ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 12 Απρίλη 2025 - Κυριακή 13 Απρίλη 2025
Σελ. /40
Ξενυχτώντας με την Διδώ

Μόλις είχα αγοράσει - από την πρώτη κιόλας μέρα της κυκλοφορίας της - την «Εντολή» και είχα διαβάσει τις τετρακόσιες τόσες σελίδες της, μέσα σε τρεις νύχτες. Με είχε τόσο συναρπάσει εκείνο το εκρηκτικό υλικό του βιβλίου που τις νύχτες έβλεπα σκηνές του στον ύπνο μου. Τότε κατάλαβα γιατί η Ελλη Αλεξίου έλεγε πως τα βιβλία της Διδώς Σωτηρίου λάμπουν σαν να έχουν φώσφορο!

Ηταν τα πρώτα χρόνια μου στη δημοσιογραφία και φαντασιωνόμουν αποκλειστικές δισέλιδες συνεντεύξεις με σημαντικούς διανοούμενους της εποχής, που θα ενθουσίαζαν τους αναγνώστες. Επίσης, ήθελα πάρα πολύ να γνωρίσω αυτήν τη συγκεκριμένη συγγραφέα, που μου σύστησε με τον πιο συναρπαστικό τρόπο μια γενιά που νίκησε την ήττα της.

Ενα βράδυ, λοιπόν, της τηλεφωνώ.

Με το θάρρος και το θράσος μιας 19χρονης ρεπόρτερ και σχεδόν ...απαιτώ τη συνέντευξή της! Η Διδώ Σωτηρίου δέχεται γρήγορα κι ευγενικά, αποκαλώντας με στο τέλος της συνομιλίας μας, «αγαπητή συνάδελφε».

Δεν πιστεύω στ΄ αυτιά μου! Ανέλπιστη τύχη (και τιμή!). Οταν δημοσιεύεται η κουβέντα μας στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», μου τηλεφωνεί, μ΄ ευχαριστεί για τη συνέντευξη, που όπως λέει της άρεσε και με καλεί στο σπίτι της για καφέ. Εκείνο το απόγευμα, στο σπίτι με τους σομόν τοίχους, τα κεντητά μαξιλάρια και τα τριαντάφυλλα στα βάζα, μετά από πολύωρη κουβέντα, γέλια, σχόλια, συγκίνηση, αποκαλύψεις κι εκατέρωθεν εξομολογήσεις, η κυρία Διδώ αποφασίζει και μου ανακοινώνει πως στο εξής είμαστε φίλες. Μου επιτρέπει μάλιστα να της τηλεφωνώ όποτε θέλω, να συζητάμε τα προβλήματά μου, αλλά και τις ιδέες μου για ρεπορτάζ, να με συμβουλεύει στα αισθηματικά μου, να μου δίνει τηλέφωνα λογοτεχνών για συνεντεύξεις, μέχρι και συνταγές μαγειρικής.

Η γενναιόδωρη κ. Διδώ! Εχω πάντα μέσα μου ολοζώντανη την εικόνα της, ν΄ ανοίγει γελαστή την πόρτα του σπιτιού της, με την πιο ζεστή αγκαλιά και το πιο μαμαδίστικο βλέμμα κάτω από το ασημένιο φωτοστέφανο των κατάλευκων μαλλιών της.


Ολα όσα μου προσέφερε ανοιχτόκαρδα, εκείνη την περίοδο, τα εκμεταλλεύτηκα απολύτως. Κυρίως τα βραδινά τηλεφωνήματα και τις ατέλειωτες κουβέντες. Της ζητούσα πάντα την κριτική της στα ρεπορτάζ και τις έρευνές μου στην εφημερίδα και εκείνη πάντα ήταν εκεί, αυστηρή, ουσιαστική, εφευρετική και καίρια, αφού πριν από συγγραφέας ήταν μια εξαίρετη δημοσιογράφος. Πάντα όμως ευγενική. Και με απίστευτο χιούμορ... Δεν ξέρω γιατί και πώς, αλλά από την αρχή την ένιωθα συνομήλική μου. Είχε μια κοριτσίστικη ζωντάνια και ενέργεια, μια νεανική αμεσότητα, αν και όταν γνωριστήκαμε ήταν περίπου 67 χρόνων.

