ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 14 Σεπτέμβρη 1997
Σελ. /48
ΔΙΕΘΝΗ
ΧΙΛΗ 1970-1973
Ενα μάθημα ταξικής πάλης

Στις 4 Σεπτέμβρη του 1970 στη Χιλή συντελείται μια πολιτική αλλαγή, η οποία θα αποδειχθεί στη συνέχεια ιστορική από κάθε άποψη. Στις προεδρικές εκλογές που θα πραγματοποιηθούν αυτή τη μέρα, ο σοσιαλιστής Σαλβαντόρ Αλιέντε, επικεφαλής του αριστερού συνασπισμού "Λαϊκή Ενότητα", κερδίζει τη σχετική πλειοψηφία με ποσοστό 36,3% των ψήφων, έναντι 35% που πήρε ο δεξιός υποψήφιος Χοσέ Αλεσάντρι και 27% που πήρε ο χριστιανοδημοκράτης Ραδομίρο Τόμιτς. Η επίσημη ανακήρυξη του Αλιέντε ως Προέδρου της χώρας έγινε στις 4 του Νοέμβρη, αφού προηγουμένως εξασφαλίστηκε στο πρόσωπό του η αναγκαία υποστήριξη των χριστιανοδημοκρατών. Ετσι την κυβερνητική εξουσία αναλάμβανε ένα ευρύ αριστερό μπλοκ πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων, που συνένωνε κομμουνιστές, σοσιαλιστές, ριζοσπάστες, χριστιανοδημοκράτες, κεντρώες δυνάμεις, αλλά και αριστερίστικες ομάδες.

Τρία χρόνια μετά, στις 11 του Σεπτέμβρη του 1973, η κυβέρνηση Αλιέντε ανατρέπεται από αμερικανοκίνητο στρατιωτικό πραξικόπημα, του οποίου ηγούνταν ο στρατηγός Πινοσέτ, ο ναύαρχος Μερίνο, ο πτέραρχος Λέι και ο στρατηγός Μεντόζα της χωροφυλακής. Ο Πρόεδρος Αλιέντε δολοφονήθηκε, μαχόμενος κατά των πραξικοπηματιών στο Προεδρικό Μέγαρο. Λίγες μέρες μετά, στις 23 του Σεπτέμβρη, θα δολοφονηθεί και ο κομμουνιστής ηγέτης, εθνικός ποιητής της Χιλής Πάμπλο Νερούντα. Η "ειρηνική επανάσταση" - όπως ονομάστηκε η περίοδος διακυβέρνησης της χώρας από τη Λαϊκή Ενότητα και τον Αλιέντε - πνίγηκε στο αίμα και στη χώρα επιβλήθηκε ένα από τα στυγνότερα δικτατορικά καθεστώτα που γνώρισε ο σύγχρονος κόσμος.

Η χιλιανή εμπειρία, το πείραμα της "ειρηνικής επανάστασης" δηλαδή και η κατάληξή του, απασχόλησε ευρύτερα το επαναστατικό κίνημα τόσο την εποχή που έλαβαν χώρα τα γεγονότα - όσο και μετά - και αποτέλεσε πεδίο αντιπαράθεσης μεταξύ των διαφόρων ρευμάτων του εργατικού κινήματος. Παραμένει δε ένα από τα κλασικότερα σχολεία διδασκαλίας της ταξικής πάλης γενικά και των κανόνων της επανάστασης ειδικότερα. Η προσέγγιση του θέματος δεν είναι εύκολη και στα πλαίσια ενός άρθρου, φυσικά, δεν είναι δυνατό να αναφερθούμε σε όλες τις λεπτομέρειες που το συνθέτουν. Θα προσπαθήσουμε απλώς να αναφερθούμε σε ορισμένες.

