Ο κύριος Πήτερς, πρώην πιλότος της «Παναμέρικαν», συνταξιούχος τώρα, κάνει έναν εναγώνιο απολογισμό ζωής. Ανακαλώντας πρόσωπα και καταστάσεις που τη σημάδεψαν, βλέπει το παρόν του μέσα από το παρελθόν και το παρελθόν του μέσα από το παρόν συμπυκνώνοντας όσα του έχει ενσταλάξει η ζωή του μέσα στην κοινωνία. Ο έρωτας, η λαγνεία, οι ηθικές αξίες, η ιστορία, η πολιτική και σε τελευταία ανάλυση η δημιουργία είναι μερικά από τα θέματα - νοήματα στα οποία πηγαινοέρχεται διαρκώς αναζητώντας μια οριστική (;) απάντηση, μέσα από τον κόσμο που έζησε και μέσα από τον εαυτό του.
Η μετάφραση είναι της Μαρίας Λαϊνά, η σκηνοθεσία της Νικαίτης Κοντούρη, τα σκηνικά - κοστούμια του Γιώργου Πάτσα, η μουσική είναι του Νίκου Κυπουργού. Παίζουν: Λευτέρης Βογιατζής, Γιάννης Νταλιάνης, Αλεξάνδρα Παντελάκη, Θεοδώρα Τζήμου, Γεράσιμος Μιχελής κ.ά.
Μετά το καυστικό «Γεύμα» της Λίας Βιτάλη, η «Θεατρική Σκηνή» παρουσιάζει ένα ακόμη έργο της, «Το μεγάλο παιχνίδι». Ενα ακόμη απείκασμα των ανθρωποβόρων ηθών, που και στον τόπο μας εισάγει η παγκοσμιοποίηση του κεφαλαίου, διά των χρηματιστηριακών τραστ και των ηλεκτρονικών μέσων. Θεματικός πυρήνας του έργου είναι ο ηλεκτρονικός τζόγος, στις ανθρωποφαγικές παγίδες του οποίου πέφτουν τα πρόσωπα του έργου, με τη φρούδα ελπίδα του εύκολου πλουτισμού: Μια σόπι γούμαν - «Σειρήνα» προπαγάνδισης του χρηματιστηριακού κεφαλαίου. Ενας αμερικανοσπουδαγμένος νεαρός, παντρεμένος με Ασιάτισσα. Μια υπάλληλος, στέλεχος μιας εταιρίας που απομυζά και τη σημερινή Πολωνία. Ενα αντρόγυνο, αντιμέτωπο με τα φρενήρη οικονομικά ανοίγματα του συζύγου, του οποίου η κυνική προσπάθεια να βγάλει παντοιοτρόπως από τη μέση τους άλλους, δύο συμπαίκτες του, οδηγεί σε ένα φόνο, στην εγκατάλειψή του από τη γυναίκα του και τον ίδιο σε ένα σάλτο μορτάλε.
Ο Αντώνης Αντωνίου - βοηθούμενος από το αρμόζον σκηνικό της Ειρήνης Παγώνη, σωστά φωτισμένο από τον Σάκη Μανιάτη - με τη νευρώδη σκηνοθεσία του, μείωσε σημαντικά τις αδυναμίες του έργου, μεγέθυνε την κοινωνική κριτική του, ενίσχυσε και εξισορρόπησε τα αδύναμα και αμφίρροπα από δραματουργική άποψη χαρακτηρολογικά και ψυχολογικά γνωρίσματα των προσώπων. Αξιόλογες ερμηνείες καταθέτουν οι Αντώνης Αντωνίου - Βασίλης Μπατσακούτσας, Χριστίνα Σαμπανίκου, Γεωργία Ζώη. Αξιότερη και πλέον ισόρροπη όμως είναι της Νατάσας Ασίκη.