«Οταν το αίμα ξεχνιέται, το μελάνι πρέπει να μιλήσει»

Γεννημένη το 1909 στο Αϊδίνι της Μ. Ασίας, η Διδώ Σωτηρίου βιώνει τον εφιάλτη της Μικρασιατικής Καταστροφής. Είναι ένα μικρό παιδί που ζει τον ξεριζωμό και την προσφυγιά. Εχει πει, πως έσκυψε στις μνήμες των ζωντανών, για να γράψει αργότερα το ευαγγέλιο της προσφυγιάς, τα «Ματωμένα Χώματα».

«Ακούμπησα μ' αγάπη και πόνο τ' αυτί στις καρδιές τους, εκεί που κρατούν τις θύμισες, όπως στο κονοστάσι τα βάγια και τα στέφανα...».

Αυτές τις ματωμένες μνήμες ανέστησε ανατριχιαστικά, γνωρίζοντας πως όταν ξεχνιέται το αίμα, εκείνο που μπορεί να μείνει στη θέση του είναι το μελάνι. Και σ' αυτήν την περίπτωση - όπως έχει πει - «το μελάνι είναι τόσο αναγκαίο, γιατί πρέπει κάπου να ζούνε αυτοί οι άνθρωποι...».


Οταν τη ρωτούσα πόσο περήφανη είναι γι΄ αυτό το βιβλίο, αυτό το «έπος της προσφυγιάς», τον δικό μας «Πόλεμο και Ειρήνη», μου έλεγε ταπεινά, πως απλώς αυτό που έκανε το θεωρούσε χρέος τιμής στην πατρίδα της κι ότι δεν ήταν αυτή που διάλεξε τα γεγονότα. Αυτά την διάλεξαν.

«Για μένα συγγραφέας είναι ο πρώτος σύμμαχος του λαού», θα έλεγε καιρό μετά στον «Ριζοσπάστη», επισημαίνοντας πως «λογοτεχνία είναι να υπηρετείς την ιστορία και τη ζωή. Να βάλεις τη ζωή να κατοικήσει μέσα στο βιβλίο».

Πίστευε πως ο συγγραφέας που πλαστογραφεί την πραγματικότητα είναι ένας μικροαπατεώνας, ανάξιος λόγου. Χειρότερος και από κακοποιός.

Σκέφτομαι πόσο τραγικά επίκαιρη (63 χρόνια μετά από την πρώτη έκδοση του αντιπολεμικού της μυθιστορήματος), είναι η κουβέντα της: «Ο μεγάλος ένοχος για την ανθρώπινη δυστυχία, ο εχθρός κάθε προόδου είναι ο πόλεμος και τα οικονομικά συμφέροντα που τον προκαλούν. Αυτός σαν Κίρκη κάνει τους ανθρώπους κτήνη. Οι ήρωες, που κινούνται μέσα στα "Ματωμένα Χώματα", έχουν γαλουχηθεί με ιδέες, πίστεις, παραδόσεις ενός κόσμου που γκρεμίζεται με τραγικό πάταγο. Ομως αρχίζουν να διακρίνουν κάποιο καλύτερο μέλλον που ροδίζει».

«Ο πόλεμος βγάζει τους ανθρώπους από τα σύγκαλά τους, τους μαυροντύνει, σκοτώνει και τους ανθρώπους και τη χαρά», μου έλεγε.


Μακρινό όμως ακόμα αυτό το μέλλον. Προς το παρόν, ακούγονται μόνο ανέξοδα λογύδρια για την ειρήνη και δίνονται 800 δισ. ευρώ από την τσέπη των λαών για τον πόλεμο. Δάνεια, «ρήτρες διαφυγής», ευρωομόλογα, συγκρότηση ευρωστρατού και αποστολής στρατιωτικών δυνάμεων στην Ουκρανία υπηρετούν την πιο επικίνδυνη πολεμική προετοιμασία.

