ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 30 Απρίλη 1995
Σελ. /49
ΔΙΕΘΝΗ
ΙΤΑΛΙΑ
Επανεμφάνιση του καθημερινού κομμουνιστικού Τύπου

Η "Λιμπερατσιόνε" (=Απελευθέρωση), η εβδομαδιαία εφημερίδα του κόμματος της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης, έγινε καθημερινή, και το πρώτο της φύλλο βγήκε το Σάββατο, 8 Απρίλη. Οπως και η εβδομαδιαία, έτσι και η καθημερινή "Λιμπερατσιόνε" βγαίνει με 24 σελίδες, με το ίδιο σχήμα "ταμπλόιντ" και με την ίδια γραφική εμφάνιση.

Δεν ήταν εύκολη για το κόμμα της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης η απόφαση να μετατραπεί η "Λιμπερατσιόνε" σε καθημερινό φύλλο. Μία εφημερίδα που βγαίνει καθημερινά δημιουργεί, ιδιαίτερα στην Ιταλία, μεγάλα οικονομικά προβλήματα. Πολύ ψηλό είναι το κόστος του χαρτιού, της εκτύπωσης, της διανομής, των τηλεφώνων, των υπολογιστών και όλων των αναγκαίων τεχνικών μέσων στη γραφεία της εφημερίδας. Ακόμα και οι δημοσιογράφοι θα στοίχιζαν πολλά αν δεν ήταν σύντροφοι, που επιθυμούν, πρώτα απ' όλα, να εργαστούν για το κομμουνιστικό κόμμα και, συνεπώς, να είναι ικανοποιημένοι με μισθούς πραγματικά χαμηλούς, βγάζοντας έναν εντυπωσιακό όγκο δουλιάς, από το πρωί μέχρι το βράδυ με λίγη ξεκούραση και, συχνά, χωρίς να κάνουν καν διάλειμμα για το γεύμα ή το δείπνο.

Ομως, στην Ιταλία μία καθημερινή κομμουνιστική εφημερίδα έπρεπε οπωσδήποτε να βγει, αφού, σήμερα, μπροστά στην παντοδυναμία της Δεξιάς, δεν υπάρχει καμία πραγματική δύναμη αντίστασης, εκτός από την Κομμουνιστική Επανίδρυση. Η Δεξιά, με επικεφαλής τον Μπερλουσκόνι και τον φασίστα Φίνι, έχει στα χέρια της τον έλεγχο των ΜΜΕ. Η "Φινινβέστ", η μεγάλη χρηματιστική εταιρία του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, είναι ιδιοκτήτρια τριών πολύ μεγάλων τηλεοπτικών δικτύων ("Ιταλία 1", "Κανάλι 5", "Δίκτυο 4") και διαφόρων ιταλικών εφημερίδων. Ακόμα και τα κρατικά κανάλια βρίσκονται σε χέρια διευθυντών που εξέλεξε η κυβέρνηση Μπερλουσκόνι και που, συνεπώς, είναι πιστοί στη γραμμή και τη θατσερική πολιτική "κουλτούρα" του "βασιλιά Σίλβιο".

Αριστερά, στο χώρο των ΜΜΕ, οι εφημερίδες της αντιπολίτευσης είναι λίγες και όχι στο ύψος της σύγκρουσης με τους γιγαντιαίους εκδοτικούς οίκους της Δεξιάς. Ως καθημερινή, αντιπολιτευτική εφημερίδα υπάρχει μόνο η "Μανιφέστο", μία ανεξάρτητη και κομμουνιστικής έμπνευσης εφημερίδα. Η "Ουνιτά", η εφημερίδα του Δημοκρατικού Κόμματος της Αριστεράς, ακολουθεί την υπερμετριοπαθή γραμμή του κόμματός της. Η καθημερινή παρουσία της εφημερίδας της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης ήταν, λοιπόν, απαραίτητη.

