Η Θεσσαλονίκη αργοπεθαίνει από το διαρκές κυκλοφοριακό έμφραγμα που τη βασανίζει κι αυτοί ...τα καραβάκια τους. Μετά τον εκπρόσωπο Τύπου του ΠΑΣΟΚ Σπ. Βούγια, που, επί υφυπουργίας του ακόμα, είχε προτείνει κυκλοφοριακή ανακούφιση με τη δημιουργία θαλάσσιας αστικής συγκοινωνίας, προχτές, πήρε σειρά ο νομάρχης Θεσσαλονίκης, Π. Ψωμιάδης. Τι πρότεινε; Ακτοπλοϊκή σύνδεση της Θεσσαλονίκης με τη Μηχανιώνα, καθώς και με τους τουριστικούς προορισμούς των Νομών Χαλκιδικής, Πιερίας, και Καβάλας. Πώς; Με τα φέρι μποτ του Ρίου - Αντιρρίου, μια και τώρα, με τη λειτουργία της γέφυρας, έχουν περιέλθει σε αχρηστία.
Ποιος τους πιάνει τους Θεσσαλονικείς! Μετά τις βόλτες με το Μετρό, την υποθαλάσσια οδική αρτηρία, το τραμ και τη θαλάσσια αστική συγκοινωνία, τώρα θα έχουν κι ακτοπλοϊκή σύνδεση... Αντε παιδιά, του χρόνου και υποβρύχια...
«Θα παίρνατε αναβολικά για να αυξήσετε τις πιθανότητες νίκης;». Αυτή ήταν μια από τις ερωτήσεις έρευνας - μελέτης, που πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό της ΕΕ στις χώρες - μέλη και οι αθλητές της χώρας μας (1.500 στον αριθμό, ανάμεσά τους και πρωταθλητές) απάντησαν «ναι» σε ποσοστό 55%. Ποσοστό που φέρνει τη χώρα μας στην πρώτη θέση ανάμεσα σε επτά από τις μεγαλύτερες χώρες - μέλη της ΕΕ, με δεύτερη τη Φινλανδία (52%), τρίτη την Ολλανδία (42%) και τέταρτη τη Γερμανία (40%). Στοιχεία, τα οποία είναι ιδιαίτερα αρνητικά και ενδεικτικά του μεγέθους και της σοβαρότητας των σχετικών προβλημάτων - στο βαθμό που η έρευνα αντανακλά την πραγματικότητα. Ακόμη περισσότερο, όταν από στοιχεία της ίδιας έρευνας προκύπτει, ότι οι ερωτώμενοι γνωρίζουν σε μεγάλο ποσοστό τις βλαβερές συνέπειες των αναβολικών. Το 60% απαντά ότι το ντόπινγκ απαγορεύεται γιατί βλάπτει την υγεία, ενώ το 48% δηλώνει ότι το ντόπινγκ είναι επικίνδυνο για την υγεία, αλλά μόνο το 18% απαντά ναι στο ερώτημα «το ντόπινγκ απαγορεύεται γιατί δε συνάδει με το "ευ αγωνίζεσθαι"».
Τα προαναφερόμενα στοιχεία της έρευνας, μαζί με άλλα, δημοσιεύτηκαν τις προάλλες στα «Νέα», χωρίς να σημειώνεται στο σχετικό ρεπορτάζ πότε έγινε και, ιδιαίτερα, αν τα αποτελέσματά της αποτέλεσαν αντικείμενο προβληματισμού από τους αρμοδίους των Βρυξελλών και πολύ περισσότερο απ' αυτούς στην Αθήνα. Πολύ θα θέλαμε, όμως, να έχουμε απαντήσεις και σ' αυτά.
Πάντως, ανεξάρτητα από το βαθμό εγκυρότητας της προαναφερόμενης έρευνας, τα όσα αποκαλύφθηκαν τελευταία δεν επιτρέπουν τον παραμικρό εφησυχασμό. Και όχι μόνον αυτό. Δεν αφήνουν και πολλά περιθώρια, για τον προσανατολισμό και το περιεχόμενο των αναγκαίων πολιτικών και μέτρων. Εκτός και υπάρχει κανείς που να πιστεύει ότι η θλιβερή αυτή πραγματικότητα μπορεί να αντιμετωπιστεί ουσιαστικά, όσο ο αθλητισμός είναι εμπόρευμα και αντικείμενο κερδοσκοπίας; Οσο κυριαρχούν στο χώρο οι πολυεθνικές - «χορηγοί» και οι λογικές ότι οι υψηλές επιδόσεις και τα ρεκόρ φέρνουν χρήμα και δόξα; Οσο ακόμη και τα πενιχρά ποσά του κρατικού προϋπολογισμού για τα αθλητικά σωματεία μοιράζονται ανάλογα με τις αθλητικές επιδόσεις και τα ρεκόρ, σύμφωνα με τις προβλέψεις του σχετικού νόμου; ΄Η, μήπως, πιστεύει κανείς ότι τα κάθε λογής σκευάσματα, που έχουν πλημμυρίσει τα γυμναστήρια σε όλη τη χώρα και φαρμακώνουν τη νεολαία, είναι αποτέλεσμα, απλά και μόνο, μιας παράνομης δραστηριότητας κάποιου Τζέκου και όχι μια απ' τις πολλές και σοβαρές συνέπειες των κυρίαρχων σήμερα πολιτικών και πρακτικών;
Και μπορεί, βέβαια, οι κυβερνώντες και το αθλητικό κατεστημένο να μη θέλουν ούτε ν' ακούσουν τα παραπάνω, αλλά οι εργαζόμενοι, οι νέοι και οι νέες, οι αθλητές, όλοι όσοι πονούν τον αθλητισμό, έχουν κάθε συμφέρον, δικαίωμα και τη δύναμη να τα απαιτήσουν και να τα επιβάλουν.