Η Χιλή πριν τον Αλιέντε

Η Χιλή που παρέλαβε η κυβέρνηση της Λαϊκής Ενότητας ήταν μια χώρα καθυστερημένη οικονομικά και βαθιά εξαρτημένη από τις ΗΠΑ. Τα ορυχεία, ιδίως αυτά του χαλκού, ήταν βασικός παράγοντας της οικονομικής της ζωής. Ο χαλκός κάλυπτε το 80% του εθνικού πλούτου της και τα αποθέματά του αποτελούσαν το 18% της παγκόσμιας αγοράς χαλκού και το 25% των αποθεμάτων της Δύσης. Τα ορυχεία χαλκού ελέγχονταν πλήρως από τις ΗΠΑ και συγκεκριμένα από τα μονοπώλια "Ανακόντα", "Κένεκοτ", "Τζέρο", "Μπαράνετ". Ισχυρή ήταν επίσης η διείσδυση του ξένου κεφαλαίου τόσο στη βιομηχανία όσο και στο πιστωτικό σύστημα. Βασικός δε εκπρόσωπος των αμερικανικών συμφερόντων στη Χιλή ήταν η ΙΤΤ (διεθνής τηλεφωνική και τηλεγραφική εταιρία), η οποία έλεγχε πλήθος άλλων θυγατρικών εταιριών, έχοντας ισχυρότατη δύναμη εξάρτησης στην οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας.

Η γεωργία και η κτηνοτροφία της Χιλής απασχολούσαν το 30% του πληθυσμού της χώρας. Εντούτοις η αγροτική οικονομία ήταν καθυστερημένη, κυριαρχούσαν τα τσιφλίκια και μια βαθιά αγροτική μεταρρύθμιση ήταν κάτι παραπάνω από επιβεβλημένη, γεγονός που δεν το αρνιόταν καμιά πολιτική δύναμη στη χώρα.

Απ' όσα εν συντομία αναφέραμε, γίνεται αντιληπτό ότι οποιαδήποτε αλλαγή στη Χιλή σε προοδευτική κατεύθυνση απαιτούσε ουσιαστικές ρήξεις με τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό και το ντόπιο και ξένο οικονομικό κατεστημένο. Η αρχή μιας τέτοιας διαδικασίας έγινε με τις προεδρικές εκλογές του 1970, τη νίκη της Λαϊκής Ενότητας και την προεδροποίηση του Σαλβαντόρ Αλιέντε.

Ο συνασπισμός της Λαϊκής Ενότητας και οι αντιφάσεις του

Η Λαϊκή Ενότητα, όπως έχουμε προαναφέρει, ήταν ένας πλατύς αριστερός κοινωνικοπολιτικός συνασπισμός. Δημιουργήθηκε το Δεκέμβρη του 1969. Στις γραμμές της συμμετείχαν το σοσιαλιστικό κόμμα του Σ. Αλιέντε, το ΚΚ, το Ριζοσπαστικό Κόμμα, το Ενωμένο Κίνημα Λαϊκής Δράσης, ορισμένες οργανώσεις κεντροαριστερής απόχρωσης, όπως η "Δράση του Ανεξάρτητου Λαού" και το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Τη Λαϊκή Ενότητα στήριζαν, τρόπον τινά, και διάφορες αριστερίστικες οργανώσεις με κυριότερη το MIR (επαναστατικό αριστερό κίνημα). Τέλος, στην πορεία, στις γραμμές της προσχώρησε και η αριστερή πτέρυγα του χριστιανοδημοκρατικού κόμματος.

