Με μεγάλο ενδιαφέρον αναμένονταν οι κρίσιμες συνομιλίες ανάμεσα στον Ισραηλινό πρωθυπουργό Μπέντζαμιν Νετανιάχου και τον Παλαιστίνιο ηγέτη Γιασέρ Αραφάτ στο Μέριλαντ των ΗΠΑ, συνομιλίες που χαρακτηρίζονταν από όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές "ιδιαίτερα σημαντικές" για το μέλλον της "ειρηνευτικής διαδικασίας" αλλά και της περιοχής της Μέσης Ανατολής. Εντούτοις, μέρα με τη μέρα οι προσδοκίες των διοργανωτών αυτής της συνόδου μοιάζουν να διαψεύδονται, καθώς καμία ουσιαστική πρόοδος δεν έχει επιτευχθεί και οι διαφορές των δύο μερών παραμένουν αγεφύρωτες παρατείνοντας το τέλμα των ισραηλινο-παλαιστινιακών συνομιλιών.
Αποφασισμένη να δώσει ένα τέλος στο αδιέξοδο της "ειρηνευτικής διαδικασίας" εμφανιζόταν η Ουάσιγκτον στα μέσα του περασμένου μήνα, όταν ο Αμερικανός Πρόεδρος Μπιλ Κλίντον ανακοίνωνε τη σύγκληση συνόδου κορυφής Ισραηλινών και Παλαιστινίων. Η αμερικανική διπλωματία είχε, στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών, αλλεπάλληλες διαβουλεύσεις με Ισραηλινούς και Παλαιστινίους αξιωματούχους προκειμένου να καθίσουν οι δύο εταίροι των "ειρηνευτικών συμφωνιών" στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Σε μια προσπάθεια να κατευνάσει τα πνεύματα, η Ουάσιγκτον άσκησε έντονες πιέσεις στον Παλαιστίνιο ηγέτη να μην προχωρήσει σε ανακοίνωση της πρόθεσής του για μονομερή ανακήρυξη ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους στα πλαίσια της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, γεγονός που πέτυχε. Ο Γιασέρ Αραφάτ δεν έκρυψε τη δυσαρέσκειά του για τις εξελίξεις, αλλά απέφυγε να κάνει βαρύγδουπες δηλώσεις και ανακοινώσεις, ενέργεια που χρησιμοποιήθηκε ως μοχλός πίεσης και προς τον Μπέντζαμιν Νετανιάχου προκειμένου να αποδεχτεί τις διαπραγματεύσεις.
Της ανακοίνωσης της συνόδου κορυφής ακολούθησε μια ολιγοήμερη περιοδεία στη Μέση Ανατολή της Αμερικανίδας υπουργού Εξωτερικών Μαντλίν Ολμπράιτ,μετά από πάρα πολλούς μήνες, η οποία δε σκόπευε παρά στο να προλειάνει το έδαφος των επερχόμενων συνομιλιών. Ηδη από την περιοδεία αυτή είχε διαφανεί το χάσμα απόψεων ανάμεσα στις δύο πλευρές, καθώς η επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας είχε παραδεχτεί, με δηλώσεις της, ότι "πολλά ζητήματα μένουν ακόμα να συζητηθούν". Οι διαφορές αυτές και η αδυναμία των ΗΠΑ να καλύψουν τα κενά και τα διφορούμενα σημεία της "ειρηνευτικής διαδικασίας", της οποίας είναι εμπνευστές, εμφανίστηκαν ιδιαίτερα έντονα, ήδη, από την έναρξη της συνόδου.
Ισραηλινοί και Παλαιστίνιοι δεν έκρυβαν τη δυσπιστία τους, ενώ έμειναν αμετακίνητοι στις θέσεις τους. Οπως χαρακτηριστικά δήλωνε ο στενός σύμβουλος του Γιασέρ Αραφάτ, Αχμέντ Τίμπι, οι Παλαιστίνιοι επιμένουν να συμπεριληφθούν στην όποια ενδεχόμενη συμφωνία συγκεκριμένες διευθετήσεις για την αποφυλάκιση των 3.000 Παλαιστινίων κρατουμένων στις ισραηλινές φυλακές, για το μέγεθος της τρίτης φάσης της αποχώρησης των ισραηλινών στρατευμάτων από τα κατεχόμενα, για το "πάγωμα" κάθε εβραϊκής εποικιστικής δραστηριότητας. Φυσικά τονίζουν ότι οι ίδιοι αποδέχτηκαν την αμερικανική πρόταση πως η δεύτερη φάση της ισραηλινής αποχώρησης να μην έχει μεγαλύτερο μέγεθος από το 13% της Δυτικής Οχθης.
