ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 22 Σεπτέμβρη 2002
Σελ. /40
ΔΙΕΘΝΗ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΩΝ ΗΠΑ
Στην κόψη του ξυραφιού

Ο πόλεμος... τελικά ποιον θα ωφελήσει; Το ερώτημα αν και ρητορικό, για τους οικονομικούς αναλυτές εξακολουθεί να αποτελεί ένα ερώτημα που δεν έχει μία και μόνο απάντηση. Συνεχίζουν να ερίζουν, λοιπόν, με τα υπέρ και τα κατά

Σκηνή από το χρηματιστήριο στη Νέα Υόρκη

Associated Press

Σκηνή από το χρηματιστήριο στη Νέα Υόρκη
Ο επικείμενος πόλεμος κατά του Ιράκ, που πολλαπλώς μας βεβαιώνει ότι θα γίνει ο Αμερικανός Πρόεδρος, ενδέχεται να μετατραπεί σε μία διεθνή σύρραξη με άδηλο τέλος. Προς το παρόν όμως ήδη η παγκόσμια κοινή γνώμη προσμετρά τις πρώτες απώλειες στην οικονομία, που εδώ και καιρό κινούνταν σε εξαιρετικά «νωχελικούς» ρυθμούς.

Εκφράσεις όπως «κατήφορος των χρηματιστηρίων», «Μαύρη Πέμπτη για την παγκόσμια οικονομία», η «οικονομία στη μέγκενη του ΟΠΕΚ», «στο ναδίρ η εμπιστοσύνη των καταναλωτών», «παραπαίουν οι μετοχές μεγάλων πολυεθνικών» κοσμούν τις σελίδες των εφημερίδων της οικουμένης, οικονομικών και μη... και όλοι με το δάκτυλο δείχνουν την επίθεση κατά του Ιράκ. Παρεμβάσεις και δηλώσεις όπως του διευθύνοντος συμβούλου του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, Χορστ Κέλερ, διά μέσου της συνέντευξής του στην αμερικανική εφημερίδα «International Herald Tribune», ότι μία γρήγορη, επιτυχημένη επέμβαση κατά της ιρακινής κυβέρνησης ίσως ωφελήσει την παγκόσμια οικονομία, δε βοηθούν διόλου, αφού συμπληρώνονται από την επόμενη κιόλας φράση: «Το ενδεχόμενο παρατεταμένης σύρραξης πιθανώς θα υπονομεύσει την οικονομική ανάκαμψη» και εμφανίζεται ανήσυχος αν και χαμηλών τόνων, αφού... δεν είναι βέβαιος για το ποιες θα είναι οι επιπτώσεις από την ενδεχόμενη αμερικανική επίθεση κατά του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν.

«Δύσκολοι καιροί»

Πρόκειται για ένα ακόμη «σπαρακτικό πλην αβέβαιο μονόλογο», που θα πρέπει να προστεθεί στον μακρύ κατάλογο των ειδικών, που άνοιξε σχεδόν δύο χρόνια πριν.

Εξάλλου, η οικονομική ένδεια και ο πολιτικός φανατισμός είναι ένας συνδυασμός παραγόντων που μπορεί ευκόλως να έχει τρομακτικές συνέπειες, υποστηρίζουν εδώ και πολύ καιρό διάφοροι οικονομολόγοι, κάποιοι ανοιχτά, κάποιοι πιο ψιθυριστά και καλυμμένα, προσπαθώντας ίσως με αυτόν τον τρόπο να μετριάσουν τις εντυπώσεις, αλλά και να αποφύγουν έναν ακόμη μεγαλύτερο πανικό από αυτόν που προκαλούν το FBI και η CIA με τις συνεχείς εκτιμήσεις και διαρροές περί νέας επίθεσης και μάλιστα με βιολογικά και χημικά όπλα, αλλά και κυρίως με τα νέα μέτρα παρακολούθησης και αποψίλωσης των ατομικών και δημοκρατικών ελευθεριών, τα οποία αποτελούν ανασταλτικό παράγοντα για επενδύσεις κυρίως για τις επιχειρήσεις που περνούν εδώ και πολλούς μήνες τη μεγαλύτερη κρίση.

Κρατά χρόνια αυτή η κολόνια

Εξάλλου, η οικονομική επιβράδυνση ήταν παρούσα και πριν το τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου.

