Τι δε λέει η ΓΣΕΕ; Πρώτον ότι με βάση και την ισχύουσα οδηγία (2003/88/ΕΚ) η εξαίρεση από το 48ωρο (opt out) ισχύει στο ακέραιο και μαζί του η δυνατότητα κάθε χώρας να καθιερώσει το 65ωρο - 78ωρο. Την ευθύνη για τη διαμόρφωση αυτής της οδηγίας την έχουν εξίσου οι «νεοφιλελεύθεροι» και οι σοσιαλδημοκράτες, μαζί τους και η ΝΔ με το ΠΑΣΟΚ. Δεύτερον, η ΓΣΕΕ δε λέει ότι το σπάσιμο του χρόνου εργασίας σε «ενεργό» και «ανενεργό» μπορεί να μην προχώρησε με τη μορφή οδηγίας, προβλέπεται ωστόσο από αποφάσεις του Ευρωδικαστηρίου που μπορεί ο κάθε εργοδότης να επικαλεστεί σαν δεδικασμένο. Και τρίτον, αυτό που επίσης δε λέει η ΓΣΕΕ είναι ότι η αναμόρφωση της 2003/88/ΕΚ ξεκίνησε με αίτημα και των Ευρωπαϊκών Συνδικάτων, παρά το γεγονός ότι ήταν δεδομένη η αντιδραστική κατεύθυνση που θα ακολουθούσε η νέα οδηγία. Αυτή είναι η πραγματικότητα και είναι αναμφισβήτητη. Μετά από αυτά, ας αναρωτηθεί κάθε εργαζόμενος γιατί με μια φωνή ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ και ΓΣΕΕ έσπευσαν να θριαμβολογήσουν για τις εξελίξεις στην ΕΕ σχετικά με το χρόνο εργασίας...
Σε επικίνδυνες ατραπούς σπρώχνει η «Αυγή» τους συμβασιούχους. Με νέο δημοσίευμά της, έχοντας και την επικουρική στήριξη γνωστού εργατολόγου, ουσιαστικά, δείχνει στους συμβασιούχους και πάλι το δρόμο των δικαστηρίων. Μέσω αυτών, υποτίθεται θα μπορέσουν να διεκδικήσουν το δικαίωμά τους στη μόνιμη και σταθερή δουλειά.
Για άλλη μια φορά, ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ εμπαίζει τους συμβασιούχους, παίζοντας άθλια προεκλογικά παιχνίδια μαζί τους. Ηταν το ίδιο κόμμα, που, μέσω του Αλ. Αλαβάνου, ισχυριζόταν, πριν από μερικά χρόνια, ότι η κοινοτική οδηγία 77/1999 υποχρεώνει την αυτόματη μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου στο Δημόσιο σε αορίστου. Συνειδητά ψευδής ισχυρισμός, που κατ' επανάληψη διέψευσε ακόμα και η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε σχετικές δηλώσεις. Είναι το ίδιο κόμμα, που λέει στους συμβασιούχους να πάνε στα δικαστήρια, γιατί, λέει, υπάρχει ελληνικός νόμος, που, σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, μπορούν να τον χρησιμοποιήσουν - αν θέλουν - τα ελληνικά δικαστήρια, ώστε να μετατραπούν, ξανά, αυτόματα οι συμβάσεις τους.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι αυτή η πολιτική επιλογή είναι επιλογή ήττας. Το ζήτημα της μόνιμης και σταθερής εργασίας είναι πάνω απ' όλα πολιτικό και ως τέτοιο πρέπει να το δουν οι συμβασιούχοι. Δεν αποτελούν, λοιπόν, «λύση» οι ατομικές προσφυγές στα δικαστήρια, η εμπλοκή σε ατέρμονες νομικίστικες και αναποτελεσματικές διαδικασίες. Μόνος δρόμος είναι η οργάνωση του αγώνα και ο συντονισμός της δράσης των συμβασιούχων με τους υπόλοιπους εργαζόμενους. Αγώνας, που θα στρέφεται ενάντια στις πολιτικές επέκτασης των ελαστικών μορφών εργασίας και για τη διεκδίκηση μόνιμης και σταθερής εργασίας για όλους, με πλήρη δικαιώματα.
Περιττή μάλλον η σύσταση του Χ. Αλμούνια για περαιτέρω μείωση των μισθών και του «κόστους εργασίας» στη χώρα μας στο όνομα της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Σε αυτή ακριβώς την κατεύθυνση κινούνται εδώ και χρόνια με συνέπεια και εντεινόμενους ρυθμούς τα κόμματα του ευρωμονόδρομου στη χώρα μας. Δεν κρύβουν μάλιστα ότι η κρίση είναι μια πρώτης τάξης ευκαιρία για βάλουν σε εφαρμογή αντεργατικά σχέδια που έχουν έτοιμα στα συρτάρια τους. Το σημαντικότερο βέβαια μέτρο για τη μείωση του λεγόμενου εργατικού κόστους είναι η πλήρης ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, με ταυτόχρονη κατάργηση των εργατικών δικαιωμάτων. Δεν έχουν κάνει και λίγα μέχρι τώρα οι γαλαζοπράσινες κυβερνήσεις, που έγκαιρα είχαν ψηφίσει νόμους για την εκ περιτροπής απασχόληση, έχουν επεκτείνει την ελαστική απασχόληση στις πρώην ΔΕΚΟ και το δημόσιο τομέα, έχουν επιβάλει την ανασφάλιστη εργασία, ενώ δε δίστασαν βέβαια να μειώσουν «απευθείας» και τους μισθούς και τις συντάξεις των εργαζομένων σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα με το διαρκές «πάγωμά» τους. Χειροπιαστό αποτέλεσμα της κυρίαρχης πολιτικής είναι ότι το «μερίδιο» των μισθών ως ποσοστό του ΑΕΠ έχει πέσει αισθητά τα τελευταία χρόνια. Οι πάντες βέβαια γνωρίζουν ότι αυτή η μείωση του «κόστους εργασίας» ενίσχυσε σημαντικά την ανταγωνιστικότητα και την υπερκερδοφορία των μονοπωλίων.