Ο Ντέιβιντ Μάμετ, ένας από τους σημαντικότερους και από τους πλέον κοινωνικά κριτικούς συγγραφείς του σύγχρονου αμερικανικού θεάτρου, με το «Οικόπεδα με θέα» προβάλλει σαν σε μεγεθυντικό καθρέφτη - ώστε να φαίνεται διά γυμνού οφθαλμού - τον καθημερινό, αγωνιώδη, ανταγωνιστικό, αλληλοσπαρακτικό, ανθρωποθυσιαστικό βιοποριστικό αγώνα του ανθρώπου στην αμερικανική κοινωνία. Αγώνας του τύπου «ο θάνατός σου η ζωή μου». Αγώνας που συντρίβει τα πάντα. Τη συναδελφικότητα, τη φιλία, τη συνείδηση, την ηθική, την αξία της ανθρώπινης συμβίωσης και κοινότητας. Ενας αγώνας που μπορεί να «χτίζει» νέες ή να μεγεθύνει παλιές πολιτείες, προκαλεί όμως αμέτρητα ανθρώπινα «ερείπια».
Ο Μάμετ με γλώσσα γυμνή, καυστική, κοφτερή σαν ξυράφι, με φράσεις κοφτές, καλπάζουσες, με το πολύ πρωτότυπο, αλλά και εξαιρετικά απλό και οικείο για μας θέμα του, περιγράφει με έναν άλλο τρόπο το μιλερικό «Θάνατο του εμποράκου», το «θάνατο» του κάθε φουκαρά, που αφού τον ξεζουμίσει το σύστημα, τον πετά σα στυμμένη λεμονόκουπα. Το έργο του Μάμετ αναφέρεται σε μια οικοπεδοφαγική μεσιτική εταιρία αγοραπωλησίας οικοπέδων, η οποία μεταβάλλει κάθε υπάλληλό της όχι μόνο σε θύτη των εξαπατούμενων με διάφορους τρόπους αγοραστών, αλλά και σε ανταγωνιστή των συναδέλφων του και εντέλει σε θύματά της. Οι χωρίς στον ήλιο μοίρα, αμειβόμενοι όχι με μισθό, αλλά με ποσοστό επί των πωλήσεων, πωλητές της εταιρίας, μη συνειδητοποιώντας ότι είναι έρμαιά της, «όργανα» για τις κομπίνες της, στην προσπάθειά του ο καθένας να βρεθεί στην κορυφή με τις περισσότερες πωλήσεις και τα καλύτερα οικόπεδα, ώστε να κερδίζει περισσότερα, καταντά πολέμιος του ψωμιού του συναδέλφου του. Τα πέντε κεντρικά πρόσωπα του έργου, απελπισμένα και αλληλοσπαρασσόμενα μέσα στην κοινή, αδιέξοδη «μοίρα» τους, πλασμένα «αιχμηρά» από τον ρεαλιστή Μάμετ, συνθέτουν μια χαρακτηριστική «θέα» της αποκρουστικής αμερικανικής κοινωνίας.
Το έργο μεταφρασμένο εξαιρετικά, προσεγμένο λέξη λέξη, από τον Δημήτρη Τάρλοου, σκηνοθετημένο με ρεαλιστική ακρίβεια, αλήθεια και απλότητα από τον Στάθη Λιβαθυνό, αποτελεί μια από τις πιο ενδιαφέρουσες παραστάσεις της χειμερινής περιόδου, σε συμπαραγωγή του θιάσου «Δόλιχος» και του ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας. Μια παράσταση ευεργετημένη από το αξιοθαύμαστο, μέγιστης ρεαλιστικής απλότητας, σκηνικό, αλλά και τα κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου, τη φυσικότητα των φωτισμών του Αλέκου Αναστασίου, την ατμοσφαιρική μουσική του Ντέιβιντ Λιντς και τις συνολικά υψηλής ποιότητας ερμηνείες. Με πρώτιστες τις εξαιρετικά λεπτοδουλεμένες, χωρίς ίχνος μανιέρας, ερμηνείες του Αρτό Απαρτιάν και Δημήτρη Τάρλοου. Υψηλής ποιότητας ήταν και οι ερμηνείες των Δημήτρη Καταλειφού, Γιώργου Κέντρου, Αλέξανδρου Μυλωνά και αξιόλογες των Ανδρέα Νάτσιου και Γιώργου Μακρή.