ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Παρασκευή 20 Μάη 2005
Σελ. /48
Ο Πόλεμος των Αστρων...

Η ΚΡΙΤΙΚΗ βρίσκεται στις Κάννες! Ο καιρός αμφιταλαντεύεται. Το υπουργείο Πολιτισμού βγήκε στας Ευρώπας προς άγραν πελατών. Τα γραφεία διανομής, βλέποντας το ανέφικτο του ανταγωνισμού, με τους εξωγήινους του «Πολέμου των Αστρων» και την «Εκδίκηση των Σιθ», τρομοκρατημένα σήμαιναν υποχώρηση. Μια βδομάδα, δηλαδή, καθ' εικόνα και ομοίωση της «χαώδους» κατάστασης, που παρουσιάζει το Πατριαρχείο των Ιεροσολύμων!

Τρεις, λοιπόν, οι νέες ταινίες της εβδομάδας. «Η Εκδίκηση των Σιθ», το τρίτο επεισόδιο (προς τα πίσω) της σειράς ο «Πόλεμος των Αστρων». Μια ταινία από τη Χιλή, ο«Ματσούκα», που προσπαθεί να δείξει πράγματα φοβερά με μαλακό τρόπο. Και, τέλος, το «Παράφορο Πάθος», μια αστική φλυαρία...

ΤΖΟΡΤΖ ΛΟΥΚΑΣ
Ο Πόλεμος των Αστρων

Το χάρτινο Διάστημα
Το χάρτινο Διάστημα
Ο λαίμαργος, που βρίσκει μια γαλακτερή αγελάδα, πέφτει πάνω της λαίμαργα και τη μαδάει. Στο τέλος, βέβαια, το ζώο θα αποθάνει! Θεωρώ, πως «ο Πόλεμος των Αστρων», απέθανε. Ακόμα και αν κάνει εισιτήρια.

Το κύκνειο άσμα, λοιπόν, της εικοσιεφτάχρονης χολιγουντιανής περιπέτειας φτάνει στις αίθουσες εξαντλημένο! Σαν κάποιους μαραθωνοδρόμους που, πια, δεν τρέχουν, αλλά περπατάνε. Δεν υπάρχει συγκίνηση, θαυμασμός, εντυπωσιασμός, έστω! Πρόκειται, για μια ταινία - επίλογο, στην κυριολεξία. Στην οποία ταινία δίνονται κάποιες, «ιστορικές» κυρίως, εξηγήσεις. Τίποτα περισσότερο.

Θυμάμαι το πρώτο φιλμ της σειράς ο Πόλεμος των Αστρων. Το είδα στο σινεμά «Κέρζον», του Λονδίνου. Είχα «παλαβώσει» με τα ηχητικά, κυρίως, εφέ. Η Εκδίκηση των Σιθ, που είδα πριν από μια βδομάδα στην Αθήνα, ούτε καν με ανησύχησε. Και σε αυτό δε φταίνε μόνον τα 27 χρόνια, που πέρασαν στο μεταξύ. Φταίει η ταινία, που ήταν μια επανάληψη, της επανάληψης...

Οι δημιουργοί στις συνεντεύξεις τους και οι διαφημιστές στις διαφημίσεις τους κάνουν λόγο, για μια προοδευτική αλληγορία. Μιλούν, για μια μάχη ανάμεσα στο καλό και το κακό. Μιλούν, για δημοκρατικές δυνάμεις, που η εξουσία τις διαφθείρει και τις μεταβάλλει σε δικτατορίες. Κάνουν διάφορους συσχετισμούς. Λένε πως η ταινία αναφέρεται στο Βιετνάμ, αλλά κολλάει και στο Ιράκ. Λένε πως ο «κακός» της ταινίας, ήταν ο Νίξον αλλά, άνετα, μπορεί να είναι ο Μπους. Ακόμα κι αν είναι αλήθεια όλα αυτά, τα «καρτούνς», που παριστάνουν τα «πρόσωπα» και τα «ντεκόρ» του διαστήματος, είναι αδύναμα. Δεν αντέχουν στις πλάτες τους τέτοιους όγκους και τέτοιους συσχετισμούς! Είναι πολλές οι στιγμές, που, εξόφθαλμα, διακρίνεται το πεπιεσμένο χαρτί και τα αλουμινόχαρτα των διαστημοπλοίων. Και είναι, επίσης, πολλές οι φορές, που τα μικροσκοπικά ρομπότ, τα παίρνεις για ηλεκτρικές σκούπες. Αφήστε, πια, τους διαλόγους και την εκφορά τους...

