«Η παράταση της εργάσιμης μέρας ως τη νύχτα, πέρα από τα όρια της φυσικής μέρας, επενεργεί μόνο ως καταπραϋντικό και σβήνει μόνο ως ένα βαθμό τη δίψα βρικόλακα για ζωντανό αίμα εργασίας. Γι' αυτό η βαθύτερη τάση της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής είναι να ιδιοποιείται εργασία στο διάστημα όλων, και των 24 ωρών του ημερονυκτίου».
Τι συνέπειες θα υπάρξουν στις σχέσεις κεφαλαίου - εργασίας, στους όρους εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης, θα φανεί από το ακόλουθο (υποθετικό) παράδειγμα. Ας υποθέσουμε ότι σε μια επιχείρηση ο εβδομαδιαίος εργάσιμος χρόνος των 48 ωρών μοιράζεται εξίσου. Οι 24 ώρες αποτελούν τον αναγκαίο χρόνο εργασίας (όπου ο εργάτης, με τη μορφή μισθού, αναπληρώνει την αξία της εργατικής δύναμης), ενώ οι υπόλοιπες 24 ώρες αποτελούν την υπερεργασία, την απλήρωτη εργασία, στη διάρκεια της οποίας παράγεται η υπεραξία, την οποία καρπώνεται ο καπιταλιστής με τη μορφή του κέρδους. Υποθέτουμε επίσης ότι σε 1 ώρα εργασίας παράγεται ένα νέο προϊόν αξίας 100 ευρώ, το οποίο μοιράζεται ίσα μεταξύ του εργάτη και του επιχειρηματία. Αρα στη διάρκεια των 48 ωρών θα παραχθεί ένα νέο προϊόν αξίας 4.800 ευρώ, το οποίο μοιράζεται σε 2.400 ευρώ ως μισθός εργασίας, ενώ τα υπόλοιπα 2.400 ευρώ αποτελούν την υπεραξία. Υπό τις συνθήκες αυτές και με δεδομένο ότι το ποσοστό υπεραξίας (βαθμός εκμετάλλευσης) προκύπτει από τη σχέση της υπεραξίας προς το μισθό εργασίας, αυτό θα είναι ίσο με 100%. Στη συνέχεια θα δούμε πώς επηρεάζεται το ποσοστό υπεραξίας αν η εβδομαδιαία εργασία αυξηθεί στις 65, στις 78 και στις 89 ώρες, υπό την προϋπόθεση ότι (λόγω ετήσιας διευθέτησης του εργάσιμου χρόνου και του σπασίματός του σε ενεργό και ανενεργό περίοδο) ο μισθός εργασίας παραμένει σταθερός και όλη τη νεοπαραγόμενη αξία την προσπορίζεται το κεφάλαιο. Οι 65 ώρες προκύπτουν από το γεγονός ότι η Οδηγία προβλέπει μόνο 11 ώρες ανάπαυσης, άρα 13 στη διάθεση του εργοδότη. Αν η βδομάδα είναι 5ήμερη τότε ο εργάτης δουλεύει 13 ώρες Χ 5 = 65 ώρες δουλιάς. Αν δουλέψει 6 μέρες τη βδομάδα Χ 13 ώρες = 78 ώρες, αν δουλέψει 7 μέρες τη βδομάδα Χ 13 ώρες = 89 ώρες τη βδομάδα. Οι υπερωρίες με βάση τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας είναι απλήρωτες.
β) Εργάσιμος χρόνος 78 ωρών: Στη διάρκειά του θα παραχθεί προϊόν αξίας 7.800 ευρώ και το ποσοστό υπεραξίας θα αυξηθεί στο 225%.
γ) Εργάσιμος χρόνος 89 ωρών: Στη διάρκειά του θα παραχθεί προϊόν αξίας 8.900 ευρώ και το ποσοστό υπεραξίας θα διαμορφωθεί στο 312,5%. Στην ακραία αυτή περίπτωση, σε κάθε 4 νέες παραγόμενες μονάδες, ο εργάτης θα παίρνει κάτι λιγότερο από τη 1 μονάδα και ο καπιταλιστής επιχειρηματίας κάτι περισσότερο από 3.
Επομένως, έχουμε τεράστια αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης. Ακόμη και αν με τη διευθέτηση του χρόνου το διάστημα που δουλεύει παραπάνω ώρες τις πάρει σε άλλο χρονικό διάστημα σε ρεπό ή άδεια, η εργατική του δύναμη θα έχει υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά, αφού με 13 ώρες δουλιά τη μέρα δεν αναπληρώνεται στη διάρκεια του 24ωρου.