Απλά, στο ήδη πολύ δύσκολο οικονομικό περιβάλλον, το τρομοκρατικό χτύπημα και ο συνεχιζόμενος και με άδηλο τέλος πόλεμος κατά της τρομοκρατίας αποτελούν σημεία καμπής και κρίσης... σε μία οικονομία - των Ηνωμένων Πολιτειών - που βρίσκεται εγκλωβισμένη σε μία εξαιρετικά κρίσιμη συγκυρία και για την επόμενη πενταετία η ανάπτυξη θα βρίσκεται σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα από την τελευταία πενταετία. Η πορεία αυτή είναι αποτέλεσμα της οικονομικής «φούσκας», η οποία σκάζοντας άφησε την αμερικανική οικονομία «με μία σειρά πολύ σοβαρών δομικών ανισοτήτων», περιλαμβανομένων του «μεγάλου λογιστικού ελλείμματος, του χαμηλότερου ρεκόρ προσωπικών τραπεζιτικών αποταμιεύσεων και ενός πολύ ανησυχητικού συσσωρευομένου οφειλών των αμερικανικών νοικοκυριών». Εξαιτίας των «επιτυχιών» της αμερικανικής οικονομίας στα τέλη της δεκαετίας του '90, οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν «πολύ ισχυρές θύελλες τα χρόνια που έρχονται».

Ηδη ορισμένες από τις θύελλες κλόνισαν ακόμη περισσότερο την αμερικανική οικονομία τη χρονιά που πέρασε, από τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου. Πρόκειται για τα σκάνδαλα - αυτά που ο Πρόεδρος Μπους τα χαρακτήρισε φαινόμενα «δημιουργικής λογιστικής» - και κυρίως τη χρεοκοπία κολοσσών τόσο στον ενεργειακό όσο και στον τηλεπικοινωνιακό τομέα, όπως οι «Enron», «Worldcom», «Adelphi», «Xerox», «Credit Suisse First Boston», «El Paso Oil», «Merrill Lynch», «Tyco», «Dynergy», «Southeby» και άλλες. Εκτός των συνεπειών που είχαν στην οικονομία (χρηματιστήρια και επενδύσεις), η χρεοκοπία προκάλεσε υπέρογκο αριθμό ανέργων, συνταξιούχων και καταθετών που έχασαν τις επενδύσεις και τα προγράμματά τους. Το κόστος για τον μέσο Αμερικανό πολίτη τιμάται, με τις πιο μετριοπαθείς εκτιμήσεις, στα δεκάδες εκατομμύρια δολάρια.

Προς το παρόν η αμερικανική οικονομία, παρότι «η πιο ισχυρή του πλανήτη», δεν μπορεί να στηριχτεί στα χρηματιστήρια, που συνεχίζουν να διολισθαίνουν και συνεχίζουν ανενόχλητα το φαύλο κύκλο τους. Ισως γιατί βαρύνουσα σημασία παίζουν άλλοι παράγοντες.

Οπως η εμπιστοσύνη του καταναλωτικού κοινού που συνεχίζει να χάνει έδαφος, φθάνοντας σε επίπεδα ρεκόρ για την τελευταία πενταετία. Οπως η βιομηχανική παραγωγή που έχει επιβραδυνθεί.

Βαρύνουσα σημασία έχει και ο αριθμός των ανέργων, καθώς η «λαιμητόμος» των απολύσεων συνεχίζει να θερίζει χιλιάδες εργαζόμενους. Πλέον όλες οι ελπίδες, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, στηρίζονται στο δίπτυχο: Παρεμβάσεις στην οικονομία και οικονομία των όπλων.

Το γεγονός ότι τα δύο χρόνια που πέρασαν ο ιδιωτικός τομέας και οι δυνάμεις της αγοράς δεν μπόρεσαν να βγάλουν την οικονομία από το τέλμα, οδήγησε στο αναπόφευκτο. Το ζητούμενο είναι πια ο δημόσιος τομέας να κατορθώσει την πολυπόθητη ανάπτυξη, με δεδομένη τη διαρκή συρρίκνωσή της τα τελευταία 20 χρόνια. Αν και είναι μία παρέμβαση εκ μέρους της αμερικανικής κυβέρνησης που δε συνάδει με το πνεύμα της «ελεύθερης αγοράς», αφού μας ανατρέχει και πάλι στο παρελθόν σε μαθήματα που είχε παραδώσει ο Κέυνς. Και αυτό γιατί, το πρόγραμμα των επιδοτήσεων, όπως η πρόβλεψη για επιμήκυνση του νόμιμου χρόνου - κατά 13 εβδομάδες, σύνολο δηλαδή 39 - των επιδομάτων της ανεργίας, βασίζεται σε φοροαπαλλαγές που θα αγγίξουν αυτή τη φορά τα 30 εκατομμύρια χαμηλόμισθους Αμερικανούς, που πληρώνουν τους φόρους για την «Κοινωνική Πρόνοια».