Οπως εύκολα γίνεται αντιληπτό, η Λαϊκή Ενότητα ήταν ένα πολύχρωμο πολιτικό μόρφωμα κι ακριβώς αυτή της η πολυμορφία και πολυχρωμία ήταν ταυτόχρονα η δύναμη και η αδυναμία της. Το γεγονός αυτό γίνεται εύκολα φανερό, αν δει κανείς την ικανότητα του συνασπισμού αυτού να καταφέρνει συνεχώς εκλογικές επιτυχίες, αλλά ταυτόχρονα να αδυνατεί να προετοιμάσει τις δυνάμεις του για την αποφασιστική σύγκρουση με τις δυνάμεις της αντίδρασης, παρόλο που η τελευταία από ένα σημείο και μετά φανερά έδειχνε ότι προετοιμάζεται να δώσει στην κυβέρνηση Αλιέντε το αποφασιστικό χτύπημα. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι στη Λαϊκή Ενότητα ήταν κυρίαρχη η αυταπάτη ότι είναι δυνατή η αντιιμπεριαλιστική - αντιμονοπωλιακή αλλαγή και ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός στη χώρα μέσα από βαθμιαία βήματα και φυσικά χωρίς να χρειαστεί η προσφυγή στην επαναστατική βία. Βασικός εκφραστής αυτής της αντίληψης ήταν ο Πρόεδρος Αλιέντε και στο Σοσιαλιστικό του κόμμα. Στην πραγματικότητα - κι αυτό φάνηκε περίτρανα από τα γεγονότα - επρόκειτο για μια βαθιά αυταπάτη, που εδραζόταν στην αντίληψη ότι η κατάκτηση της εκτελεστικής εξουσίας είναι αρκετή για την προώθηση επαναστατικών αλλαγών. Χαρακτηριστικό δε είναι το γεγονός πως ενώ το ΚΚ πρότεινε στον Αλιέντε - όταν πλέον ήταν φανερό ότι η αντίδραση θα χτυπούσε αργά ή γρήγορα - να μοιραστούν όπλα στο λαό, αυτός αρνήθηκε, εμμένοντας στο δόγμα του ειρηνικού δρόμου.

Φανερή ήταν επίσης η αδυναμία της Λαϊκής Ενότητας να ελέγξει δυνάμεις που, ενώ φαίνονταν ως σύμμαχές της, την υπονόμευαν ανοιχτά. Τέτοια ήταν η δράση των αριστερίστικων οργανώσεων, που με επικεφαλής το MIR προέβαιναν σε ενέργειες που τρομοκρατούσαν τις λαϊκές μάζες και απομάκρυναν από τη Λαϊκή Ενότητα τα μικροαστικά στρώματα (π. χ. δήμευαν μικρές περιουσίες, σταματούσαν στο δρόμο ιδιωτικά αυτοκίνητα και προέβαιναν σε κατασχέσεις, ένοπλα τμήματά τους ενεργούσαν επιχειρήσεις κατά βούληση κ. ο. κ.). Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η αντίδραση αξιοποίησε προς όφελός της στο έπακρο τη δράση αυτών των αριστερίστικων ομάδων.

Παρ' όλες τις παραπάνω αδυναμίες, η Λαϊκή Ενότητα κατάφερε να προωθήσει ένα πρόγραμμα σημαντικών αντιιμπεριαλιστικών - αντιμονοπωλιακών αλλαγών. Συγκεκριμένα προχώρησε στην εθνικοποίηση των ορυχείων κι όλων σχεδόν των ιδιωτικών τραπεζών. Στα δύο πρώτα χρόνια απαλλοτριώθηκαν 3.278 τσιφλίκια και από το μέτρο αυτό ωφελήθηκαν 40.000 οικογένειες φτωχών αγροτών και εργατών. Με πιο αργούς ρυθμούς προωθήθηκαν οι εθνικοποιήσεις στον τομέα της βιομηχανίας. Εθνικοποιήθηκαν πάνω από 150 επιχειρήσεις. Ακόμη προωθήθηκε ο εργατικός έλεγχος, αυξήθηκε αισθητά το εισόδημα των εργαζομένων, με αποτέλεσμα να αυξηθεί η λαϊκή κατανάλωση και να βελτιωθεί ουσιαστικά η ζωή των φτωχών λαϊκών στρωμάτων.