Το φαινόμενο αυτό δεν είναι νέο. Είχε εμφανιστεί στην Αγγλία την περίοδο 1830-1845 με τη μορφή του αγγλικού όρου «Relaissystem System of Relays», αλλά σε αντίθεση με σήμερα, όπου επιδιώκεται η καθολική εφαρμογή του, τότε εφαρμοζόταν μόνο για την απασχόληση των παιδιών και των εφήβων μέχρι τα 18 τους χρόνια. Σύμφωνα με τον Μαρξ, «relay λένε στα αγγλικά και στα γαλλικά την αλλαγή των ταχυδρομικών αλόγων στις διάφορες στάσεις. Ετσι που λ.χ. από τις 5 1/2 το πρωί ως τις 1 1/2 μετά το μεσημέρι ζεύουνε στη δουλιά μία βάρδια παιδιά 9 ως 13 χρόνων και από τις 1 1/2 το μεσημέρι ως τις 8 1/2 το βράδυ μία δεύτερη βάρδια παιδιά κλπ.». Οι εργοστασιάρχες, όμως, δεν περιορίστηκαν στον τρόπο αυτό εφαρμογής του Relaissystem, αλλά εφάρμοσαν ένα δικό τους σύστημα, σπάζοντας και κατατέμνοντας τον εργάσιμο χρόνο σε πολλά κομμάτια. «Ο νόμος του 1844 απαγόρευσε βέβαια σε παιδιά 8-13 χρόνων, που είχαν εργαστεί πριν από τις 12 το μεσημέρι, να ξαναεργαστούν ύστερα από τη 1 μ.μ. Ομως, δε ρύθμιζε με κανέναν τρόπο την 6 1/2ωρη εργασία των παιδιών που έπιαναν δουλιά στις 12 το μεσημέρι ή και αργότερα! Ετσι 8χρονα παιδιά που έπιαναν δουλιά στις 12 το μεσημέρι μπορούσαν να τα απασχολούν 1 ώρα, από τις 12 ως τη 1 μ.μ., 2 ώρες από τις 2 ως τις 4 μ.μ. και 3 1/2 ώρες από τις 5 ως τις 8 1/2 το βράδυ» («Κεφάλαιο», τόμος 1ος σελ. 300, η εργάσιμη μέρα). Πρόκειται για την κλασική περίπτωση σπασίματος του εργάσιμου χρόνου σε ενεργό και ανενεργό. Στο συγκεκριμένο παράδειγμα ο ενεργός χρόνος ανέρχεται σε 6 1/2 ώρες, ο ανενεργός σε 2 ώρες, αλλά ο εργοδότης κρατά το παιδί-εργάτη στη διάθεσή του 8 1/2 ώρες. Το «Relaissystem» κάτω από την πάλη του εργατικού κινήματος καταργήθηκε, ενώ λίγα χρόνια αργότερα καταργήθηκε και η παιδική εργασία. Ποιος θα φανταζόταν ότι 160 χρόνια μετά, θα επανερχόταν το σύστημα του ενεργού και ανενεργού χρόνου εργασίας, αυτή τη φορά όχι για την παιδική εργασία αλλά για την εργασία των ενηλίκων, όχι μόνο σε μια χώρα, αλλά για το σύνολο των κρατών-μελών της ΕΕ...
Αν παρακολουθήσουμε την εξέλιξη της εργάσιμης μέρας από το 14ο αιώνα, όταν εμφανίστηκε το σύστημα της μισθωτής εργασίας, κυρίως στην αγγλική ύπαιθρο, έως και τις μέρες μας, διαπιστώνουμε ότι χωρίζεται σε τρεις μεγάλες περιόδους.
