουρίμπε επισημαίνει τις συνεχείς αντιφάσεις και παλινδρομήσεις του ίδιου, αλλά και των διαφόρων υπουργών του, που κάνουν δηλώσεις περί του θέματος. Ενα από τα ζητήματα που φαίνεται να επιχειρεί να αξιοποιήσει η κυβέρνηση, για να κωλυσιεργεί, είναι το αίτημα των FARC «για αποστρατιωτικοποίηση της Φλορίδα και της Πραδέρα» και όρος να είναι παντελώς αφοπλισμένοι οι αντάρτες. Επαναλαμβάνοντας την απάντηση της ηγεσίας των FARC, ο Ρέγιες τόνισε ότι «οι FARC είναι υπεύθυνες για τη δική τους ασφάλεια» και πρόσθεσε ότι τέτοιες προφάσεις καταδεικνύουν την «έλλειψη πολιτικής βούλησης» της κυβέρνησης Ουρίμπε για μία ανθρωπιστική συμφωνία. Καταλήγοντας ότι «εάν υπάρξει πολιτική βούληση τότε η ανθρωπιστική ανταλλαγή θα γίνει τάχιστα».
Ταυτόχρονα, πρέπει να σημειώσουμε ότι μέσα στη βδομάδα ξεκίνησε στις ΗΠΑ η δίκη του Ρικάρντο Παλμέρα του Σιμόν Τρινιδάδ και οι οργανώσεις που στηρίζουν το αίτημα της απελευθέρωσής του διέκοψαν την ακροαματική διαδικασία, τονίζοντας ότι πρόκειται για μια άμεση επέμβαση στα εσωτερικά της Κολομβίας και ότι η αμερικανική κυβέρνηση έχει απολέσει το ηθικό και νομικό δικαίωμα να τον κρίνει.