Η πρώτη ομάδα, που σχεδίασε τον Πόλεμο των Αστρων ήταν μια ομάδα γεμάτη καλλιτεχνικές ανησυχίες. Η ομάδα αυτή, σήμερα, έχει βιομηχανοποιηθεί. Φυσικό είναι τα «σχέδιά» της να είναι βιομηχανοποιημένα. Και η ταινία, καμωμένη για να πάει, κατευθείαν, για DVD. Αντε, με ένα μικρό «πέρασμα» από τα κινηματογραφικά super market, τα γνωστά πολυσινεμά. Ξέρετε, αυτά τα οικοδομικά τετράγωνα, που λειτουργούν σαν κρεατομηχανές. Βάζουν μυαλά από τη μια μεριά και βγάζουν σούπες από την άλλη!

Οι άνθρωποι, αλλά και τα ανθρωποειδή, που υποδύονται τους διάφορους ήρωες της ταινίας, δεν έχουν εικαστική επάρκεια. Ανατριχιάζεις στην ιδέα, πως μπορεί να κινείται στο διάστημα τόσο άσχημος κόσμος. Φάτσες, κορμιά, σχήματα, συναγωνίζονται στην ακαλαισθησία. Αλλά και η ηχητική «μπάντα» παρουσιάζει σημεία κόπωσης. Να σημειώσουμε, πως στην επιτυχία των σχετικών ταινιών, μεγάλο ρόλο έπαιξε ο συνθέτης της μουσικής Τζον Ουίλιαμς (ποιος δεν έχει «σφυρίξει» το γνωστό μουσικό θέμα;), και η συμφωνική ορχήστρα του Λονδίνου, η οποία έπαιξε και στις προηγούμενες ταινίες. Αυτή τη φορά ούτε και η μουσική έχει έμπνευση. Φεύγεις, χωρίς να πάρεις ούτε μια μουσική φράση, μαζί σου.

Δεν είμαι εξοργισμένος με τη συγκεκριμένη ταινία, μόνον! Είμαι θυμωμένος, γενικά, με το θέαμα, που αντικαθιστά την ουσία. Είμαι εξοργισμένος με τα πέντε δισ. δολάρια, που εισέπραξαν οι παραγωγοί των ταινιών star wars. Είμαι εξοργισμένος με τους «αριθμούς», που αντικαθιστούν την καλλιτεχνική αξία. Και, τέλος, είμαι εξοργισμένος με τον Καγκελάριο Πάλπατάιν, το Συμβούλιο των Τζεντάι, με τον προδότη Ανακιν, τον υποχθόνιο Σκάιγουόκερ και όλους τους άλλους σκοτεινούς και φωτεινούς ήρωες της ταινίας. Δεν κατανοώ όλη αυτή την «αλληγορία». Ολη αυτή τη βερμπαλιστική πολυπλοκότητα. Θα δανειστώ μερικά λόγια από τον Τολστόι: «Μόνο μία εξήγηση υπάρχει: ότι η τέχνη, για κάποιους, δεν είναι σοβαρό, σημαντικό ζήτημα ζωής, αλλά απλή διασκέδαση. Και όλες οι διασκεδάσεις, με την επανάληψη κουράζουν».

Παίζουν: Γιουάν ΜακΓκέκορ, Νάταλι Πόρτμαν, Κρίστοφερ Λι, Χέιντεν Κρίστενσεν, κ.ά.

ΑΝΤΡΕΣ ΓΟΥΝΤ
Ματσούκα

Ματίας Κουέρ, Μανουέλα Μαρτέλλι, Άριελ Ματελούνα
Ματίας Κουέρ, Μανουέλα Μαρτέλλι, Άριελ Ματελούνα
Χιλή, λίγο πριν από τη δικτατορία του Πινοτσέτ. Κάποια «φωτισμένα» και «προοδευτικά» μυαλά προσπαθούν να γεφυρώσουν τα αγεφύρωτα. Τους δυο κόσμους, που μοιράζονται τον ήλιο, μόνον τον ήλιο, της Χιλής. Τους φτωχούς και τους πλούσιους. Είναι αυτά τα μυαλά, που παίζουν το ρόλο του κοινωνικού αμορτισέρ. Του οργάνου, που προσπαθεί να μειώσει τους κοινωνικούς κραδασμούς.

