Δύο εκ διαμέτρου διαφορετικής κοινωνικοταξικής εκπροσώπησης, διεθνούς επιπέδου Διασκέψεις, το Συνέδριο του Παγκόσμιου Συμβουλίου Ειρήνης στην Αθήνα τον περασμένο Μάη, και η Διάσκεψη των 15 αρχηγών κρατών στο Βερολίνο στις αρχές Ιούνη, μας δίνουν αφορμή να αναφερθούμε στη σχέση οικονομίας - πολιτικής σε διεθνικό επίπεδο.
Τελευταία διαπιστώνουμε μια ορισμένη χροιά ρεαλισμού σε κάποιες προσεγγίσεις για τις παγκόσμιες τάσεις και εξελίξεις, παρά την τάση να ανάγονται όλες οι προσδοκώμενες εξελίξεις στη λεγόμενη παγκοσμιοποίηση.
Αξίζει να προσεχτούν οι αναφορές στις διεθνείς οικονομικές σχέσεις, στις οικονομικο-πολιτικές σχέσεις μεταξύ των ιμπεριαλιστικών ενώσεων, μεταξύ των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών κρατών και των αναπτυσσομένων, και ακόμη, σε μεγαλύτερο βαθμό, μεταξύ των πρώτων και των λεγομένων φτωχών, καθυστερημένων κρατών.
Από τη μια, προβάλλεται η ιμπεριαλιστική οικονομικο-πολιτική και στρατιωτική τάξη πραγμάτων, ως το νομοτελειακό αποτέλεσμα της «παγκοσμιοποίησης», ως αέναη κίνηση ανεξάρτητη από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, ανεξάρτητη από το επίπεδο συσσώρευσης γνώσης, κοινωνικού πλούτου, κοινωνικής και ταξικής συνείδησης και πάλης.
Από την άλλη, διεθνείς Οργανισμοί, όπως ο ΟΗΕ, ενσωματωμένοι στη νέα ιμπεριαλιστική τάξη πραγμάτων, προβάλλουν τη μισή αλήθεια: δίνουν στοιχεία για τη διεύρυνση της φτώχειας κατά την τελευταία δεκαετία, εμφανίζονται ως υπερασπιστές των φτωχών λαών και κρατών.
Βεβαίως, έχει μια ορισμένη αξία η δημοσιοποίηση των στοιχείων, π.χ., του ΟΗΕ, που επιβεβαιώνουν την πόλωση μεταξύ πλούτου και φτώχειας.
Η μισή αλήθεια...
Το δε ετήσιο εθνικό εισόδημα των 48 φτωχότερων χωρών, στις οποίες ζουν 600 εκατομμύρια άνθρωποι, είναι μικρότερο από τα κεφάλαια που κατέχουν οι 3 πλουσιότεροι άνθρωποι του κόσμου (που κατά μια εκδοχή είναι και οι τρεις Αμερικανοί).
Ακόμη, το κόστος παροχής βασικής ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και διατροφής για όλους τους ανθρώπους στις αναπτυσσόμενες χώρες ανέρχεται ετησίως σε 13 δισ. δολάρια, ενώ 17 δισ. δολάρια ξοδεύουν οι Αμερικανοί και Ευρωπαίοι στις τροφές για τα κατοικίδια ζώα.
Αν και η αφρικανική αγορά θεωρείται «παρθένα» για τα προϊόντα της αυτοκινητοβιομηχανίας των ΗΠΑ, της ΕΕ και της Ιαπωνίας, είναι φανερό ότι δεν μπορεί να διαμορφωθεί μια τέτοια αγορά αν δεν προηγηθεί μια ορισμένη καπιταλιστική ανάπτυξη.
... και η άλλη μισή
Η σήψη του ιμπεριαλισμού στο τέλος του 20ού αρχές του 21ου αιώνα, εκδηλώνεται και στην ανάγκη μεγάλης εξαγωγής κεφαλαίων αλλά και στη δημιουργία όρων της πιο στυγνής ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης, που κάνει ακόμη πιο ανισόμετρη την καπιταλιστική ανάπτυξη. Ετσι ο διαχωρισμός πλουσίων-φτωχών χωρών μόνο εν μέρει αποτυπώνει αυτήν την πραγματικότητα. Ταυτόχρονα ενέχει τον κίνδυνο να διαμορφώνονται λαθεμένοι στόχοι και συμμαχίες.