Από την άλλη πλευρά, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός δεν έχει, ουδέποτε, αποσαφηνίσει επισήμως αν είναι διατεθειμένος να προχωρήσει σε αποχώρηση από το 13%, ενδεχόμενο που προκαλεί τις έντονες αντιδράσεις των ακροδεξιών συγκυβερνώντων του που απειλούν να ρίξουν την κυβέρνηση. Επίσης, ο Μπέντζαμιν Νετανιάχου εμφανίζεται, σύμφωνα με διπλωματικές πηγές, απρόθυμος να συζητήσει οτιδήποτε για την τρίτη φάση της ισραηλινής αποχώρησης, για την οποία, υποστηρίζει, ότι μόνο το Ισραήλ μπορεί να αποφασίσει το πότε και πώς θα πραγματοποιηθεί. Παράλληλα, "σιγήν ιχθύος" τηρεί όσον αφορά και το ζήτημα των εβραϊκών οικισμών, οι οποίοι, παρά τις περί του αντιθέτου δεσμεύσεις των, ήδη, υπογεγραμμένων "ειρηνευτικών συμφωνιών", επεκτείνονται διαρκώς τόσο στη Δυτική Οχθη όσο και στην ανατολική αραβική Ιερουσαλήμ.
Το μόνο θέμα που δέχεται να συζητήσει ο Μπέντζαμιν Νετανιάχου, την επίλυση του οποίου θέτει ως προϋπόθεση της οποιασδήποτε περαιτέρω κίνησης, είναι το ζήτημα της ισραηλινής ασφάλειας και της πάταξης της ισλαμιστικής τρομοκρατίας, αίτημα για το οποίο κατηγορεί την Παλαιστινιακή Αρχή ότι δε δείχνει ιδιαίτερη "θέρμη" ως προς την αντιμετώπισή του, υποστηρίζοντας ότι ο Γιασέρ Αραφάτ "χρησιμοποιεί" τους εξτρεμιστές ως μέσο πίεσης προς το Ισραήλ. Η ισραηλινή επιμονή μεταβλήθηκε σε αποκλειστική εμμονή μετά την επίθεση με χειροβομβίδες, τη Δευτέρα, στην ισραηλινή πόλη Μπεερσέμπα, η οποία ενδυνάμωσε την ισραηλινή επιχειρηματολογία και έκανε ακόμη πιο βαριά την, ήδη, τεταμένη ατμόσφαιρα των συνομιλιών. Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί ότι παραμένουν πολλά τα αμφισβητούμενα στοιχεία όσον αφορά τον δράστη της επίθεσης, ο οποίος χαρακτηρίστηκε από την Παλαιστινιακή Αρχή ως πράκτορας της ισραηλινής μυστικής υπηρεσίας Σιν Μπετ, που δρούσε και στους κόλπους της εξτρεμιστικής οργάνωσης "Χαμάς".
Παρ' όλα αυτά, η Ουάσιγκτον μοιάζει αποφασισμένη να μην αφήσει τη σύνοδο να λήξει χωρίς, τουλάχιστον, μια επιμέρους συμφωνία, έστω και για τα πλέον δευτερεύοντα ζητήματα ανάμεσα στις δύο πλευρές. Για πολλούς, η αποφασιστικότητα αυτή πηγάζει τόσο από την επιθυμία της να επανεπιβεβαιώσει την απόλυτη κυριαρχία της στην περιοχή, θέτοντας στο περιθώριο όσους άδραξαν την ευκαιρία του δίχρονου τέλματος για να συμμετάσχουν στο "παιχνίδι της μοιρασιάς", όπως η Γαλλία, όσο και από την ανάγκη να ενδυναμωθεί, ενόψει των εκλογών του Κογκρέσου στις αρχές Νοέμβρη, το κύρος της κυβέρνησης Κλίντον και του ίδιου του Προέδρου, το οποίο έχει πληγεί από τις τελευταίες εσωτερικές εξελίξεις με τα διάφορα σκάνδαλα. Η σημασία που δίνει η αμερικανική κυβέρνηση στην επίτευξη της όποιας συμφωνίας φαίνεται και από το γεγονός ότι ο Αμερικανός Πρόεδρος Μπιλ Κλίντον ανέβαλε προγραμματισμένη προεκλογική περιοδεία του στην Καλιφόρνια, προκειμένου να παραμείνει στις ισραηλινο-παλαιστινιακές διαπραγματεύσεις. Υπό τις πιέσεις αυτές, η Ουάσιγκτον δε δίστασε να μην τηρήσει ούτε τα προσχήματα και να "ρίξει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων" την πρόταση να επιστατήσει η CIA τον αφοπλισμό των ισλαμιστικών οργανώσεων και τη σύλληψη των 36 βασικών καταζητούμενων εξτρεμιστών από το Ισραήλ, απομακρύνοντας, έστω και προσωρινά, το αδιέξοδο που προκύπτει από την επιμονή του Μπέντζαμιν Νετανιάχου να εκδοθούν οι καταζητούμενοι στο Ισραήλ και από την κατηγορηματικά άρνηση του Γιασέρ Αραφάτ να πράξει κάτι τέτοιο. Με την επίσημη εμφάνιση της CIA στις διαπραγματεύσεις, διότι ανεπίσημα η CIA συντονίζει εδώ και καιρό τις κοινές ισραηλινο-παλαιστινιακές περιπόλους ασφαλείας, είναι σαφές ότι καταρρίπτεται και η τελευταία ελπίδα όσων, μέχρι σήμερα, επέμεναν να εθελοτυφλούν πιστεύοντας ότι η "ειρηνευτική διαδικασία" αποτελεί μια ουσιαστική προσπάθεια ειρηνικής συνύπαρξης Ισραηλινών και Παλαιστινίων.
