Ο κινηματογραφιστής δεν αποκρύπτει ότι είναι ένα παιδί της αστικής τάξης και ότι αποκτάει εργατική συνείδηση ως αυτόπτης μάρτυρας, όταν έρχεται σε πρώτη επαφή με τους εξαθλιωμένους Μικρασιάτες και Αρμένηδες του προσφυγικού Δουργουτιού.
Αλλά να πάρουμε την ιστορία από την αρχή, πριν από τα γυρίσματα της «Μαγικής Πόλης». Σε μία σύντομη μετακίνησή του, από το ξερονήσι των οιμωγών των βασανισμένων προς την Αθήνα, χρεώνεται να παραδώσει ένα γράμμα του ποιητή, μυθιστοριογράφου και μεταφραστή των Ρώσων κλασικών Αρη Αλεξάνδρου (ψευδώνυμο του Αριστοτέλη Βασιλειάδη, 24 Νοέμβρη 1922 - 2 Ιούλη 1978) στην μητέρα του, που δεν έχει, εδώ και καιρό, λάβει μήνυμά του. Σφιχτά το κρατάει, ιδρώνει στην παλάμη του χεριού του, κι ακόμη μυρίζει ιδρώτα και αίμα από τον φαντάρο που «υπηρετεί» τη θητεία του στο Α΄ Τάγμα Σκαπανέων.
Ανυποψίαστος, καθώς είναι, τριγυρνά μέσα στα αδιέξοδα όλο χώμα δρομάκια του οικισμού της παράγκας. Είναι στιγμές που χάνει τον βηματισμό του, καθώς βουλιάζει στα βρώμικα νερά από τις μπουγάδες και τα λύματα. Πού και πού αυτός ο ξένος της δυσκολεμένης συνοικίας ρίχνει ένα δειλό βλέμμα στα μάτια των αντρών και των γυναικών.
Τελικά, το γράμμα του συνεξόριστου συγγραφέα θα παραμείνει ανεπίδοτο. Ποτέ δεν θα φτάσει στην μάνα του Αρη Αλεξάνδρου, γιατί αυτή, για να βγάλει τα προς το ζην, ξενοπλένει. Ομως, ο Νίκος Κούνδουρος, «θαμπωμένος» από τον θαυμαστό νέο κόσμο της εργατιάς, δεν θ' αργήσει να πάρει στα χέρια του τη μηχανή λήψης, για να ρίξει πάνω στο πανί των σκοτεινών κινηματογραφικών αιθουσών τα τυραννισμένα, τα σκαμμένα κι όμως γεμάτα ζωή πρόσωπα των προλετάριων της φτωχοσυνοικίας.
Πάνω, λοιπόν, στο ξερονήσι, γίνεται η συνάντηση του υπό διαμόρφωση σκηνοθέτη με τον κομμουνιστή Θανάση Βέγγο (29 Μάη 1927 - 3 Μάη 2011), ο οποίος «υπηρετεί» τη θητεία του στο Ναυτικό κι έχει εκφράσει την επιθυμία του να γίνει ηθοποιός.
Οταν επιστρέφει μπαρουτοκαπνισμένος, του βγάζουν, ως μη «εθνικόφρονα», τη στολή και βρίσκει δουλειά ως μηχανικός στην αγγλική εταιρεία «Πάουερ». Βρίσκεται ανάμεσα στους μαχητές εναντίον της μεταξικής δικτατορίας και, κατά τη διάρκεια της Κατοχής, εντάσσεται στο ΕΑΜ. Παίρνει μέρος, στις 13 Οκτώβρη 1944, στη Μάχη της Ηλεκτρικής, υπό την καθοδήγηση του Νίκανδρου Κεπέση (1914 - 2009), καπετάνιου του 6ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ Πειραιά.
Ο Θανάσης, από ανήλικος στη βιοπάλη, για ένα κομμάτι ψωμί, κάνει δουλειές του δρόμου. Οταν η χώρα βρίσκεται υπό γερμανικό και ιταλικό ζυγό, εντάσσεται στις τάξεις της ΕΠΟΝ, ενώ γι' αυτή την επιλογή του, τον τσουβαλιάζουν, τον Μάρτη του 1949, και τον στέλνουν ως ανεπιθύμητο στη Μακρόνησο. Οι δύο εκτοπισμένοι έχουν έναν χρόνο διαφορά ηλικίας. Ο μεγαλύτερος, ο μετέπειτα αναγνωρίσιμος σκηνοθέτης Νίκος Κούνδουρος θυμάται:
Την πρώτη μέρα τράβηξα για το βουνό, βρήκα ένα μέρος να κάτσω και βάλθηκα να ατενίζω την απέραντη μοναξιά του τοπίου. Ξάφνου, ένας γρήγορος, αεράτος τύπος εμφανίζεται κρατώντας κάτι πασσάλους στα χέρια του και δυο - τρία κομμάτια ύφασμα. Δεν μου μιλάει, δεν του μιλάω και σε ελάχιστα λεπτά με ταχυδακτυλουργικές κινήσεις στήνει ένα αντίσκηνο! Το δικό μου αντίσκηνο!
"Τι κάνεις;" τον ρωτάω. "Θα πεθάνεις εδώ πάνω", απάντησε σοβαρός και συνέχισε τη δουλειά. Για όλες τις επόμενες μέρες, για όσο καιρό έζησα σαν αγρίμι, εξόριστος μες στην εξορία, ο ίδιος τύπος πηγαινοερχόταν κάθε μέρα διανύοντας μια τεράστια απόσταση από το στρατόπεδο ίσαμε το βουνό μόνο και μόνο για να μου φέρνει φαγητό να τρώω να μην πεθάνω. Ηταν ο Θανάσης Βέγγος, η απαρχή μιας μεγάλης φιλίας πάνω απ' όλα».
Σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις του, ο «καλός μας άνθρωπος» Θανάσης Βέγγος καταθέτει:
Οταν είχε έρθει η ώρα των λήψεων της «Μαγικής Πόλης», ο 27χρονος Θανάσης θα πατήσει, για πρώτη φορά, στα κινηματογραφικά πλατό. Δίπλα του, για ένα σύντομο πέρασμα, ο ΕΑΜίτης και ΕΛΑΣίτης πατέρας του Βασίλης Βέγ(γ)κος.
ΥΓ: Μια άγνωστη σύνθεση του Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ, διάρκειας δώδεκα λεπτών, για τρίο εγχόρδων, ανακαλύφθηκε στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Λειψίας. Οι ερευνητές - μουσικολόγοι έπεσαν πάνω στο άγνωστο έργο, καθώς συνέτασσαν το νέο χρονολογικό κατάλογο συνθέσεων Κέχελ. Το μουσικό κομμάτι, με τον τίτλο «Μικρή νυχτερινή μουσική» («Ganzkleine Nacht musik»), είναι αντίγραφο του 1750 και δεν είναι γραμμένο με το χέρι του δημιουργού του.