Πρόγραμμα ανακούφισης εκπονείται και μέσω της διεύρυνσης του προγράμματος του υπουργείου Εργασίας, με επιδόματα για ιατρική περίθαλψη και επανεκπαίδευση σε άλλες ειδικότητες ή μετεκπαίδευση. Ακόμη και με τα ομοσπονδιακά κονδύλια, που θα διοχετευτούν τάχιστα στις Πολιτείες που αντιμετωπίζουν τώρα τα μεγαλύτερα προβλήματα - με άξονες τους τομείς της υγείας, της εκπαίδευσης, αλλά και της κατώτατης προβλεπόμενης μισθολογικής αμοιβής.

Η οικονομία των όπλων

Από την άλλη πλευρά είναι η στρατιωτικοποίηση της οικονομίας και ο πολεμικός τυχοδιωκτισμός, η πιο απλή και σίγουρη συνταγή που ακολουθεί η κυβέρνηση Μπους για την αντιμετώπιση και της πρόσφατης ύφεσης στην αμερικανική οικονομία.

Με αφορμή την τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου φρόντισε να οδηγήσει τον αμερικανικό προϋπολογισμό σε έλλειμμα 157 δισ. δολαρίων φέτος και πρότεινε αμυντικό προϋπολογισμό 379 δισ., τον μεγαλύτερο από την εποχή του Ρίγκαν. Δε σταματά όμως μόνο εδώ. Εν αναμονή της επίθεσης κατά του Ιράκ, η αμερικανική ομοσπονδιακή κυβέρνηση ζητά ένα ακόμη επιπρόσθετο κονδύλι εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων για να καλυφθεί ο επικείμενος πόλεμος...

Εννοείται ότι το πιο ενδιαφέρον στοιχείο βρίσκεται σε πρόσφατη έκθεση του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ σχετικά με τη διάρθρωση των παραγγελιών. Αναφέρεται, λοιπόν, ότι στη διαμόρφωση του σχετικού δείκτη το μεγαλύτερο μερίδιο έχουν οι παραγγελίες προς τις πολεμικές βιομηχανίες, οι οποίες αυξήθηκαν εντυπωσιακά το τελευταίο τρίμηνο, καθώς η κυβέρνηση Μπους διακηρύσσει ότι η «αντιτρομοκρατική σταυροφορία» έχει ακόμη πολύ δρόμο μπροστά της.

Συγκεκριμένα, στην έκθεση του υπουργείου Οικονομικών αναφέρεται ότι ενώ οι παραγγελίες για όλες τις υπόλοιπες κατηγορίες διαρκών αγαθών μειώθηκαν, οι παραγγελίες στις πολεμικές βιομηχανίες αυξήθηκαν κατά 17,8%. Αυτό σημαίνει ότι η όποια ανάπτυξη παρουσιάζεται στην οικονομία των ΗΠΑ οφείλεται κατά κύριο λόγο στην αύξηση των πολεμικών δαπανών. Οι ιθύνοντες ελπίζουν ότι, όπως και κατά το παρελθόν, η πολεμική βιομηχανία θα γίνει η ατμομηχανή για την έξοδο από την κρίση, ενώ την ίδια στιγμή θα ξεπληρώσουν και τα «χρέη» προς το στρατιωτικοβιομηχανικό σύμπλεγμα, το οποίο τους εγκαθίδρυσε στην εξουσία, έστω και διά της «βίας».

Επιβεβαίωση των παραπάνω αποτελούν τα στοιχεία για την πορεία των κερδών των πολεμικών βιομηχανιών. Παραδείγματος χάριν, η «Λόκχιντ», η μεγαλύτερη εταιρία του «αμυντικού» τομέα των ΗΠΑ, ανέφερε ότι τα κέρδη της υπερδιπλασιάστηκαν το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους και απέδωσε την πορεία της κερδοφορίας της στην άνοδο των πωλήσεών της στον αμερικανικό στρατό. Την προαναφερθείσα περίοδο τα κέρδη της «Λόκχιντ» αυξήθηκαν στα 218 εκατομμύρια δολάρια, έναντι 105 εκατομμυρίων δολαρίων, την αντίστοιχη περίοδο πέρσι.