Για παράδειγμα, η αγροτική παραγωγή της Ελλάδας ζημιώνεται από τις συμφωνίες της ΕΕ με τρίτες χώρες (της Αφρικής, της Αμερικανικής ηπείρου, της Ασίας). Η ΕΕ ενδιαφέρεται κυρίως για την προνομιακή προώθηση των βιομηχανικών της προϊόντων σ' αυτές τις αγορές. Ετσι κλείνει συμφωνίες που λειτουργούν σε βάρος της αγροτικής παραγωγής κρατών-μελών της, όπως η Ελλάδα. Τη «ζημιά» δεν την πληρώνουν οι βιομήχανοι και οι μεγαλέμποροι στην Ελλάδα, αλλά η μικρομεσαία αγροτιά, και γενικότερα οι λαϊκές δυνάμεις.
Θα ήταν λάθος να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι εχθρός του ελληνικού λαού είναι οι λαοί αυτών των τρίτων χωρών. Εχθρός είναι η κυριαρχία των μονοπωλίων, η πολιτική τους εξουσία, που συμμετέχει στη διαμόρφωση της ΕΕ.
Η πόλωση μεταξύ πλούτου και φτώχειας παρουσιάζεται εξίσου και στο εσωτερικό των λεγομένων πλουσίων χωρών και των περιφερειακών ενώσεών τους.
Ενα στα πέντε παιδιά στις ΗΠΑ ζει κάτω από τα όρια της φτώχειας, και όπως επισημαίνει ερευνητής του Ταμείου Ενίσχυσης Παιδιών στις ΗΠΑ, «όταν στη δεκαετία του 1960, οι ΗΠΑ παρουσίασαν ανάλογους ρυθμούς ανάπτυξης, η ανέχεια των παιδιών είχε περιοριστεί κατά το ήμισυ, τώρα, όμως, αυξάνεται στις περισσότερες Πολιτείες».
Την ίδια στιγμή, 2 ελληνικές επιχειρήσεις, ο ΟΤΕ και η Εθνική Τράπεζα, περιλαμβάνονται μεταξύ των 500 μεγαλυτέρων επιχειρήσεων παγκοσμίως. Το ελληνικό εφοπλιστικό κεφάλαιο κατέχει ηγεμονική θέση στην ΕΕ: Ο υπό ελληνική σημαία εμπορικός στόλος κατέχει την 1η θέση στην ΕΕ, αντιπροσωπεύοντας το 43,4% της κοινοτικής ναυτιλιακής δύναμης και την 4η παγκοσμίως. Ο ελληνόκτητος στόλος κατέχει την 1η θέση παγκοσμίως με 16,3% της παγκόσμιας χωρητικότητας (Στοιχεία του προέδρου της Ενωσης Ελλήνων Εφοπλιστών).
Και βέβαια είναι γνωστό ότι ένα σημαντικό μέρος της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του εφοπλιστικού κεφαλαίου έγινε αξιοποιώντας τις συνθήκες του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Η σχέση αυτή καπιταλιστικής κερδοφορίας-ιμπεριαλιστικού πολέμου δεν αποτελεί πρωτοτυπία για το εφοπλιστικό κεφάλαιο στην Ελλάδα. Είναι γνωστές οι σχέσεις αμερικανικών και γερμανικών επιχειρήσεων κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Τα προβλήματα λοιπόν της οικονομίας, καθώς και του πολέμου, δεν είναι προβλήματα σχέσεων γενικά μεταξύ πλουσίων και φτωχών χωρών, αλλά είναι εκδηλώσεις των αντιθέσεων και της σήψης του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος.
Το πλέγμα των εξαρτήσεων και διασυνδέσεων - οικονομικών, στρατιωτικών, πολιτικών, πολιτιστικών - που διαμορφώνονται μεταξύ κρατών με διαφορετικό επίπεδο καπιταλιστικής ανάπτυξης, αποχρωματίζεται κοινωνικοταξικά και πολιτικά όταν αυτό το πλέγμα παρουσιάζεται ως μια ουδέτερη κίνηση, την «παγκοσμιοποίηση», που εκδηλώνει απλά και μόνο το νομοτελειακά αυξανόμενο βαθμό επικοινωνίας, αλληλεπίδρασης και αλληλεξάρτησης μεταξύ διαφορετικών κοινωνιών, κρατών.
Με αυτή την έννοια, η αντικατάσταση των όρων «διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα», «σύγχρονος μονοπωλιακός καπιταλισμός» από τον όρο «παγκοσμιοποίηση», δεν είναι διαφορά λέξεων.