Οσο για τον λογαριασμό, αυτός στέλνεται στους λαούς, με καθηλωμένους μισθούς, «αυξήσεις» ενός ευρώ - όπως στην Ελλάδα - άγριες περικοπές και «οδηγούς επιβίωσης» 72 ωρών. Οι δε αυξήσεις στους στρατιωτικούς, που δόθηκαν πρόσφατα, χρησιμοποιούνται για απόσπαση της συναίνεσής τους για τη βαθύτερη πολεμική εμπλοκή.

Και μέσα σ΄ όλη αυτήν τη δυστοπία, και με ανοικτή την αποστολή στρατού στο ουκρανικό μέτωπο, τα κόμματα της βολικής αντιπολίτευσης ζητούν λαϊκές θυσίες, στηρίζουν την «πολεμική οικονομία» της ΕΕ και ψηφίζουν ΝΑΤΟικούς προϋπολογισμούς.

«Η τέχνη είναι ζωή και μένει ύστερα κι από μας»

Ενα βράδυ, χρόνια μετά από το ξεκίνημα της φιλίας μας, ρωτάω την Διδώ Σωτηρίου, στο τηλέφωνο, ποιο είναι το μυστικό των συγγραφέων που μένουν αθάνατοι. «Αυτοί που δεν κάνουν φιλολογία, αλλά ζωή - γιατί η τέχνη είναι ζωή, γι' αυτό άλλωστε και μένει και υπάρχει ύστερα και από μας».

Ετσι μου είπε, συμπληρώνοντας πως αυτές δεν είναι δικές της κουβέντες, αλλά του ποιητή Νικηφόρου Βρεττάκου. (Εννοείται πως δεν παρέλειψα να της ζητήσω το τηλέφωνό του, με την ελπίδα της εξασφάλισης μιας ακόμη αποκλειστικής συνέντευξης! Και φυσικά με τη βοήθειά της, η συνέντευξη έγινε).

Η Διδώ μ΄ έμαθε να λατρεύω τους αυτόπτες μάρτυρες, γιατί μου εξηγούσε με λεπτομέρειες τη συμβολή τους στο γράψιμο της αρτιότερης μετάπλασης - σε επική πρόζα - της μεγάλης και βαρυσήμαντης εθνικής μας περιπέτειας.

«Από τέτοιους αυτόπτες μάρτυρες πήρα το υλικό που χρειαζόμουνα, για να γράψω τούτο το μυθιστόρημα, με μοναδική έγνοια να συμβάλω στην ανάπλαση ενός κόσμου που χάθηκε για πάντα "να μην ξεχνούν οι παλιοί" να βγάλουν σωστή κρίση οι νέοι».

Μου είχε εξομολογηθεί τη συνήθειά της να κατεβαίνει συχνά στον Πειραιά, στα Προσφυγικά για να θυμηθεί εκείνες τις πρώτες στιγμές του ερχομού της, τότε που όλοι έβλεπαν εχθρικά τους πρόσφυγες και τους απέφευγαν σαν να είχαν λέπρα. "Φοβόντουσαν - μου έλεγε - μην τους πάρουν οι άντρες τις δουλειές τους και οι γυναίκες ξελογιάσουν τα αρσενικά".

Το 1997 ξανασυναντιόμαστε τηλεοπτικά, στην εκπομπή μου «Ανθρωποι» της ΕΡΤ. Το γύρισμα γίνεται στο πλημμυρισμένο από εκατοντάδες βιβλία σαλόνι, με τις φωτογραφίες του Μπελογιάννη (που όλο τον λέει «καμάρι» της) να πρωταγωνιστούν κι ένα φιλικότατο σκυλί Δαλματίας στα πόδια μας.