Ομως, η πολεμική βιομηχανία των ΗΠΑ δε δουλεύει μόνο για τον αμερικανικό στρατό. Ετσι, η κυβέρνηση Μπους πιέζει συστηματικά τις κυβερνήσεις των «συμμάχων» της για αύξηση και των δικών τους πολεμικών δαπανών. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες έχουν λιγότερες αμυντικές δαπάνες απ' ό,τι οι ΗΠΑ. Μέχρι στιγμής, η πιθανότητα ή η προοπτική αυτή φάνταζε απίθανη, αν και κατά τη διάρκεια της περασμένης εβδομάδας και παρά το «οικονομικό ζόφο» που επικρατεί και στην ευρωζώνη, η γαλλική κυβέρνηση προχωρά στην εγκαινίαση του στρατιωτικού προγράμματος στον τομέα της αεροναυπηγικής.

Την ίδια στιγμή οι μετοχές των πολεμικών βιομηχανιών βρήκαν έδαφος για να εκτοξευτούν στα ύψη, ενώ μόλις την εβδομάδα που πέρασε το περιοδικό «Business Week», συμβούλευε επενδύστε στη στρατιωτική βιομηχανία, «είναι το πιο σίγουρο χαρτί».


Χριστίνα ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ


Το δέλεαρ του «μαύρου χρυσού»

Για πολλές δεκαετίες, η κυρίαρχη πολιτική ανησυχία των ιθυνόντων της Ουάσιγκτον δεν ήταν άλλη από την απεξάρτηση, όσον το δυνατόν, της ενεργειακής πολιτικής των ΗΠΑ, αναπτύσσοντας εθνικές πηγές και μειώνοντας τις εισαγωγές

Ο χάρτης του BBC, αποκαλυπτικός ως προς τη γεωστρατηγικά οικονομική σημασία του Ιράκ
Ο χάρτης του BBC, αποκαλυπτικός ως προς τη γεωστρατηγικά οικονομική σημασία του Ιράκ
Αυτός ο στόχος ήταν που τέθηκε επί τάπητος και συγκεκριμενοποιήθηκε επί διακυβέρνησης Ρίτσαρντ Νίξον, και προκάλεσε την έκρηξη των τιμών του αργού πετρελαίου και εν συνεχεία την ενεργειακή κρίση της δεκαετίας του '70. Εντούτοις, ο εκ νέου προσανατολισμός της αμερικανικής πολιτικής στη διεθνή και εγχώρια σκηνή, κατέστησε αυτή την πολιτική ...ξεθωριασμένη ανάμνηση.

Ο επαναπροσδιορισμός προκλήθηκε κατ' αρχήν με την αλλαγή του χάρτη της οικουμένης και την ανατροπή τής μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '80 ισορροπίας και συσχετισμού δύναμης (με την εξασθένηση της επιρροής της ΕΣΣΔ στη Μέση Ανατολή). Ακολούθως, προκλήθηκε η συρρίκνωση της δύναμης των αποκαλούμενων τότε «ριζοσπαστικών» χωρών του ΟΠΕΚ, η πλήρης εξουδετέρωση του Ιράκ με τον «Πόλεμο του Κόλπου» και η πλήρης, τελικά, υποταγή των αραβικών κρατών, και κυρίως της Σαουδικής Αραβίας στην πολιτική των ΗΠΑ.

Εξάρτηση από
το εισαγόμενο πετρέλαιο

Ο πρώην υπουργός Ενέργειας της κυβέρνησης του Τζίμι Κάρτερ, Τζέιμς Σλέσιντζερ, συνόψισε αυτή τη ριζική μεταβολή κατά τη διάρκεια του 15ου Συνεδρίου για την Ενέργεια (Σεπτέμβρης του 1992) στα εξής: «Αυτό που συγκράτησε ο αμερικανικός λαός από τον πόλεμο του Κόλπου είναι ότι είναι πιο εύκολο να κλοτσάς στον κώλο τους Μεσανατολίτες αραπάδες παρά να κάνεις θυσίες, πληρώνοντας υψηλότερες τιμές, για να περιορίσεις την εξάρτησή σου από το πετρέλαιο», προσθέτοντας πολύ χαρακτηριστικά: «Οσοι με γνωρίζουν ξέρουν πολύ καλά ότι ποτέ δε θα τολμούσα να χρησιμοποιήσω μια έκφραση σαν αυτή που μεταχειρίστηκα πριν από λίγο, εάν δεν τη χρησιμοποιούσαν τα ανώτατα κλιμάκια της κυβέρνησης».