Είτε επιτευχθεί, είτε όχι κάποιου είδους συμφωνία στο Μέριλαντ τον ΗΠΑ, οι ουσιαστικές διαφορές ανάμεσα στις δύο πλευρές θα παραμείνουν αγεφύρωτες στο πλαίσιο της συγκεκριμένης "ειρηνευτικής διαδικασίας", καθώς οι συμφωνίες που την εισήγαγαν δεν μπορούν να τις επιλύσουν γιατί εμπεριέχουν τόσα πολλά θολά και αμφίσημα σημεία, που τόσο οι Ισραηλινοί όσο και οι Παλαιστίνιοι ερμηνεύουν κατά βούληση, αλλά στην πράξη μόνο η αμερικανική διαμεσολάβηση θα καλείται, ανά περίπτωση, να τα διευθετεί. Είναι, πλέον, περισσότερο από σαφές ότι, λίγους μόνο μήνες πριν από την ολοκλήρωση της "ειρηνευτικής διαδικασίας", που σύμφωνα με τις συμφωνίες τοποθετείται στο Μάη του 1999, Ισραηλινοί και Παλαιστίνιοι έχουν εντελώς διαφορετική εικόνα για το τι θα σημάνει η ολοκλήρωση αυτή, καθώς η Παλαιστινιακή Αρχή μιλά για ανεξαρτησία, ενώ η ισραηλινή κυβέρνηση ουδέποτε συμφώνησε σε μια τέτοια κατεύθυνση.
Πέντε χρόνια μετά την υπογραφή της συμφωνίας του Οσλο, η μοναδική προοπτική που διαφαίνεται από την "ειρηνευτική διαδικασία" είναι ένα διαρκές αδιέξοδο, που θα δημιουργείται από την αμφισημία των συμφωνιών, και θα αίρεται, μερικώς, ανά περιστάσεις, από τις αλλεπάλληλες αμερικανικές διαμεσολαβήσεις, οι οποίες αποτελούν, πλέον, και την ουσία της ύπαρξης των συμφωνιών. Αλλωστε, είναι πια πασιφανές ότι η "ειρηνευτική διαδικασία" δεν είναι ο δρόμος εκείνος που θα οδηγήσει στην ευημερία και στην πραγματική ειρήνη τους δύο λαούς, ούτε στην πολυπόθητη ανεξαρτησία τους Παλαιστινίους, οι οποίοι βυθίζονται ολοένα και περισσότερο στην οργή και στην απογοήτευση. Η "ειρηνευτική διαδικασία" μάλλον είναι ο δρόμος που οδηγεί τις ΗΠΑ στην απόλυτη κυριαρχία και στη μόνιμη παρουσία στην περιοχή, η οποία, όπως τονίζουν πολλοί, μοιάζει, πλέον, έτοιμη να εκραγεί με ανυπολόγιστες συνέπειες, πάλι, για τους άμεσα εμπλεκομένους λαούς.