Στο πρώτο φύλλο της καθημερινής "Λιμπερατσιόνε", ο νέος της διευθυντής, Λούτσιο Μανίσκο (ο διευθυντής της εβδομαδιαίας "Λ", Ολιβιέρο Ντιλιμπέρτο, είναι τώρα αρχηγός της Κοινοβουλευτικής Ομάδας των κομμουνιστών, αντικαθιστώντας τον Φλαμιάνο Κρουτσιανέλι, που ανήκει στην εσωτερική μειοψηφία της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης και δε συμφώνησε να ψηφίσει ενάντια στην κυβέρνηση Ντίνι), έγραφε:

"Μία πράξη υπερηφάνειας, μία κατάσταση ανάγκης μας οδήγησε στην έκδοση. Η κρίση στον Τύπο και οι ανεπαρκείς πόροι θα έπρεπε να μας αποτρέψουν να προχωρήσουμε. Ωστόσο, εμείς το επιχειρούμε επειδή μια βαριά κουρτίνα σιωπής και ψεύδους έχει πέσει γύρω από τις απόψεις των κομμουνιστών. Καθημερινή "Λιμπερατσιόνε" για να αντιμετωπίσουμε μία επίθεση πιο άγρια και αρπαχτική στον τομέα των συντάξεων και της απασχόλησης... "Λιμπερατσιόνε" καθημερινή για να τονίσουμε πόσο σημαντική είναι για μας τους κομμουνιστές μία πραγματική, επιτελική και προγραμματική ενότητα ολόκληρης της ιταλικής Αριστεράς. "Λιμπερατσιόνε" καθημερινή γιατί θεωρούμε θανατηφόρα για τα δικαιώματα των εργαζομένων και για τα συμφέροντα ολόκληρης της χώρας αυτήν τη νεοφιλελεύθερη, αυταρχική και καταστρεπτική Δεξιά... "Λιμπερατσιόνε" καθημερινή για να συνεχίσουμε να οικοδομούμε πάνω σε εκείνη την πράξη υπερηφάνειας και απελευθέρωσης που πριν τέσσερα χρόνια μας οδήγησε στην επανίδρυση του κομμουνιστικού κόμματος".

Ο σύντροφος Κοράντο Πέρνα, αρχισυντάκτης της "Λιμπερατσιόνε", έγραψε στο φύλλο της Κυριακής 23 Απρίλη:

"Στην πρώτη βδομάδα της κυκλοφορίας, από τις 8 μέχρι 16 Απρίλη, αν και η εφημερίδα διανεμήθηκε μόνο στις μεγάλες πόλεις (σε λίγο καιρό θα καλύψουμε ολόκληρη τη χώρα) πουλήσαμε περίπου 26.000 φύλλα κάθε μέρα. Τις επόμενες μέρες θα αρχίσουμε να τυπώνουμε, για ολόκληρη την Ιταλία, περίπου 75.000 φύλλα τη μέρα".

Φόσκο ΤΖΙΑΝΙΝΙ

ΠΡΟΕΔΡΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΣΤΗ ΓΑΛΛΙΑ
Μια πρώτη ανάλυση του αποτελέσματος

Τα αποτελέσματα της τελευταίας εκλογικής αναμέτρησης στη Γαλλία έδωσαν τροφή σε πολλές σκέψεις και κρίσεις. Το σημερινό μας κομμάτι θα απασχοληθεί με μερικές αναλυτικές λεπτομέρειες σχετικές με τα αποτελέσματα των υποψηφίων του πρώτου γύρου - για πολλούς, σε σύγκριση με εκείνα του πρώτου γύρου των προεδρικών εκλογών του 1988.

Τραυματισμένη "πρωτιά"

Ας αρχίσουμε από τον υποψήφιο που κατέλαβε την πρώτη θέση - το σοσιαλιστή Λιονέλ Ζοσπέν (23,24%). Η επιτυχία του παρουσιάζει μια σχετική ομοιογένεια. Κατορθώνει να κερδίσει την πρώτη θέση σε 63 νομούς σε σύνολο 96. Σε 87 νομούς ξεπερνά το 20% των ψήφων. Είναι φανερό ότι το ψηφοδέλτιό του έχει κερδίσει σαφώς πιο πολύ στη Δύση παρά στην Ανατολή. Οι 16 από τους 18 νομούς όπου "έπιασε" πάνω από 26% βρίσκονται στη Δύση. Οι 6 από τους 9 νομούς όπου δε φθάνει το 20% βρίσκονται στην ανατολική μεθόριο της χώρας.