Ηταν καθαρό πως η προώθηση αυτών των μέτρων έφερνε στην ημερήσια διάταξη, ανοιχτά πλέον, το ζήτημα της εξουσίας συνολικά. Η Λαϊκή Ενότητα θα υποχρεωνόταν από τα πράγματα ή να επιχειρήσει να πάρει το σύνολο της εξουσίας στα χέρια της, προωθώντας τον επαναστατικό μετασχηματισμό του κράτους ή να παραχωρήσει τη θέση της στην αντίδραση και να αποχωρήσει - με τον ένα ή τον άλλο τρόπο - από το προσκήνιο των εξελίξεων. Κι αυτό έγινε με το πραξικόπημα του Σεπτέμβρη του '73.

Η αντίδραση

Είναι πλέον πασίγνωστο ότι το πραξικόπημα στη Χιλή οργανώθηκε και εκτελέστηκε από τους Αμερικανούς, τις υπηρεσίες τους και τα πολυεθνικά τους μονοπώλια, ιδίως την ΙΤΤ. Το ρόλο της ΙΤΤ είχε καταγγείλει μάλιστα ο ίδιος ο Αλιέντε πολλές φορές, ακόμη και στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ. Από τα στοιχεία που έχουν δει το φως της δημοσιότητας είναι πλέον αποδεδειγμένο ότι η υπονόμευση της κυβέρνησης της Λαϊκής Ενότητας οργανώθηκε από την πρώτη στιγμή της ανόδου του Αλιέντε στο προεδρικό αξίωμα. Οι Αμερικανοί με τις υπηρεσίες τους, τη CIA, τη DIA κτλ. είχαν αναπτύξει πλούσια δραστηριότητα για την ευρεία εξαγορά δημοσιογράφων, εφημερίδων, περιοδικών πολιτικών, στρατιωτικών, κρατικών παραγόντων κ. ά. Ηταν τέτοιες δε οι ποσότητες δολαρίων που χρησιμοποιήθηκαν γι' αυτό το σκοπό, ώστε στις μεγάλες απεργίες των ιδιοκτητών, τον Οκτώβρη του 1972 και τον Αύγουστο του 1973, η τιμή του νομίσματος αυτού έπεσε στη μαύρη αγορά.

Οι ΗΠΑ δεν αρκέστηκαν μόνο στα παραπάνω μέτρα. Προώθησαν ένα ευρύτατο οικονομικό μποϊκοτάζ στη χώρα, με φανερό ή κρυφό τρόπο και με σκοπό να τη γονατίσουν οικονομικά. Ενα από τα μέτρα που πήραν ήταν να ρίξουν στη διεθνή αγορά τα αποθέματά τους σε χαλκό σε χαμηλότερες τιμές, ούτως ώστε η Χιλή να χάσει τη βασικότερη πηγή συναλλάγματος που είχε. Το μποϊκοτάζ αυτό πρέπει να σημειώσουμε ότι πέτυχε.