Ελένη ΜΑΥΡΟΥΛΗ
Παραδοσιακά, η Κίνα πάντα υπήρξε έθνος που έδινε έμφαση στην εκπαίδευση. Δυστυχώς όμως, ακόμα και τη δεκαετία του 1980 υπήρχαν περισσότερα από 7 εκατομμύρια παιδιά, σχολικής ηλικίας, που δεν μπορούσαν να πάνε σχολείο εξαιτίας της φτώχειας. Σε φτωχές αγροτικές περιοχές τα μαθήματα διδάσκονταν σε σαραβαλιασμένους ναούς, σε βάρκες, ακόμα και σε χωράφια. Μαθητές που δεν είχαν τετράδια και μολύβια αναγκάζονταν να γράφουν στην άμμο με κλαδιά ή με τα δάχτυλά τους. Το πρόβλημα αυτό έγινε ένας εθνικός πονοκέφαλος που έμοιαζε πως δεν μπορούσε να γιατρευτεί.
Ποιος θα έσωζε αυτά τα παιδιά από τον αναλφαβητισμό; Ποιος θα υπεράσπιζε τα δικαιώματά τους για εκπαίδευση; Τον Οκτώβρη του 1989 το Κινέζικο Νεολαιίστικο Ιδρυμα Ανάπτυξης (CYDF) ανακοίνωσε την απόφασή του να δημιουργήσει ένα ταμείο, το οποίο θα μάζευε χρήματα απ' όλη την κοινωνία. Ονομάστηκε "Πρόγραμμα Ελπίδας" και αναμενόταν να χρησιμοποιηθεί με τρεις τρόπους: ορίζοντας "φίλους" για τα παιδιά που έχουν παρατήσει το σχολείο, επισκευάζοντας σχολικά κτίρια στις φτωχές αγροτικές περιοχές και αγοράζοντας βιβλία και διάφορα άλλα υλικά για τέτοια σχολεία (Αξίζει να σημειωθεί πως η CYDF είναι μια μη κερδοσκοπική οργάνωση, που ιδρύθηκε κάτω από την αιγίδα της ΚΕ της Κομμουνιστικής Ενωσης Νεολαίας της Κίνας).
Η 9χρονη λειτουργία του "Προγράμματος Ελπίδας" έφερε θετικά αποτελέσματα. Με 1,3 δισεκατομμύρια γιαν, βοήθησε 1,85 εκατομμύρια παιδιά που είχαν παρατήσει το σχολείο να ξανασυμμετάσχουν και έκτισε 6.000 δημοτικά σχολεία σε φτωχές αγροτικές περιοχές. Μια εθνική έρευνα έδειξε πως το ποσοστό των μαθητών του δημοτικού αυξήθηκε κατά 22%, ενώ το ποσοστό των μαθητών στα γυμνάσια έφτασε στο 86,4%, από 54,8% που ήταν πριν δημιουργηθούν τα σχολεία "Ελπίδας" σε αυτές τις περιοχές. Εκτός από αυτά, 10.000 δημοτικά σχολεία σε αγροτικές περιοχές εξοπλίστηκαν με βιβλιοθήκες με 500 βιβλία το καθένα. Μέχρι το 2000, το CYDF έχει βάλει στόχο να βοηθήσει 3 εκατομμύρια παιδιά που παράτησαν το σχολείο και να κτίσει 7.000 σχολεία "Ελπίδας".
Η κοινωνική επίδραση του "Προγράμματος Ελπίδας" είναι τεράστια. Σκοπός της είναι να φέρει την εκπαίδευση στην προσοχή της κοινωνίας, προωθώντας την παράλληλα σε όλα τα επίπεδα της κυβέρνησης, ώστε να αυξηθούν οι δαπάνες. Μια έρευνα έδειξε ότι το 94,4% των περιφερειακών ηγετών, το 100% των νομαρχιακών ηγετών και το 97% των ηγετών της χώρας παραδέχτηκαν πως οι τοπικές κυβερνήσεις έδωσαν μεγαλύτερη σημασία στο ζήτημα της εκπαίδευσης επειδή το "Πρόγραμμα Ελπίδας" είχε λειτουργήσει στις περιοχές τους. Ενα ακόμα πιο ενδιαφέρον στοιχείο αναδείχτηκε από μια άλλη έρευνα, όπου το 76% αυτών που ρωτήθηκαν πιστεύουν πως το πρόγραμμα είναι η πιο πετυχημένη ιδεολογική και πατριωτική εκστρατεία για την εκπαίδευση των τελευταίων χρόνων.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι το "Πρόγραμμα Ελπίδας" έχει προσελκύσει διάφορους δωρητές που ζουν σε κάθε περιοχή της χώρας, σε όλο τον κόσμο, ακόμα και από μεγάλες ξένες πολυεθνικές.