Ο Λιονέλ Ζοσπέν αποτέλεσε μια από τις εκπλήξεις των εκλογών, αλλά όχι "αβρόχοις ποσί". Κατέλαβε μεν την πρώτη θέση, αλλά με ποσοστό 10,85% μικρότερο και με 3.265.000 ψήφους λιγότερους από τον Φ. Μιτεράν στον 1ο γύρο του 1988.

Ενα δίδυμο χωρίς επιτυχία στον 1ο γύρο

Οι δυο κύριοι υποψήφιοι της Δεξιάς, οι Ζακ Σιράκ (20,64%) και Εντ. Μπαλαντίρ (18,54%), ουσιαστικά μοιράζονται τις ψήφους ενός κοινού εκλογικού σώματος. Η εικόνα τους είναι φανερά συμπληρωματική. Ο ένας αποσπά ψήφους συνήθως από τον άλλο. Ο Σιράκ αποσπά την πρώτη θέση σε 18 νομούς και ο Μπαλαντίρ σε 6. Τη σπουδαιότερη εξαίρεση φαίνεται να αποτελεί η Κορσική, όπου και οι δυο υποψήφιοι αποσπούν πολύ καλά αποτελέσματα. Συνολικά, κερδίζουν 918.000 ψήφους σε σχέση με τους υποψηφίους της Δεξιάς το 1988.

Εκτίμηση χωρίς υπερβολή

O υποψήφιος του Εθνικού Μετώπου, Ζαν Μαρί Λεπέν (15,15%), σημειώνει μια σχετική επιτυχία που, αναμφίβολα, μεγιστοποιείται. Σε σχέση με το 1988, κερδίζει σε ποσοστά 0,76% και, σε απολύτους αριθμούς, 197.000 ψήφους. Είναι, αναντίρρητα, ο "υποψήφιος της Ανατολής". Και οι 11 νομοί όπου ξεπερνά το 20% βρίσκονται στην Ανατολή και οι ισχυρές του περιοχές είναι στη γαλλογερμανική μεθόριο και, πιο συγκεκριμένα, στην Αλσατία και τη Λορένη. Πολύ ισχυρός είναι ο Λεπέν και στην περιοχή της Χρυσής Ακτής. Εκεί βρίσκονται και τα παραδοσιακά του προπύργια, αν και εκεί παρουσιάζει μια πολύ ελαφρά κάμψη. Στο Κέντρο και στη Δύση, κατά κανόνα, δε φθάνει το 15% και, σε όχι λίγες περιπτώσεις, ούτε το 10%. Καταλαμβάνει την πρώτη θέση σε 7 νομούς, όλους, φυσικά, στην Ανατολή.

Η σύνθεση των ψηφοφόρων του είναι πολύ σαφής. Από τη μια μεριά, ψηφίζεται από μεγάλο μέρος της μεγαλοαστικής τάξης και των αμέσων συμμάχων της, πράγμα που εξηγεί τα υψηλά ποσοστά του στις "αριστοκρατικές" περιοχές. Από την άλλη, ψηφίζεται, σε σχετικά μαζική κλίμακα, από εκείνους των οποίων η θέση ή κινδυνεύει να γίνει ή έχει ήδη γίνει εξαιρετικά ανασφαλής. Ψηφίζεται από αυτούς που, είτε λόγω ιδιαίτερα σαφούς, είτε λόγω ιδιαίτερα ασαφούς επίγνωσης των συμφερόντων τους, θέλουν ένα "ισχυρό καθεστώς" που θα αποκρούσει, στερεώνοντας, όμως, την καπιταλιστική κοινωνία, τους κινδύνους που τους απειλούν ή νομίζουν ότι τους απειλούν.

Ανοδική η πορεία του ΓΚΚ

Ο κομμουνιστής υποψήφιος Ρομπέρ Υ είναι, αναντίρρητα, ένας από τους νικητές των εκλογών.