Η αντικειμενική ανάλυση αλλά και η ερμηνεία των τάσεων και των εξελίξεων, των αντιθέσεων όχι μόνο μεταξύ κρατών αλλά και στο εσωτερικό και μεταξύ διακρατικών Ενώσεων ή άλλων Οργανισμών απαιτεί την αξιολόγηση του εσωτερικού, περιφερειακού και διεθνούς συσχετισμού δυνάμεων.
Οι αρνητικές εξελίξεις που σημειώθηκαν την τελευταία 10ετία για τα ασθενέστερα κράτη και τους λαούς είναι αποτέλεσμα της αρνητικής εξέλιξης στο συσχετισμό δυνάμεων.
Αν, σήμερα, φαίνονται παντοδύναμα το ΝΑΤΟ, η ΕΕ, ο ΟΟΣΑ, αν ο ΟΗΕ έχασε ένα ορισμένο ρόλο ειρηνευτικής διαπραγμάτευσης και πίεσης που ασκούσε κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, είναι αποτέλεσμα της σχετικής ισχυροποίησης του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος.
Ιδεολόγημα η «συνεκτικότητα» του διεθνούς ιμπεριαλισμού
Την ισχυροποίηση του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος τη χαρακτηρίζουμε ως σχετική, γιατί πρώτ' απ' όλα αυτό το σύστημα δεν είναι απαλλαγμένο από τις εσωτερικές του αντιθέσεις, ανεξάρτητα από το συσχετισμό δυνάμεων, από την πορεία του εργατικού και γενικότερα του φιλειρηνικού-αντιιμπεριαλιστικού κινήματος.
Για τα κινήματα, την ταξική πάλη, πρώτ' απ' όλα σε εθνικό πεδίο, η συστηματική παρακολούθηση των εξελίξεων στις διεθνείς ιμπεριαλιστικές Ενώσεις, των εσωτερικών και των μεταξύ τους αντιθέσεων, είναι σημαντική πηγή αποκάλυψης των αντινομιών τους, της ιστορικά πεπερασμένης δύναμής τους στην καταλήστευση λαών και κρατών.
Το κίνημα μπορεί να ισχυροποιείται, να διευρύνει τις δυνάμεις του, τα μέσα πίεσης και εναντίωσης, αλλά και την αποτελεσματικότητά του στο βαθμό που θα αξιοποιεί κάθε ρήγμα, και την ελάχιστη σχισμή στο μέτωπο της αντίδρασης, της ολιγαρχίας, του πολέμου.
Τέτοιες αντιθέσεις έχουν ήδη εκδηλωθεί στο εσωτερικό του ΔΝΤ, της Παγκόσμιας Τράπεζας, του ΠΟΕ. Εκφράζει τις αντιφατικές και αδιέξοδες αναζητήσεις για αποτελεσματική παρέμβαση στον κύκλο της κρίσης. Σε μεγάλο βαθμό εκφράζουν αντιθέσεις μεταξύ των ΗΠΑ και ΕΕ σχετικά με την κυριαρχία τους σε άλλες περιφερειακές Ενώσεις (π.χ. με το Σύμφωνο MERCOSUR) ή αγορές (π.χ. στην αφρικανική αγορά αλλά και την Κίνα). Εκφράζουν τις σε αντίθεση πολιτικές της ΕΕ και των ΗΠΑ, προκειμένου η καθεμιά να εξασφαλίσει για λογαριασμό της συμμαχίες από τις «αναπτυσσόμενες» και από τις «υπό ανάπτυξη» χώρες.
Πιο ακριβολογημένα, εκφράζουν αντιθέσεις στην κούρσα για να εξασφαλίσει η καθεμιά προνομιακή εμπορική σχέση συγκριτικά με την άλλη στην αφρικανική, στην ασιατική, στην εκτός ΗΠΑ αμερικανική αγορά, στις αγορές της πρώην ΕΣΣΔ και στην Κεντική και Ανατολική Ευρώπη, στην Κίνα.
Οι αντιθέσεις αυτές παίρνουν συχνά το χαρακτήρα «οικονομικού» πολέμου (π.χ. ο πόλεμος της μπανάνας, των μεταλλαγμένων προϊόντων, η αντίθεση της ΕΕ στον αμερικανικό νόμο antidumping), στον οποίο και η μια και η άλλη πλευρά εκφράζει συμφέροντα κρατών που αξιοποιούν τα προνόμια για λογαριασμό του μονοπωλιακού υπερκέρδους, σε βάρος και του δικού τους και των καταπιεζομένων ξένων λαών.