Η επιτυχία του "Προγράμματος Ελπίδας" μπορεί να αποδοθεί και στην αποτελεσματική σύνδεση των δωρητών με τους αποδέκτες. Υπάρχει τρόπος ώστε ο δωρητής να μπορεί να παρακολουθεί την εξέλιξη των αποδεκτών και να γνωρίζει αν τα χρήματά του έχουν φτάσει στα παιδιά.
Υπάρχει παράλληλα η δυνατότητα μια ολόκληρη οικογένεια να στηρίζει έναν μαθητή που έχει παρατήσει το σχολείο. Το CYDF υπολόγισε ότι υπάρχουν 70 εκατομμύρια νοικοκυριά σε αστικές περιοχές στην Κίνα, από τους οποίους τα 50 εκατομμύρια ζουν μια σχετικά άνετη ζωή. Ετσι, αν το 1% αυτών πάρουν μέρος στο "Πρόγραμμα Ελπίδας", τότε θα μπορούσαν να βοηθήσουν 500.000 παιδιά να ξαναπάνε στο σχολείο κάθε χρόνο.
Η Κίνα αναμένεται να λύσει την άθλια φτώχεια που υπάρχει στις αγροτικές περιοχές μέχρι το 2000 και το "Πρόγραμμα Ελπίδας" θα έχει πιθανότατα ολοκληρώσει την ιστορική του αποστολή μέχρι τότε.
(Αποσπάσματα από την "Επιθεώρηση του Πεκίνου" (Beijing Review), της 21 - 27 Σεπτέμβρη 1998)
Οι γνωστοί ευρωσχολιαστές προσπαθούν εναγωνίως να αποδείξουν ότι η λαϊκή άρνηση δεν αφορά τον ευρω-ενωσιακό προσανατολισμό. Οι ψήφοι - λένε - πήγαν στο εξίσου ευρω-ενωσιακό κόμμα της Νέας Δημοκρατίας και εγκλωβίστηκαν στους εξίσου ευρωενωσιακούς του Συνασπισμού της ΕΑΡ. Μάταιος ο κόπος τους. Ο λαός κρίνει κυρίως κατά κανόνα κυβερνητική πολιτική. Εάν αυτή συνεχιστεί και από κυβέρνηση επόμενου κόμματος, εξίσου θα καταδικαστεί. Η πολιτική απάτη του "ευρωπαϊκού προσανατολισμού", της "παγκοσμιοποίησης" της "σύγκλισης" και της "ΟΝΕ" εξελίσσεται σε παγίδα για τους εμπνευστές της. Με την αρχή του νέου χρόνου και στο φόντο των επικείμενων ευρω - εκλογών του Ιούνη 1999 αυτό θα φανεί ιδιαίτερα έντονα σε ρυθμούς πιθανών επαναλαμβανόμενων κοινωνικών εκρήξεων.
Στη δημιουργία τους πρωτοστάτησαν δυνάμεις και πρόσωπα αναγνωρισμένου φιλειρηνικού προσανατολισμού. Ορισμένες κυριάρχησαν σε μια πλειάδα δήμων. Αλλες ισχυροποιήθηκαν στη θέση της αντιπολίτευσης. Συναποτελούν μια λαϊκή δύναμη ευρύτερου δημοκρατικού προοδευτικού χαρακτήρα, με αγωνιστές αναγνωρισμένους στην περιοχή και στην εργασία τους. Το γεγονός αυτό έρχεται να δέσει τα αυστηρώς τοπικά προβλήματα με τη γενικότερη εσωτερική και εξωτερική πολιτική της Ελλάδας. Το ζήτημα είναι με ποιες μορφές αυτά θα δεθούν. Το κύριο βάρος των δημοτικών παρατάξεων ξεκινά από τα δημοτικά προβλήματα και σύμφωνα με τις ιδιαιτερότητες επεκτείνεται στα γενικότερα που τα επηρεάζουν και τα καθορίζουν.
Αντίθετα, το κύριο βάρος των οργανώσεων ειρήνης ξεκινά από τα γενικότερα προβλήματα, για να καταδείξει βασικές αιτίες δισεπίλυσης τοπικών προβλημάτων.
Οι μαχητές της ειρήνης χέρι - χέρι με τους μαχητές της Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρέπει να αναδείξουν ότι τα λαϊκά προβλήματα είναι ενιαία κι αδιαίρετα για όλους.
Αντώνης ΔΑΜΙΓΟΣ
Μέχρι και στις προσευχές καταφεύγουν οι Εβραίοι έποικοι προκειμένου να μην προχωρήσει η συμφωνία...
Πολλές οι συζητήσεις, αξεπέραστα τα αδιέξοδα