Ολη η υπονομευτική δουλιά των ΗΠΑ ξεδιπλώθηκε και κλιμακώθηκε ποικιλόμορφα στο εσωτερικό της Χιλής, από την αστική εσωτερική αντιπολίτευση καθ' όλη τη διάρκεια της κυβέρνησης Αλιέντε. Το πρώτο διάστημα που η Λαϊκή Ενότητα βρίσκεται στην κυβερνητική εξουσία, η εσωτερική αστική αντιπολίτευση αρκείται να ασκεί την αντιπολιτευτική της δράση με νόμιμα, κυρίως κοινοβουλευτικά μέσα. Στη συνέχεια όμως θα προχωρήσει παραπέρα και θα δε θα διστάσει να χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε μέσο που θεωρεί προσοδοφόρο. Οργανώνει πλήθος σαμποτάζ σε βάρος της οικονομίας της χώρας, δολιοφθορές, οι ιδιοκτήτες επιχειρήσεων προχωρούν σε λοκ άουτ, οι κυρίες του καλού κόσμου βγαίνουν στους δρόμους με τις γούνες, χτυπώντας κατσαρόλες για να διαμαρτυρηθούν για ελλείψεις τροφίμων, που οι άντρες τους έκρυβαν από την αγορά κ. ο. κ. Σε όλη αυτή την εκστρατεία η Λαϊκή Ενότητα αντέταξε την οργανωμένη δράση των εργατών και των λαϊκών στρωμάτων και σε γενικές γραμμές κατάφερε να αντιμετωπίσει τις προβοκάτσιες. Απέφυγε όμως να προετοιμάσει αυτές τις δυνάμεις και να τις οργανώσει για την αποφασιστική αναμέτρηση με την ντόπια και ξένη αντίδραση. Ετσι όταν η τελευταία διαπίστωσε στις εκλογές για το Κογκρέσο (Μάρτης 1973) ότι η Λαϊκή Ενότητα παίρνοντας ένα ποσοστό της τάξης του 44% διατηρούσε και αύξανε την επιρροή της στο λαό, έπραξε ότι δε θέλησε να πράξει ο αντίπαλός της, καταφέρνοντάς του αυτή το αποφασιστικό χτύπημα.

Γιώργος ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΚΛΟΓΕΣ ΣΤΗ ΝΟΡΒΗΓΙΑ
Ερωτηματικά για το μελλοντικό σκηνικό

Μπροστά σε εκπλήξεις πολλών μεγατόνων διαφαίνεται ότι βρίσκεται η νορβηγική κοινωνία, καθώς οι κάλπες αναμένεται να καταδείξουν μία σημαντική άνοδο του ακροδεξιού κόμματος, υποσκελίζοντας πολλά από τα βασικά κόμματα της αντιπολίτευσης και απειλώντας ταυτόχρονα και την αυτοδυναμία του κυβερνώντος σοσιαλδημοκρατικού "Εργατικού Κόμματος".

Οι εξελίξεις θα περιμένουν τους Νορβηγούς από την 16η Σεπτεμβρίου, δηλαδή την επομένη των κοινοβουλευτικών εκλογών, καθώς το ακροδεξιό Προοδευτικό Κόμμα ροκανίζει ψήφους από όλα τα κόμματα και ναι μεν το Εργατικό Κόμμα παραμένει πρώτο στις προτιμήσεις των Νορβηγών στις τελευταίες σφυγμομετρήσεις, αλλά μόλις με 35%, ποσοστό που δεν του εξασφαλίζει πιθανά την αυτοδυναμία. Επομένως, παραμένει μία ισχυρή πιθανότητα, να χάσουν την εξουσία οι σοσιαλδημοκράτες, πολιτικοί που εφεύραν με τους υπολοίπους σκανδιναβούς συναδέλφους τους, το "σκανδιναβικό σοσιαλιστικό μοντέλο". Οι δημοσκοπήσεις αυτές που δημοσιεύτηκαν μόλις λίγες μέρες πριν από την 15η Σεπτεμβρίου, καταδεικνύουν σαφέστατα την τάση του εκλογικού σώματος να στραφεί προς την άκρα Δεξιά.