Συνολικά, συγκεντρώνει το 8,7% των εγκύρων ψήφων και 2.631.173 ψήφους. Η άνοδός του είναι γενική και σε όλη τη χώρα, χωρίς εξαίρεση. Σε σχέση με την υποψηφιότητα Λαζουανί στον πρώτο γύρο του 1988, κερδίζει 2% και, σε απολύτους αριθμούς, 578.000 ψήφους. Οι πιο ισχυρές του περιοχές είναι ο Βορράς, η περιοχή του Παρισιού (αλλά όχι το ίδιο το Παρίσι) και μερικοί νομοί του Κέντρου. Οι πιο αδύνατες περιοχές του είναι οι "υπεραντιδραστικοί" (χαρακτηρισμός της "Ουμανιτέ") νομοί της Αλσατίας και της Λορένης και μερικοί ανατολικοί παραμεθόριοι νομοί. Τα ποσοστά του αυξάνονται και εκεί, αλλά παραμένουν σχεδόν συμβολικά. Σε 13 νομούς ξεπερνά το 12%. Οι νομοί όπου δε φθάνει το 5%, 28 το 1988, τώρα είναι μόνο 5.

Η φυσιογνωμία των ψήφων του είναι, επίσης, σαφής. Ψηφίζεται κυρίως από εργάτες και υπαλλήλους, ίσως πιο πολύ στο δημόσιο τομέα από ό,τι στον ιδιωτικό. Η ψήφος Υ είναι, όπως κατά παράδοση η κομμουνιστική ψήφος στη Γαλλία, μια ψήφος έντονα "αστική" (με τη γεωγραφική έννοια), πράγμα που εξηγεί τα πολύ καλά αποτελέσματα σε μερικές πόλεις. Ωστόσο, σε μερικές περιοχές, του Κέντρου ιδιαίτερα, το βάρος της αγροτικής ψήφου υπέρ του Ρομπέρ Υ δεν είναι αμελητέο.

Μια μη αντιστάσιμη άνοδος

Η Αρλέτ Λαγκιγέ έχει κάθε λόγο να είναι ικανοποιημένη. Απέσπασε 1.617.000 ψήφους και ποσοστό 5,34%. Σε σχέση με τον πρώτο γύρο του 1988, κερδίζει 3,34% και, σε απολύτους αριθμούς, 1.010.000 ψήφους. Η επιτυχία της είναι ομοιογενής σε όλη τη χώρα. Σε 61 νομούς ξεπερνά το 5%. Στο μεγαλύτερο μέρος των υπολοίπων έχει ποσοστά της τάξης 4,5 - 4,9%. Σε 5 νομούς (που, παραδόξως, βρίσκονται σχεδόν όλοι στην Ανατολή, καλύπτοντας, μάλιστα, και την Αλσατία), καταλαμβάνει την 5η θέση.

Η φυσιογνωμία των ψηφοφόρων της είναι σαφής και μοιάζει με εκείνη της "ψήφου Υ". Κυρίως εργαζόμενοι, διανοούμενοι, ακαδημαϊκά στελέχη και προωθημένα στοιχεία των μεσαίων τάξεων που χτυπιούνται από την κρίση.

Το αποτέλεσμα των Υ - Λαγκιγέ περιέχει και μια άλλη ένδειξη: Οι μισοί περίπου ψήφοι που χάνει ο Ζοσπέν το 1995, σε σύγκριση με τον Μιτεράν το 1988, πήγαν προς αριστερές κατευθύνσεις.

Ο μοναχικός καβαλάρης

Τέλος, ο άλλος υποψήφιος της Δεξιάς, ο Φιλίπ ντε Βιλιέ (4,78%), υπολείφθηκε πολύ της επίδοσής του στις ευρωεκλογές. Κερδίζει, όμως, την πρώτη θέση σε 1 νομό, τη γνωστή Βανδέα της Δυτ. Γαλλίας, προφανώς γιατί είναι η ιδιαίτερη πατρίδα του.

Μια περιβόητη ψήφος

Πολλά έχουν γραφεί για την "ψήφο διαμαρτυρίας". Πού βρίσκεται;

Το έχουμε ήδη πει.

Οι πρώτες αναλύσεις φαίνεται να δείχνουν ότι οι Ζοσπέν, Σιράκ και Μπαλαντίρ γενικά μοιράζονται τις ψήφους εκείνων που, γενικά και σωστά ή όχι, θεωρούν τον εαυτό τους "στήριγμα του κράτους". Εκείνες οι ψήφοι που σ' αυτούς είναι πολύ σπάνιες είναι οι "ψήφοι διαμαρτυρίας".