Σταδιακά το ποσοστό εξάρτησης από το εισαγόμενο πετρέλαιο ανέβηκε ραγδαία και η κατάσταση αυτή θα μπορούσε να διατηρηθεί υπό δύο βασικές προϋποθέσεις: ότι οι εξαγωγικές χώρες θα έχουν επαρκή παραγωγή, ώστε να καλύψουν την αύξηση των αναγκών σε παγκόσμιο επίπεδο και ότι οι αμερικανικές δυνάμεις θα ήταν σε θέση να εμποδίσουν σοβαρές πολιτικές ανατροπές κυρίως στη Μέση Ανατολή. Ομως, η ανατροπή εντός του ΟΠΕΚ ήρθε από τη Βενεζουέλα και οι ΗΠΑ δρομολόγησαν και εκεί εξελίξεις. Δηλαδή πραξικόπημα, αν και το πρώτο ήταν αποτυχημένο, εναντίον της κυβέρνησης του Ούγο Τσάβες.

Πάντως, ως προς το πρώτο σημείο, η παγκόσμια ζήτηση μπόρεσε να καλυφθεί για ορισμένο χρονικό διάστημα. Πλέον, μόνο η επιστροφή του ιρακινού πετρελαίου μπορεί να απομακρύνει, ενδεχομένως, τις εντάσεις στη σοβούσα παγκόσμια οικονομική κρίση, η οποία ξεκίνησε με την ασιατική κρίση στα χρηματιστήρια το 1997. Εδώ και καιρό βρισκόμαστε μπροστά σε μια «οικονομική έκρηξη», με απρόβλεπτες διαστάσεις.

Στόχος, τα αποθέματα
όλης της περιοχής

Ετσι, πριν καν γίνουν ολοφάνερες οι ολέθριες συνέπειες, η διέξοδος βρέθηκε. Καταρχήν τα πετρέλαια της Κεντρικής Ασίας. Η στρατιωτική επιχείρηση κατά του Αφγανιστάν είχε εκπονηθεί καιρό πριν τα καταστροφικά γεγονότα της 11ης Σεπτέμβρη. Ετσι, ο πόλεμος, που φάνταζε αναπόφευκτος, εξασφάλισε αυτή την οικονομικά γεωστρατηγική θέση.

Αυτή τη φορά σειρά έχει το Ιράκ. Το σκεπτικό των ιθυνόντων στην Ουάσιγκτον πηγαίνει πολύ πέρα και από το Ιράκ. Πηγαίνει συνολικά σε όλη την περιοχή καθώς και στον έλεγχο των «δρόμων του πετρελαίου», αν και το Ιράκ συνιστά καίριο στρατηγικά οικονομικό στόχο, καθώς τα αποθέματα πετρελαίου, καιρό «αχρησιμοποίητα», ίσως υπερκεράσουν και αυτά της Σαουδικής Αραβίας.

Παρά το γεγονός πως οι αναλυτές έσπευσαν να τονίσουν ότι ακόμη και η αμερικανική οικονομία είχε θετικές αντιδράσεις στην επιστολή του Ιράκ, με την οποία κάνει αποδεκτή την επιστροφή των επιθεωρητών άνευ όρων, ότι η οικονομία ανακουφίστηκε από την προοπτική απομάκρυνσης του πολέμου και κυρίως του βάρους που θα έχει το κόστος του πολέμου (μέχρι και 200 δισ. δολάρια), η πραγματικότητα τους διέψευσε.

Πριν την πραγματικότητα, που δεν ήταν άλλη από την κατακρήμνιση των διεθνών χρηματιστηρίων μετά την ολιγόωρη ανάπαυλα, είχε προστρέξει ο Αμερικανός υπουργός Οικονομίας, Πολ Ο' Νιλ, τονίζοντας ότι το κόστος είναι μηδαμινό μπροστά στα οφέλη...

Σε ανάλογο κλίμα και ο Λόρενς Λίντσεϊ, βασικός σύμβουλος του Προέδρου Μπους για οικονομικά θέματα κατά τις δηλώσεις του, στο αμερικανικό τηλεοπτικό δίκτυο MSNBC, εκτίμησε μεν ότι το κόστος του πολέμου θα κυμανθεί μεταξύ του 1% και 2% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ) των ΗΠΑ, απέρριψε δε τις ανησυχίες ότι θα οδηγήσει, ενδεχομένως, την αμερικανική οικονομία στη δίνη της ύφεσης και μιας μακράς πληθωριστικής περιόδου.

Εκτός αυτών, στη συνέντευξή του στη «Wall Street Journal», τόνισε ότι η εκδίωξη του Σαντάμ Χουσεΐν θα «ευνοήσει τις επιχειρήσεις», αφού θα προκαλέσει τεράστια ώθηση στην παγκόσμια οικονομία, καθώς «θα προστεθούν 3 έως 5 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα, στην παγκόσμια παραγωγή», που θα έχει ως συνέπεια τη ραγδαία πτώση της τιμής του πετρελαίου. Οπερ και την πολυπόθητη οικονομική ανάπτυξη...



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