Η ακροδεξιά στροφή

Το "Προοδευτικό Κόμμα" με τον ηγέτη του Καρλ Χάγκεν, κατόρθωσαν - σύμφωνα πάντα με τις τελευταίες σφυγμομετρήσεις - να τριπλασιάσουν το ποσοστό τους πηδώντας από το 6.3%, περίπου στο 17% των ψήφων, παρότι φαίνεται αποδυναμωμένο σχετικά με την έκρηξη του καλοκαιριού που το έφερνε στήθος με στήθος με το Εργατικό Κόμμα. Ο Χάγκεν έχει καταφέρει να αγγίξει πολλά στρώματα της νορβηγικής κοινωνίας, τα οποία κάτω από την οικονομική δυσπραγία της τελευταίας πενταετίας, έχουν αρχίσει να δυσανασχετούν με την αθρόα προσέλευση ξένων μεταναστών στη χώρα τους. Επιδεικνύοντας μία σχετικά καλή ρητορική και φημολογία, προσεγγίζει δημαγωγικά το σοβαρότατο πρόβλημα των αλλαγών - κυρίως οικονομικών - που συντελούνται στη νορβηγική κοινωνία. Ασχέτως του τελικού ποσοστού που τελικά θα συγκεντρώσει, αυτό που είναι πραγματικά ανησυχητικό είναι η επιρροή μίας ρατσιστικής και ξενοφοβικής πολιτικής στο μέσο Νορβηγό. Μπορεί ο Χάγκεν να μην έχει ακόμα εξελιχθεί, και δεν μπορούμε να πούμε αν θέλει και μπορεί, σε έναν δεύτερο Ζαν Μαρί Λεπέν, από την άλλη όμως μπορεί να αποδειχτεί και χειρότερος. Εξάλλου, ο ίδιος κρατά ερμητικά κλειστά τα χαρτιά του όσον αφορά τις μετεκλογικές του προθέσεις και παρά τη δυναμική που του προσδίδουν οι δημοσκοπήσεις και την αναγνώριση από τον πρωθυπουργό Θορμπιόερν Γιάγκλαντ, στο πρόσωπό του τον πολιτικό του αντίπαλο, δεν κατεβαίνει να διεκδικήσει τον πρωθυπουργικό θώκο.

Μοναδικός διεκδικητής είναι ο Γιάγκλαντ, αλλά ουδείς μπορεί να είναι σίγουρος ότι μπορεί και να τον κερδίσει. Ο Γιάγκλαντ που αντικατέστησε τον Οκτώβριο του προηγούμενου χρόνου, τον δημοφιλή Χάρλεμ Μπρούντλαντ, έχει δηλώσει ότι αν το Εργατικό Κόμμα δε συγκεντρώσει το ποσοστό που είχε στις εκλογές του 1993, δηλαδή 36.9%, θα παραιτηθεί. Το Εργατικό Κόμμα που κυβερνά τη χώρα επί επτά συναπτά έτη, επικεφαλής ενός συνασπισμού κομμάτων, εξακολουθεί να υποστηρίζει μία σκληρή οικονομική πολιτική που ολοένα και μικρότερη απήχηση βρίσκει στους Νορβηγούς.

Παράλληλα, τρεις από τους "νευραλγικούς" υπουργούς του παραιτήθηκαν και για τον ίδιο οι "υποτιθέμενες σχέσεις με την KGB" κατά τη διάρκεια του "ψυχρού πολέμου" λειτούργησαν περιέργως και θετικά και αρνητικά. Το βασικό ερώτημα όμως παραμένει πόσο μπορεί να αλλάξει το πολιτικό σκηνικό και τι συμμαχίες θα δημιουργηθούν. Με βάση πάντα τα τελευταία στοιχεία, το Κεντρώο Κόμμα, το Χριστιανικό Κόμμα και το "Βέντρε" δε θα είναι ικανά να σχηματίσουν κυβέρνηση, κανένα δε φαίνεται διατεθειμένο να συνεργαστεί με το Προοδευτικό Κόμμα, ενώ το Εργατικό δε θα μπορεί να κυβερνήσει.