Αντίθετα, οι Υ, Λαγκιγέ και Λεπέν, παρουσιάζουν την αντίθετη εικόνα: Είναι υποψήφιοι σαφούς διαμαρτυρίας, αποτελούν τα "δοχεία" της ψήφου αυτών που θεωρούν τον εαυτό τους "ριγμένο" και που γίνονται όλο και περισσότεροι. Η ομοιότητά τους, όμως, σταματά εδώ. Στην περίπτωση Υ - Λαγκιγέ, οι ψήφοι προέρχονται από τα πιο συνειδητά στρώματα του πληθυσμού. Είναι οι ψήφοι όχι της απλής διαμαρτυρίας, αλλά της συνειδητής διαμαρτυρίας εκείνων που αντιτίθενται με επίγνωση στην αιτία του κακού, δηλαδή στην κυριαρχία του κεφαλαίου. Αντίθετα, η "ψήφος Λεπέν" είναι η ψήφος που επιθυμεί, συνειδητά ή ασυνείδητα, να διαιωνίσει τον καπιταλισμό, η ψήφος εκείνων που στρέφονται, συχνά ακαθόριστα, στις "παραδοσιακές αξίες" που κάποτε ήταν επωφελείς γι' αυτούς. Ενα μέρος των ψηφοφόρων του Λεπέν, ασφαλώς, δεν είναι τόσο αφελές. Ακολουθεί τον "αρχηγό" ακριβώς επειδή δεν έχει εμπιστοσύνη στους άλλους αρχηγούς της Δεξιάς σαν ασφαλή προπύργια για τη "σωτηρία του καθεστώτος". Πρόκειται για τον σκληρό πυρήνα της αντίδρασης.

Μια και το αναφέραμε, ο πρώτος γύρος των προεδρικών εκλογών της Γαλλίας του 1995 έδειξε και αυτό: Η στροφή της κυρίαρχης τάξης προς την πολιτικοϊδεολογική αντίδραση συνεχίζεται. Ετσι, βλέπουμε το σύνολο των υποψηφίων της Δεξιάς και της άκρας Δεξιάς να συγκεντρώνει συνολικά το 59,11% των ψήφων, έναντι 50,87% το 1988.

ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΣΤΗ ΒΡΕΤΑΝΙΑ
"Μίζες" και εκεί;

Τα ανθρακωρυχεία της Βρετανίας γίνονται, για ακόμη μια φορά, η πέτρα του σκανδάλου. Η ιδιωτικοποίησή τους, την οποία πόθησαν και προώθησαν με τόσο ζήλο οι διαδοχικές κυβερνήσεις των Συντηρητικών, δεν προχωρά, όπως ο Ανταμ Σμιθ θα ευχόταν

Οι υποψίες για την ύπαρξη ενός μεγάλου σκανδάλου, στο οποίο πιθανότατα εμπλέκονται πρώην υπουργοί των Τόρις, αποκαλύπτουν πως ο όμορφος κόσμος της"ελεύθερης αγοράς" συχνά εμφανίζεται σύμφυτος με τη διαφθορά και, τελικά, δε λειτουργεί, τόσο "ελεύθερα", όσο οι νεοφιλελεύθεροι υποστηρικτές του φαντάζονται.

Το φαινόμενο της εμφάνισης σκανδάλων κατά τη διαδικασία των ιδιωτικοποιήσεων, που έχουν σαρώσει όλες τις χώρες Ευρώπης, Αμερικής, Ασίας και Αυστραλίας, δεν είναι σπάνιο. Αντίθετα, εμφανίζεται τακτικά, θα έλεγε κανείς, περιοδικά. Οι καταγγελίες για "προμήθειες", κοινώς "μίζες", προς τους πολιτικούς ή τεχνοκράτες, οι οποίοι θα δώσουν το "πράσινο φως" για την εξαγορά της τάδε επιχείρησης από την τάδε εταιρία, ή για προνομιακή μεταχείριση ορισμένων εταιριών, αφθονούν. Το θέμα πήρε διαστάσεις και στη χώρα μας, συζητήθηκε, μάλιστα, και στη Βουλή, με αφορμή την υπόθεση παραπομπής του πρώην πρωθυπουργού, Κ. Μητσοτάκη, για την πώληση της τσιμεντοβιομηχανίας "ΑΓΕΤ Ηρακλής".

Κανόνας χωρίς...

