«Συγγενεύω με το αίμα, με τη γεωγραφία, με τις χιλιάδες των Λατινοαμερικανών που βιώνουν την αθλιότητα»
Συνηθίζουν να γράφουν παράλληλα, δύο και τρεις δημιουργίες, κι όχι κατ' ανάγκη του ίδιου συγγραφικού είδους. Σ' αυτές τις περιπτώσεις ανήκει ο Μιγκέλ Ανχελ Αστούριας, ο οποίος είναι από τους πρώτους συνειδητοποιημένους ανθρώπους της γραφής που έβαλε στο παιχνίδι του δυτικού μυθιστορηματικού παραδείγματος τη λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία ως πολιτικό και κοινωνικό αίτημα των καταφρονημένων.
Η πράξη της γραφής σ' αυτές τις, συνήθως ταλανισμένες από πολυετείς δικτατορίες, χώρες είναι ταυτισμένη με τους αγώνες του λαού, είναι κομμάτι της δύσκολης καθημερινότητάς του, εξ ου και οι αναγνώστες βρίσκουν στις τυπωμένες σελίδες σάρκες από τις σάρκες τους, την έκφραση της δικής τους ατομικής και συλλογικής ιστορίας.
Αυτής της φύσης, της ανθρώπινης, της τυραννισμένης, είναι τα προβλήματα, τα οποία διαπερνούν την «Τριλογία της Μπανάνας» («La trilogia bananera»). Η αρχή της εμφάνισής της γίνεται με τον «Δυνατό άνεμο» («Viento fuerte», 1950).
Ωστόσο, από την εκτενή τοιχογραφία των καταπιεσμένων δεν απουσιάζει το επικό στοιχείο, καθώς αναδεικνύεται με τη μαχητικότητα, με την οποία οπλίζονται οι φτωχοί εργάτες γης εναντίον της αμερικανικής εταιρείας «United Fruit Company».
Τα μίσθια όργανά της εκπροσωπούν τον απάνθρωπο καπιταλισμό, με αντικείμενο την αγροτική εκμετάλλευση, καθώς συστηματικά και σχεδιασμένα κλέβουν από τους ντόπιους τη μαζική παραγωγή της μπανάνας τους, για να φτάσει στο τραπέζι του εφησυχασμένου Δυτικού καταναλωτή.
Αυτού που αφελώς δεν γνωρίζει ή δεν θέλει να μάθει ή κλείνει τα μάτια μπροστά στους άθλιους όρους εργασίας, με τους οποίους καλλιεργείται, κόβεται, μαζεύεται, διακινείται και εξάγεται το τροπικό, με τη γλυκιά γεύση, φρούτο.
Με αυτό, λοιπόν, το μνημειώδες έργο εναντίον του ξεζουμίσματος των αγροτών, ο Γουατεμαλέζος συγγραφέας κερδίζει, το 1966, το Βραβείο Ειρήνης «Λένιν», αναγνώριση που έρχεται από το πρώτο σοσιαλιστικό κράτος, με το αιτιολογικό ότι ο συγγραφέας, από τη χώρα του ιθαγενούς πολιτισμού, δίνει φωνή στους άφωνους της εξαθλιωμένης ζωής.
Για τους αγαπημένους του, mulatos, ομοεθνείς του γράφει το μυθιστόρημα «Μια κάποια μιγάδα» («Mulata de tal», 1963, «Losada»), που τυπώθηκε και στα Ελληνικά (μετάφραση: Μπάμπης Λυκούδης, εκδόσεις «Bell», 1998) και πλέον δεν βρίσκεται στα βιβλιοπωλεία.
Οφείλει τη σύνθεσή του σε μυθολογικά στοιχεία των Μάγια, με πρωταγωνιστή τον φτωχό χωριάτη Σελεστίνο Γιουμί. Ονειρεύεται ν' αποκτήσει πλούτο και δύναμη, γι' αυτό και πουλάει τη γυναίκα του Νινιχόλ στον Ταζόλ, τον δαίμονα των φύλλων του καλαμποκιού.
Οταν πια θα γίνει ο ισχυρότερος άνδρας του τόπου του, συναντά στον δρόμο του μια σαγηνευτική μιγάδα και την παντρεύεται. Αλλά η γυναίκα αυτή είναι μια παγίδα του διαβόλου: Ενα πλάσμα βίαιο, ανεξήγητο, ατιθάσευτο και άφυλο.
Μετανιωμένος, ο Γιουμί επιχειρεί να επανασυνδεθεί με την πρώτη του σύζυγο και, με τη βοήθειά της, να ξεφορτωθεί την μιγάδα. Ομως, τι τα θέλετε, έχουν και οι δύο τους «εξαφανιστεί» στο βασίλειο της μαγείας.
Η ιστορία για παιδιά «Ο άνθρωπος που τα είχε όλα, όλα, όλα...» («El Hombrequelo Tenia Todo Todo Todo», «Piedrasanta», 1973 - μετάφραση: Χουάν Ραμόν Εσπρίδος. Εικονογράφηση: Ζακλίν Ντιέμ, εκδόσεις «Υψιλον», 1988) επιβεβαιώνει, για ακόμη μία φορά, ότι είναι ένας μετρ του άνευ όρων και ορίων φανταστικού, καθώς αλώνει τα γεγονότα των δυστυχισμένων και απελπισμένων, κι αφού κομματιάσει το ψεύδος, δίνει ξανά νόημα στη ζωή του ανθρώπου, με την ελπίδα, στην καλύτερή της ώρα, για ένα φωτεινό μέλλον, χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
Το εξωφρενικό καταλύει τη λογική και την οριζόντια ανάγνωση της ιστορίας, χωρίς, όμως, να προωθείται η κάθετος εξ ουρανού λύση που να ποδηγετεί τη λύτρωση. Οι λέξεις, οι προτάσεις και τα νοήματα υπακούν σ' έναν στροβιλισμό γραφής, με τον οποίο ο επαναληπτικός λόγος, αντί να συσκοτίζει στην ανάγνωση, λειτουργεί καλειδοσκοπικά ως πρόρρηση της αληθούς συνείδησης. Ενα χαρακτηριστικό απόσπασμα:
ΥΓ: Μετά από μισόν αιώνα (9 Ιούνη 1974), τα οστά του Μιγκέλ Ανχελ Αστούριας, αυτού του θεμελιωτή του πολιτιστικού οικοδομήματος του λαού της Γουατεμάλας, επιστρέφουν, από το κοιμητήριο του Περ-Λασέζ του Παρισιού, στη χώρα των Μάγια. «Είναι μια απόφαση με μεγάλο συναισθηματικό υπόβαθρο, αλλά συνιστά και μια πολιτική απόφαση, με την οποία είμαι σίγουρος ότι θα συμφωνούσε ο πατέρας μου», δήλωσε ο μικρότερος γιος του συγγραφέα Μιγκέλ Ανχελ Αστούριας Αμάντο.