Η οικονομική δυσπραγία

Οι δεκαετίες του '70 και '80 ήταν για όλες σχεδόν ανεξαιρέτως τις σκανδιναβικές χώρες, οι "χρυσές" δεκαετίες, μια και ο "σκανδιναβικός σοσιαλισμός" φαινόταν να αποδίδει και οι πολίτες του να ευημερούν, κάνοντας πολλούς να τους θεωρούν τη μόνη "ενδεδειγμένη λύση" - σύμφωνα με το χαρακτηρισμό του "Economist". Πολλά πράγματα άλλαξαν ραγδαία από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας που διανύουμε. Αρχικά παρατηρήθηκε μία επιδείνωση στα επίπεδα του πληθωρισμού με ολοένα αυξητικές τάσεις, ιδιαίτερη δυσκολία στον ισοσκελισμό του προϋπολογισμού, μείωση των εξαγωγών. Βέβαια, η εκμετάλλευση των πλουσιότατων κοιτασμάτων πετρελαίου στη Βόρεια Θάλασσα αποτέλεσε σημείο διαφυγής, μαζί με τα γνωστά "κόλπα" για το συγκερασμό των οικονομικών προβλημάτων, όπως υποτίμηση του νομίσματος, αύξηση της φορολογίας και αυστηρότατος έλεγχος των κρατικών δαπανών, με άλλα λόγια αυστηρή λιτότητα. Πρακτικές αρκετά ξένες προς το μοντέλο που εφαρμοζόταν μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του '80, όπως παρατηρεί ο οικονομολόγος Κλας Εκλουντ, επικεφαλής της Τράπεζας "Skandinaviska Eskilda". Ενώ σπεύδει να συνεχίσει ότι αυτό παρότι οι Νορβηγοί το δέχτηκαν τόσο υπομονετικά, δεν μπορεί να συνεχιστεί επ' αόριστο και θα πρέπει να γίνου οι αναγκαίες δομικές αλλαγές για να μπορέσει η χώρα, μαζί με όλες τις υπόλοιπες αδελφές σκανδιναβικές χώρες, να ακολουθήσουν τον παγκόσμιο ανταγωνισμό της ελεύθερης αγοράς και την "παγκοσμιοποίηση" της οικονομίας. Προειδοποιώντας μάλιστα τους πολιτικούς, με πρώτους τους Νορβηγούς να "κλείσουν τα αυτιά τους" στις φωνές όλων αυτών που ζητούν, και κυρίως των εργατικών συνδικάτων, αύξηση των μηνιαίων αποδοχών τους (ένας στους έξι Νορβηγούς απασχολούνται στο δημόσιο τομέα) και παράλληλη αύξηση των δημοσίων δαπανών που έχουν κυριολεκτικά παγώσει εδώ και καιρό.

Οι εκλογές αυτές μπορεί να αποτελέσουν το ευρύτερο σκηνικό μίας αλλαγής εκ βάθρων, τόσο στην ίδια τη Νορβηγία, όσο και στις υπόλοιπες σκανδιναβικές χώρες, μια και παρόμοιες τάσεις και αναλογίες παρατηρούνται και σε αυτές, ενώ η Σουηδία και η Δανία θα προχωρήσουν σε εκλογές σε λιγότερο από ένα χρόνο, αντιμετωπίζοντας ανάλογες αν όχι δυσχερέστερες καταστάσεις.

Το "Εργατικό Κόμμα", που κυβερνά τη χώρα επί επτά συναπτά έτη, επικεφα

Το "Εργατικό Κόμμα", που κυβερνά τη χώρα επί επτά συναπτά έτη, επικεφαλής ενός συνασπισμού κομμάτων, εξακολουθεί να υποστηρίζει μία σκληρή οικονομική πολιτική, που ολοένα και μικρότερη απήχηση βρίσκει στους Νορβηγούς

Η "ειρηνική επανάσταση" - όπως ονομάστηκε η περίοδος

Η "ειρηνική επανάσταση" - όπως ονομάστηκε η περίοδος διακυβέρνησης της χώρας από τη Λαϊκή Ενότητα και τον Αλιέντε - πνίγηκε στο αίμα και οι όποιες ελπίδες του χιλιανού λαού θάφτηκαν κάτω από τις ερπύστριες των τανκς της χούντας του Πινοτσέτ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