εξαιρέσεις

Η Βρετανία μπορεί να είναι η ιστορική μητρόπολη του καπιταλισμού, αλλά ήταν δυνατό να ξεφύγει από τον κανόνα; Τέσσερα χρόνια μετά την έναρξη της διαδικασιών για την περισσότερο "επώδυνη", από το πλήθος των ιδιωτικοποιήσεων, που αποφάσισαν οι κυβερνήσεις Θάτσερ και υλοποίησε ο διάδοχος Μέιτζορ, την ιδιωτικοποίηση των ανθρακωρυχείων της χώρας, η βρετανική κυβέρνηση αναγκάστηκε να διορίσει πρόσφατα ορκωτούς λογιστές για να ερευνήσουν τις καταγγελίες για "εκτροπές" και "σκάνδαλα" κατά τη διαδικασία της πώλησής τους.

Το ζήτημα ανέκυψε μέσα από τις καταγγελίες του βρετανικού Τύπου και τις επερωτήσεις των Εργατικών βουλευτών στο Κοινοβούλιο. Ψηφίδα την ψηφίδα, σχηματίστηκε μια εικόνα για την πορεία της ιδιωτικοποίησης των ορυχείων, η οποία έδωσε λαβή για ποικίλες αμφιβολίες και τη γένεση υποψιών για λαθροχειρίες εκ μέρους του αρμοδίου για το ζήτημα υπουργού των Τόρις.

Συγκεκριμένα, οι υποψίες, καθώς και η έρευνα των ορκωτών λογιστών, που άρχισε πρόσφατα, θα επικεντρωθούν σε δύο πτυχές της συνολικής διαδικασίας για την ιδιωτικοποίηση των βρετανικών ανθρακωρυχείων, που, ας σημειωθεί, δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη: Η μια αφορά τα της ανάθεσης της μελέτης για την ιδιωτικοποίηση, της τράπεζας που το ανέλαβε και του τελικού κόστους. Η δεύτερη αφορά την επιλογή της επιχείρησης, στην οποία παραχωρήθηκαν τα τρία ανθρακωρυχεία της Αγγλίας.

Η ανάθεση της μελέτης και της διεκπεραίωσης των διαδικασιών ιδιωτικοποίησης των βρετανικών ανθρακωρυχείων έγινε το 1991 από τον τότε υπουργό Ενέργειας των Τόρις, Τζον Ουέικαμ, στην εμπορική τράπεζα "Ν. Μ. Ροθστσάιλντ". Σήμερα, τέσσερα χρόνια μετά, και καθώς η ιδιωτικοποίηση δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί, το όλο κόστος της υπόθεσης, που πληρώνει το βρετανικό δημόσιο και εισπράττει η τράπεζα "Ν. Μ. Ροθστσάιλντ", έχει ξεπεράσει τα 7.500.000 λίρες. Ομως, το ποσό, με βάση τη βρετανική εφημερίδα "Ιντιπέντεντ", θεωρήθηκε και θεωρείται υπέρμετρα υψηλό.

Απαντώντας στις ερωτήσεις της εργατικής αντιπολίτευσης, η κυβέρνηση των Συντηρητικών αναγκάστηκε να παραδεχτεί πως η προσφορά της "Ν. Μ. Ροθστσάιλντ" δεν ήταν η οικονομικότερη προσφορά που είχε γίνει το 1991 προς την τότε κυβέρνηση. Ο πρώην υπουργός Ενέργειας Τζον Ουέικαμ, από την πλευρά του, τη δικαιολόγησε, υποστηρίζοντας ότι ήταν η "συνολικά καλύτερη", αν και κάπως ακριβότερη από τις άλλες.

"Φιλικές"

εξυπηρετήσεις|Κ

Ολα αυτά θα έστεκαν και θα προκαλούσαν, ίσως, αντιδράσεις, αν δεν υπήρχε μια ακόμη μικρή "λεπτομέρεια" στην υπόθεση. Ο Τζον Ουέικαμ, ένα χρόνο μετά την έγκριση και την υπογραφή της σχετικής σύμβασης, αφού έχασε στις εκλογές του '92 το υπουργείο του, προσελήφθη πάραυτα από την τράπεζα "Ν. Μ. Ροθστσάιλντ". Και αποτελεί, μέχρι σήμερα, σύμβουλό της και μέλος του διοικητικού της συμβουλίου, εισπράττοντας από αυτήν υψηλοτάτη αμοιβή. "Σε ανταμοιβή για την προνομιακή μεταχείριση που της επιφύλαξε τις ημέρες της υπουργίας του;", αναρωτιούνται οι "κακές γλώσσες".