Ενα από αυτά τα κοινωνικά αμορτισέρ είναι ο πατήρ Μάκενρο, διευθυντής ενός ακριβού ιδιωτικού καθολικού εκκλησιαστικού σχολείου, που εδρεύει σε μια πλούσια συνοικία του Σαντιάγκο. Αυτός, με την υποστήριξη των γονέων των μαθητών, δέχεται, στο σχολείο που διευθύνει, χωρίς να πληρώνουν, μια ομάδα 15 πάμφτωχων παιδιών, από τη γειτονική παραγκούπολη. Ανάμεσα στα 15 φτωχόπαιδα είναι και ο 12χρονος Machuko.

Ο Machuko γίνεται φίλος με τον Ινφάντε. Ενα 12χρονο αγόρι, από πλούσια, όμως, οικογένεια. Στα δυο αγόρια προστίθεται και ένα νεαρό κορίτσι της παραγκούπολης. Τα τρία αυτά παιδιά βιώνουν τις κοινωνικές αντιθέσεις, αλλά και το αμερικανοκίνητο πραξικόπημα της 11ηςΣεπτέμβρη του 1973. Βιώνουν, επίσης, και το αποτέλεσμα των διαλυμένων οικογενειών τους. Μια διάλυση, βέβαια, διαφορετικής ποιότητας, που προκύπτει από διαφορετικούς κοινωνικούς λόγους!

Η ταινία, όπως αντιλαμβάνεστε, έχει αρκετό ψαχνό. Που αν ο σκηνοθέτης ήθελε να το αποκαλύψει, θα μιλούσαμε, για ένα μικρό αριστούργημα. Ομως, ο Αντρές Γουντ, που θεωρείται ο πιο επιτυχημένος Χιλιανός σκηνοθέτης, δε θέλησε να πει όλη την αλήθεια. Περιορίστηκε σε άσφαιρους συναισθηματισμούς. Είπε τόσα πράγματα, και με τέτοιο τρόπο, που να χωράνε στα «κοινώς αποδεκτά». Κακοί οι κακοί, καλοί οι καλοί. Και βρίσκονται, και οι καλοί και οι κακοί, και από τις δυο πλευρές. Καλύτερος, βέβαια, όλων, χωρίς ψεγάδι αυτός, ο καθολικός ιερέας!

Ο Γουντ είναι καθαρός εκεί που δεν κοστίζει. Για παράδειγμα, η παρέα των φτωχών παιδιών, με τα πλούσια παιδιά, δε θα «κολλήσει» στην ταινία του. Εκεί οι διαφορές δεν είναι εύκολο να γεφυρωθούν. Ο θεατής θα κλότσαγε! Στα υψηλότερα, όμως, επίπεδα, εκεί που παίζονται τα μεγάλα παιχνίδια, εκεί ο Γουντ ρίχνει αρκετό νερό στο κρασί του. Η ταινία, κατά τη γνώμη μου, μιλάει για τη χούντα, που αιματοκύλησε τη Χιλή, με πολύ απαλά χρώματα, σε σχέση με το κακό που έκανε. Μοιάζει με κάποιους «συνετούς» ανθρώπους, που γνώρισε - και γνωρίζει - και ο δικός μας ο τόπος, οι οποίοι έλεγαν - και λένε - «ελάτε να κοιτάξουμε μπροστά. Να ξεχάσουμε τους εμφύλιους, τις δικτατορίες. Η πατρίδα μας χρειάζεται όλους»!

Η «χριστιανική» αντιμετώπιση τόσο ταραγμένων και τραγικών ιστορικών στιγμών και όταν, ακόμα, δεν κρύβει βαθύτερες επιδιώξεις, εμποδίζει την αλήθεια. Μειώνει το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Οταν κρύβει βαθύτερες επιδιώξεις, βέβαια, τότε τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο δύσκολα. Δεν είναι εύκολο για τον θεατή, όταν δεν έχει επαρκή στοιχεία, να διακρίνει τη διαχωριστική γραμμή, ανάμεσα στη συναισθηματική άποψη και τη σκοπιμότητα. Εκείνο, που με βεβαιότητα μπορώ να πω είναι πως βγαίνοντας από την ταινία, ένιωθα ανικανοποίητος. Ενιωθα πως η ταινία είχε, στην καλύτερη περίπτωση, αυτοπαγιδευτεί από το συναισθηματισμό της.

Παίζουν: Ματίας Κουέρ, Αριελ Ματελούνα, Μανουέλα Μαρτέλι, Αλίνε Κουπενχέιμ κ.ά.