Βεβαίως στον «οικονομικό» πόλεμο, όπως και στον πραγματικό, η στάση των αντιιμπεριαλιστικών δυνάμεων καθώς και του εργατικού κινήματος οφείλει να καθορίζεται με κριτήρια κοινωνικοταξικά, αντιιμπεριαλιστικά, όχι μόνο σε εθνικό αλλά και σε διεθνές επίπεδο.
Πολύ περισσότερο, όταν ο «οικονομικός» πόλεμος, ο οικονομικός αποκλεισμός γίνεται όπλο ιμπεριαλιστικής επέμβασης για ανακοπή και ανατροπή κάθε προσπάθειας κοινωνικο-οικονομικής και πολιτικής οικοδόμησης στην κατεύθυνση της λαϊκής οικονομίας (π.χ. στην Κούβα) ή έστω εκφράζει άρνηση στάσης πλήρους υποταγής και ενσωμάτωσης στις ιμπεριαλιστικές ενώσεις (π.χ. Γιουγκοσλαβία).
Είναι σημαντικό ζήτημα να μην οδηγεί σε ενσωμάτωση του φιλειρηνικού και εργατικού κινήματος κάθε θεμιτή επιδίωξη να αξιοποιηθούν οι αντιθέσεις, τα ρήγματα που εμφανίζονται στο εσωτερικό των διακρατικών - περιφερειακών και διεθνικών ιμπεριαλιστικών Ενώσεων και Οργανισμών, ακόμη και η ενδεχόμενη διακρατική συμμαχία με ορισμένες διεκδικήσεις (π.χ. Συνάντηση των αναπτυσσομένων χωρών).
Οι αποσπάσεις ευνοϊκότερων όρων εμπορίου ή διαπραγμάτευσης του εξωτερικού χρέους, η συγκράτηση της ανελέητης εκμετάλλευσης που επιβάλλει η διεθνής χρηματιστική ολιγαρχία στις πιο καθυστερημένες οικονομίες της Αφρικής και της Ασίας, ή άλλες πλευρές των διεθνών οικονομικών σχέσεων, ιδιαίτερα για τις ασθενέστερες οικονομίες, μπορούν να προκύπτουν μόνο ως αποτέλεσμα αξιοποίησης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων με την προσανατολισμένη και συντονισμένη πάλη των φιλειρηνικών και λαϊκών δυνάμεων, σε εθνικό, περιφερειακό και διεθνικό επίπεδο. Μπορούν να προκύψουν μόνο ως αποτέλεσμα αμφισβήτησης, εναντίωσης και αποσταθεροποίησης της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας.
Η αναγνώριση αυτού του δρόμου πάλης δε σημαίνει και απρόσκοπτη διάβασή του. Είναι όμως η μόνη σίγουρη εκκίνηση για κάθε καλής προαίρεσης κοινωνικοπολιτική δύναμη.
(και τα «φιλέτα» της)
ΤΕΛΙΚΑ φαίνεται πως στην Αθήνα σε λίγο δε θα 'χει απομείνει ούτε μια από τις ελάχιστες, μετρημένες στα δάχτυλα, πράσινες γωνιές της. Το αφανιστικό έργο συνεχίζεται. Η πρωτεύουσα χάνει διαδοχικά όλους τους ελεύθερους χώρους της. Ο τελευταίος μεγάλος σεισμός (Σεπτέμβρης 1999) έδειξε χειροπιαστά τη μεγάλη ανάγκη που τους έχει η μεγάλη αυτή πολιτεία.
ΕΝΑΣ από τους ελάχιστους πνεύμονες πράσινου στο πολύπαθο κέντρο της Αθήνας είναι το άλσος Ριζάρη, το οικόπεδο της Ριζαρείου Σχολής, που με τροπολογία των υπουργείων Πολιτισμού και ΠΕΧΩΔΕ στο νόμο για το Ολυμπιακό Χωριό, παραχωρείται στο Ιδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή, για να κτιστεί εκεί το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης.
Ο ΧΩΡΟΣ της Ριζαρείου και του άλσους της, στην καρδιά της Αθήνας, έχει παλιά ιστορία και πολλές περιπέτειες. Το 1974 κινδύνευσε για πρώτη φορά, όταν το ΔΣ έπεσε στα παζάρια να το πουλήσει, προκειμένου εκεί να κτιστεί ένα μαμούθ ξενοδοχείο, δυναμικότητας 1.500 κλινών.
ΞΕΣΗΚΩΘΗΚΑΝ τότε όχι μόνο οι περίοικοι, αλλά και πολλοί σύλλογοι και φορείς και ανάμεσά τους και η Κοσμητεία Τοπίου, με αποτέλεσμα να σταματήσει η «Εφοδος» του ξεπουλήματος, καθώς επίσης κι η κατεδάφιση των κτιρίων της σχολής που είχε αρχίσει.