Ανάλογες υποψίες για προνομιακή μεταχείριση εταιρίας - φίλου του κόμματος των Τόρις υπάρχουν και στο ζήτημα της εξαγοράς των τριών ανθρακωρυχείων της Αγγλίας από μια εταιρία, γνωστή ως "Ρ. Τζ. Μπατζ Μάινινγκ". Πρόκειται για μια επιχείρηση σχεδόν μικρομεσαία, που, ως την ημέρα της εξαγοράς των τριών μεγάλων αγγλικών ορυχείων, δεν ήταν γνωστή παρά στους κύκλους του κλάδου της.

Η "Ρ. Τζ. Μπατζ Μάινινγκ" ανήκει σε κάποιον Ρίτσαρντ Μπατζ, μέλος μιας οικογένειας επιχειρηματιών, παραδοσιακών υποστηρικτών των Τόρις. Η σχέση τους αυτή με το Συντηρητικό Κόμμα έχει εξασφαλίσει, σύμφωνα με την εφημερίδα"Ιντιπέντεντ", στις επιχειρήσεις των Μπατζ, αρκετές προνομιακές συμβάσεις κατά το παρελθόν. Καταγγέλλεται, δε, ευρύτατα, κυρίως από τους ανταγωνιστές του Μπατζ στην υπόθεση της εξαγοράς των ανθρακωρυχείων, ότι, και σε αυτήν την υπόθεση, η εταιρία της οικογένειας απόλαβε προνομιακής μεταχείρισης από την κυβέρνηση των Τόρις. Και πως μόνον χάρη σ' αυτήν, μπόρεσε, τελικά, η σχεδόν "μικρομεσαία" εξορυκτική - εκμεταλλευτική επιχείρηση του Ρίτσαρντ Μπατζ να τους "φάει" τη δουλιά.

Οπως και να έχουν τα πράγματα, επί των ζητημάτων αυτών, καλούνται να αποφανθούν πλέον οι ορκωτοί λογιστές του βρετανικού δημοσίου. Η έρευνα έχει ήδη αρχίσει και δεν αναμένεται να ολοκληρωθεί πριν τα τέλη του έτους. Η υπόθεση της ιδιωτικοποίησης των ανθρακωρυχείων, ίσως, να "πληγώσει" το μεγάλο εμπνευστή και υποστηρικτή της, την κυβέρνηση των Συντηρητικών. Αυτά που οι έρευνες θα φέρουν στην επιφάνεια είναι, τελικά, πολύ πιθανό να κλυδωνίσουν για ακόμη μια φορά την ήδη κλονισμένη κυβέρνηση του Τζον Μέιτζορ.

Μαριάννα ΤΟΛΙΑ

Τα αποτελέσματα του Παρισιού

Στο Παρίσι - πόλη, τα αποτελέσματα είναι τα εξής:

Σιράκ 32,2%

Ζοσπέν26%

Μπαλαντίρ16,6%

Λεπέν9,25%

Λαγκιγέ4,8%

Ρομπέρ Υ 4,7%

Βουανέ 3,63%

Ντε Βιλιέ 2,6%

Το Παρίσι ψηφίζει, όπως συνήθως, δεξιά. Οι τέσσερες βασικοί υποψήφιοι της Δεξιάς συγκεντρώνουν ποσοστό ελαφρά ανώτερο του εθνικού τους συνόλου (60,65%, αντί 59,11%) αλλά και ο Ζ. Σιράκ, δήμαρχος της πόλης, κερδίζει ψήφους σε βάρος των υπολοίπων. Οι πιο αριστερές δυνάμεις, που εκφράζονται με τα ψηφοδέλτια Ρομπέρ Υ και Λαγκιγέ, έχουν επίδοση συνολικά πολύ κατώτερη του εθνικού τους μέσου όρου (9,5%, αντί 14%). Το σύνολό τους, όμως, και τα επί μέρους ποσοστά τους αυξάνονται σημαντικά, σε σύγκριση με το 1988.

Φωτογραφική διάταξη αλά αγγλικά...

Οι κάλπες του πρώτου γύρου έβγαλαν πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