ΡΟΜΠΕΡΤΟ ΑΝΤΟ
Παράφορο πάθος

Ντανιέλ Οτέιγ, Άννα Μουγκλαλίς
Ντανιέλ Οτέιγ, Άννα Μουγκλαλίς
Εδώ έχουμε μια πολύ όμορφη, ελληνικής μάλιστα καταγωγής, γυναίκα (Αννα Μουγκλαλίς). Και έναν όχι όμορφο, αλλά πολύ αρρενωπό, όπως λένε, άντρα (Ντανιέλ Οτέιγ). Το μείγμα αυτού του ζευγαριού βγάζει φωτιές. Τα υπόλοιπα σιγοβράζουν, μέσα στη χλιδή και τον πλούτο. Και την ίντριγκα, εντάξει!

Διάσημος, κάτω από ψευδώνυμο, συγγραφέας απολαμβάνει την επιτυχία του, και το χρήμα, στο καταπληκτικό σπίτι του, στις όχθες της λίμνης της Γενεύης, που μοιράζεται με την πλούσια και όμορφη δικηγόρο γυναίκα του. Μια μέρα γνωρίζει «τυχαία» μια πολύ όμορφη νέα γυναίκα. Την ίδια νύχτα κοιμάται μαζί της. Η «μυστηριώδης» αυτή νέα είναι η μνηστή και γίνεται - αμέσως - γυναίκα του προγονού του. Το έργο δε σταματάει εδώ τις «εκπλήξεις» του. Πατριός και προγονός μοιράζονται (κρυφά) το όμορφο μοντέλο από την Κρακοβία, όπως αποκαλύπτεται στη συνέχεια. Οι «εκπλήξεις», ωστόσο, συνεχίζονται. Μια φίλη της όμορφης ερωμένης του, από την Κρακοβία και αυτή, στέλνει ένα γράμμα με το οποίο ζητάει από το συγγραφέα, ο οποίος είναι και αυτός από την Κρακοβία, ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, αλλιώς θα αποκαλύψει στον κόσμο πως τα βιβλία, που τον έχουν κάνει διάσημο και πλούσιο, δεν τα έχει γράψει αυτός, αλλά κάποιος άλλος. Ενας Κρακοβός συγγραφέας που έχει πεθάνει, φίλος του «δικού» μας. Τη συνέχεια, δε θα σας την αποκαλύψω. Αυτό είναι η δική μου, προς εσάς, έκπληξη!

Η ταινία διαθέτει καλό γούστο. Οι χώροι, τα ντυσίματα των ηθοποιών, η φωτογραφία και, κυρίως, η μουσική είναι υψηλών προδιαγραφών. Ομως η ιστορία της είναι ιδιαίτερα επίπλαστη. Και όπως είναι φυσικό, παρότι υποστηρίζεται από καλούς ηθοποιούς, δε συγκινεί. Και δε συγκινεί, γιατί ακόμα και αυτή η επίπλαστη ιστορία δεν αναπτύχθηκε πέρα από τα «προσωπικά» των ηρώων. Το ζήτημα της λογοκλοπής, η αγωνία του «λογοκλέπτη», η επιθυμία κάποιου «αδύναμου» να γίνει «δυνατός», χρησιμοποιώντας αθέμιτα μέσα, όλα αυτά θα μπορούσαν να γίνουν μια μικρή κινηματογραφική τραγωδία.

Ομως δεν έγιναν. Ετσι θα αρκεστούν, όσοι μπούνε στην αίθουσα, σε μια μεγαλοαστικής αντίληψης ταινία, χωρίς μεγάλες συγκινήσεις. Σε μια ταινία, όπου, ακριβώς λόγω του υψηλού γούστου, των σπιτιών και των κοστουμιών, θα νιώσουν, όσοι την παρακολουθήσουν, σαν μπανιστιρτζήδες της αριστοκρατίας. ΄Η σα να διαβάζουν ένα κοσμοπολίτικο «βίπερ», για να «ξεχαστούν». Θυμάστε το σλόγκαν;

Η ταινία «έκλεψε» την ιδέα, «δανείστηκε», λέει ο σκηνοθέτης, από ένα μυθιστόρημα του Αλμπέρτο Μοράβια. Και εμείς βεβαιώνουμε πως διαθέτει μέρος από τη «μελαγχολία», τον «κόσμο» και τη «φιλοσοφία» του γνωστού Ιταλού συγγραφέα.

Παίζουν: Ντανιέλ Οτέιγ, Γκρέτα Σκάκι, Αννα Μουγκλαλίς, Τζιόρτζιο Λουπάνο, Μάικ Λοντσντέιλ.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