Μια γεύση από εκείνη την κουβέντα μας:

-- Κυρία Σωτηρίου, σας έχουν χαρακτηρίσει «μάνα του μικρασιατικού λαού». Σας συγκινεί αυτός ο χαρακτηρισμός;

-- Ναι, πολύ. Νομίζω πως στάθηκα πάρα πολύ κοντά τους, σ' αυτόν τον λαό, που το είχε τόσο ανάγκη. Που χρειαζόταν από κάπου να πιαστεί, για να σταθεί ξανά στα πόδια του. Να δυναμώσει και να ελπίσει.

-- Σε μια προηγούμενη συνέντευξη που μου είχατε δώσει πριν από 10 χρόνια, με είχατε συμβουλέψει, στα άρθρα και τις εκπομπές που κάνω να φροντίσω να μην αφαιρώ απ' τους ανθρώπους την ελπίδα.

-- Ναι, το θυμάμαι και το πιστεύω ακόμα. Η ελπίδα πρέπει να υπάρχει, όπως και το χαμόγελο και η αισιοδοξία για το αύριο. Αυτά δίνουν δύναμη.

-- Και ας χάθηκαν κάποια οράματα;

-- Ναι κι ας έχασε η γενιά μου κάποια οράματα και μάλιστα σημαντικά. Ο αγώνας όμως δε σταματάει.

-- Πείτε μου μια εικόνα που δεν θα ξεχάσετε ποτέ.

-- Την αδελφούλα μου μωρό στα χέρια της μάνας μου, να έρχονται στο λιμάνι. Εγώ ήμουν ήδη εκεί, με μια θεία μου, σπαράζοντας στο κλάμα, νομίζοντας ότι τις είχα χάσει. Κι όταν τις είδα τρελάθηκα απ΄ τη χαρά μου.

Τότε πια, ησύχασα, πίστεψα ότι σωθήκαμε. Μετά ζήσαμε όλες, όσα ζήσαμε. Υπήρχαν στιγμές που δεν μπορούσα να πιστέψω μέχρι πού μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος. Τα έζησα, τα έγραψα και τώρα που τα ξανασκέφτομαι με πιάνει ρίγος.

-- Ηθελα να σας πω ότι ξέρει και εσάς και τα γραπτά σας η κόρη μου, που είναι μικρή. Σας χαροποιεί αυτό;

-- Ναι, πάρα πολύ. Είναι πολύ σημαντικό τα μικρά παιδιά να ξέρουν την ιστορία μας, είναι μια αχτίδα φωτός.

-- Κυρία Σωτηρίου, έχετε πει πως μικρή γράφατε συνθήματα στους τοίχους. Σήμερα αν σας έδινα ένα σπρέι και σας ζητούσα να γράψετε κάτι στους τοίχους, τι θα γράφατε;

-- Σήμερα ειδικά, δεν θα έγραφα τίποτα. Σήμερα θα ήθελα να πάω στην εξοχή. Να χαρώ κι εγώ λίγο, να ησυχάσω. Είναι πολλά αυτά που θέλω να ξεχάσω.

****
«Ο,τι ήθελα το ΄κανα»!

Η πολυβραβευμένη και πολυμεταφρασμένη Διδώ Σωτηρίου που γεννήθηκε σαν σήμερα, από νεαρή ηλικία αναπτύσσει πολιτικο-κοινωνική δράση μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ (στο οποίο μένει μέχρι περίπου τα τέλη του Εμφυλίου) και των γυναικείων οργανώσεων. Σπουδάζει γαλλική φιλολογία στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών και μετά στη Σορβόνη. Υπήρξε από το 1933 μια σπουδαία δημοσιογράφος, μαθητεύει δίπλα στον Νίκο Καρβούνη, στον Κώστα Βάρναλη και άλλες μορφές των Γραμμάτων. Καθοριστικό για την πορεία της στέκεται το συναπάντημά της με την ηρωική μορφή της Εθνικής Αντίστασης, την Ηλέκτρα Αποστόλου. Συμμετέχει στους κοινωνικούς αγώνες της εποχής και παίρνει μέρος στον αντιφασιστικό αγώνα.