ΛΙΓΟ αργότερα ο χώρος, εκτός από την εκκλησία και μικρό διατηρητέο κτίριο, περιήλθε στην ιδιοκτησία του δημοσίου. Κινδύνευσε όμως κι άλλη μια φορά το 1981. Διασώθηκε με ομόφωνη απόφαση του δήμου κι από τότε λειτουργούσε σαν κήπος, αλσύλλιο, μέχρις ότου και μετά τη σκόπιμη εγκατάλειψή του ενέσκηψαν οι αναμορφωτές με τα έργα του ΜΕΤΡΟ.
ΣΤΟ κείμενο διαμαρτυρίας που έχει κυκλοφορήσει η Επιτροπή Αγώνα για τη σωτηρία του άλσους Ριζάρη υπογραμμίζει ότι: «Εάν ο χώρος τσιμεντοποιηθεί, τότε από την οδό Ρηγίλλης μέχρι το "Χίλτον", σε μια έκταση όπου μέχρι τελευταία υπήρχαν δυο κήποι (ο του Αγίου Νικολάου, με τρεις προσβάσεις και ο της Ριζαρείου με πολλές προσβάσεις), ανοιχτός στο κοινό επί 24ώρου βάσης, τώρα δε θα υπάρχει πια τίποτε».
ΚΙ ΑΥΤΟ γιατί ο χώρος του λυκείου θα είναι αρχαιολογικός χώρος, το κουτσουρεμένο υπόλοιπο του άλσους (του Αγίου Νικολάου) πέρασε στο χώρο του Βυζαντινού Μουσείου και τελικά ο χώρος της Ριζαρείου θα τσιμεντοποιηθεί, προκειμένου να γίνει της κυρίας Ε. Γουλανδρή το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης.
ΚΑΙ το συμπέρασμα όπως το διατυπώνουν, οι κάτοικοι κι η Επιτροπή Αγώνα που χρόνια παλεύουν για τη σωτηρία του άλσους, είναι ότι γύρω στα 50 στρέμματα πράσινου είναι κατεστραμμένα είτε απρόσιτα για το κοινό. «Εμείς, παλαιοί κάτοικοι της περιοχής, την οποία πονάμε και αγαπάμε, αγωνιζόμαστε για να σώσουμε αυτά που τόσα χρόνια έδιναν ανάσα και χαρά όχι μόνο σε μας, αλλά και σε πολλούς άλλους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής, καθώς και σε περαστικούς».
ΕΧΟΥΝ επίσης και μια ακόμη υπενθύμιση ιδιαίτερης σημασίας, όταν λένε πως το άλσος της Ριζαρείου «υπήρξε καταφύγιο πολύτιμο για τους περιοίκους με το μεγάλο σεισμό του περασμένου Σεπτέμβρη». Να προσθέσουμε πως αυτή η υπενθύμιση ισχύει και για πολλές άλλες πράσινες γωνιές που κινδυνεύουν να τσιμεντοποιηθούν.
Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ Αγώνα, μαζί με τους κατοίκους και τους φορείς που παλεύουν μαζί τους, προσπαθεί με όλα τα μέσα να φράξει το δρόμο που τελικά θα αφανίσει μια ιστορική πράσινη γωνιά, το «τερπνότατον περιβόλιον» του Ριζάρη. Είναι μεγάλη δοκιμασία που έχει υποστεί το κέντρο της πρωτεύουσας κι όχι μόνο, αλλά κι η ευρύτερη περιοχή της Αττικής. Προχτές διαβάσαμε αποκαλυπτικά στοιχεία για τον Πειραιά.
Η ΕΦΟΔΟΣ διαρπαγής όχι φυσικά των βοσκοτόπων, αλλά των «φιλέτων» γενικεύεται. Και στην περιοχή που βρίσκεται η Ριζάρειος υπάρχουν και μερικά άλλα οικοπεδικά τεφαρίκια. Με τους «Ολυμπιακούς» τα ξεπουλήματα θα φουντώσουν. Σωστά βέβαια, στην ανακοίνωση των κατοίκων και της Επιτροπής, υπογραμμίζεται ότι: «Οι κήποι της Αθήνας δεν είναι οικόπεδο για χάρισμα για κανέναν απολύτως σκοπό». Αλήθεια, έτσι είναι. Αλλά τα σημαντικά αυτά αγαθά απαιτούν - χρειάζονται την αποφασιστική και συνεχή υπεράσπιση όλων μας.