Η ώρα της απελευθέρωσης, το πρωί της 12ης Οκτωβρίου 1944, βρίσκει την Διδώ να κλείνει πάνω στο μάρμαρο την πρώτη σελίδα του παράνομου ακόμα «Ριζοσπάστη», στην ελεύθερη γειτονιά της Ν. Ελβετίας στον Βύρωνα. Μαθαίνοντας την αποχώρηση των κατακτητών, γράφει ως κεντρικό τίτλο του πρωτοσέλιδου της εφημερίδας, «ΧΑΙΡΕ, Ω ΧΑΙΡΕ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ». Στα βραδινά τηλεφωνήματά μας, εκεί προς το τέλος της δεκαετίας του '80, την απολαμβάνω να μου λέει ιστορίες για τους φίλους της, το ζευγάρι των εκδοτών του «Κέδρου», που την στήριζαν, τον Νίκο και την Νανά Καλλιανέση, για τον Αντρέ Μαλρώ, για την Ελλη Αλεξίου, τον Τάσσο, την Αλκη Ζέη, την Χρύσα Χατζηβασιλείου, τον Αντρέ Ζιντ κ.ά.

Το φθινόπωρο του 2004 το ανήσυχο κι ευαίσθητο κορίτσι που ξεκίνησε από τα καλντερίμια της Μ. Ασίας, από το Αϊδίνι, κι έφτασε προσφυγάκι πεινασμένο και τρομοκρατημένο στον Πειραιά, αδέσποτο χωρίς τους γονείς του, η Διδώ Σωτηρίου, «φεύγει» από τη ζωή, στο σπίτι της, από λοίμωξη του αναπνευστικού. Είχε ζήσει ήδη 95 χρόνια τρικυμισμένης ελληνικής ιστορίας. «Ο 20ός αιώνας ήταν ένας φοβερός αιώνας, γκρέμισε τα όνειρα και τα ιδανικά που είχαμε», έλεγε. Και πρόσθετε: «Εγώ, πάντως, στη ζωή μου, παρά τις δυσκολίες ό,τι ήθελα το ΄κανα!». Ηταν Πέμπτη 23 του Σεπτέμβρη, όταν τα Ελληνικά Γράμματα, η Εθνική Αντίσταση, η δημοσιογραφία, ο μικρασιατικός ελληνισμός κι όλοι εμείς χάσαμε μια μεγάλη μορφή, μια πολύτιμη φίλη.

Σήμερα αισθάνομαι την ανάγκη να ξαναδιαβάσω την «Εντολή» της, αυτό το βιβλίο για τις περιπέτειες της Ελλάδας, με τη μοίρα του Σίσυφου, από το 1944 μέχρι το 1952. Για τις εφιαλτικές πλεκτάνες ξένων και εγχώριων μυστικών υπηρεσιών, την αντικομμουνιστική υστερία, τις δίκες, τις εκτελέσεις και τον τρόμο. Για τη δολοφονία Μπελογιάννη. Για τον Πλουμπίδη.

Το ζητάει κι η εποχή αυτό το βιβλίο, που χαρακτηρίστηκε «συνταραχτικό μεγάλο έργο πολιτικής ευθύνης». Αυτόν τον ύμνο στην παλικαριά, στον πατριωτισμό και στην εντιμότητα της περήφανης γενιάς της Αντίστασης που σφαγιάστηκε...

Κι επειδή πάλι ετοιμάζονται να στείλουν μια γενιά στα πολεμικά σφαγεία, ας ξέρουν πως οι λαοί με τον αγώνα τους δεν θα επιτρέψουν καμιά τέτοια θυσία για τα κέρδη και τη μοιρασιά της ιμπεριαλιστικής λείας.


Της
Σεμίνας Διγενή



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