Α) Η πρώτη περίοδος ξεκινά από το 14ο αιώνα και φτάνει στην περίοδο της μεγάλης βιομηχανίας στα τέλη του 17ου αιώνα. Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από την πάλη του κεφαλαίου να επεκτείνει, με τη βοήθεια της κρατικής βίας, τα όρια της εργάσιμης μέρας έως τις 12 ώρες... Αν και τα όρια του εργάσιμου χρόνου, όπως και οι μισθοί εργασίας, υπαγορεύονταν με αναγκαστικούς νόμους, στην πράξη τα πράγματα ήταν απογοητευτικά για το κεφάλαιο. Ο Μαρξ επικαλείται σύγγραμμα του γνωστού προγενέστερού του οικονομολόγου Ουίλιαμ Πέτι, που δημοσιεύτηκε στο τελευταίο τρίτο του 17ου αιώνα, όπου και αναφέρει: «Οι εργάτες (Labouring men, στην ουσία επρόκειτο τότε για τους εργάτες γης) εργάζονται 10 ώρες τη μέρα και παίρνουν 20 γεύματα τη βδομάδα...». Για το ίδιο πάντα θέμα, σε άλλο σημείο αναφέρει: «Ακόμα και στο μεγαλύτερο μέρος του 18ου αιώνα, ως την εποχή της μεγάλης βιομηχανίας, το κεφάλαιο στην Αγγλία δεν είχε καταφέρει πληρώνοντας τη βδομαδιάτικη αξία της εργατικής δύναμης, να γίνει κύριος όλης της βδομάδας του εργάτη» («Κεφάλαιο», τόμος 1ος, σελ. 286).
Β) Η περίοδος της μεγάλης βιομηχανικής επανάστασης (τέλη του 18ου - πρώτο μισό του 19ου αιώνα). Είναι η περίοδος όπου και σημειώθηκαν οι μεγαλύτερες φρικαλεότητες και τα ειδεχθέστερα εγκλήματα σε βάρος της εργατικής τάξης, αδιακρίτως φύλου και ηλικίας. Ενώ για αιώνες το κεφάλαιο προσπαθούσε να επεκτείνει τα όρια της εργάσιμης μέρας στις 12 ώρες, την περίοδο αυτή μικρά παιδιά, αγόρια και κορίτσια, ηλικίας 7, 8, 9 και 10 χρόνων, εργάζονταν σε καθημερινή βάση 15, 16, έως και 18 ώρες, ενώ σε περιόδους αιχμής τα κρατούσαν στη δουλιά 30 και 32 συνεχόμενες ώρες, μέσα σε εργοστάσια-κάτεργα, όπου η φθίση και άλλες εργατικές αρρώστιες θέριζαν... Ηταν τέτοια η αγριότητα του κεφαλαίου και ο εκτροχιασμός όλων των κοινωνικών σχέσεων γύρω από τα εργοστάσια, ώστε ο Μαρξ στην παρουσίαση της παιδικής εργασίας κάνει λόγο για πατέρες δουλεμπόρους των παιδιών τους! Η κατάσταση αυτή δεν μπορούσε να συνεχιστεί εσαεί. Η εργατική τάξη, η οποία αισθάνθηκε να απειλείται η ίδια της η ύπαρξη, ήταν λογικό να αντιδράσει. Ο περιορισμός του εργάσιμου χρόνου και η αύξηση των μισθών - μαζί με το εκλογικό δικαίωμα - ήταν τα βασικά αιτήματα του κινήματος των χαρτιστών. Ετσι, με αλλεπάλληλες νομοθετικές παρεμβάσεις (το 1833 και το 1844) μειώθηκε ο εργάσιμος χρόνος, αρχικά στις 12, στις 11 ώρες, και τελικά την 1η του Μάη του 1844 ψηφίστηκε το 10ωρο. Μετά από 42 χρόνια, το 1886, στο Σικάγο αυτή τη φορά, πάλι την 1η του Μάη, εξελίχθηκαν τα αιματηρά γεγονότα που οδήγησαν στην υιοθέτηση του 8ωρου.
Γ) Από τις αρχές του 1990, μετά τις ανατροπές και την ήττα του εργατικού κινήματος, το ρολόι φαίνεται να γυρίζει προς τα πίσω. Το κεφάλαιο επιχειρεί να ξαναζωντανέψει τους βρικόλακες της μεγάλης βιομηχανίας, επιχειρεί μια ολική επαναφορά στη σκοτεινή περίοδο 1800-1844. Απαιτεί να έχει στη διάθεσή του τον εργάτη 24 ώρες το 24ωρο. Γιατί σε ένα σύστημα όπου τα μέσα παραγωγής εξουσιάζουν τον εργάτη και όχι ο εργάτης τα μέσα παραγωγής, όπου τα μέσα παραγωγής «ζωντανεύουν» μόνο όταν καταναλώνουν εργατική δύναμη, όπου «το κεφάλαιο, σαν πεθαμένη εργασία, ζωντανεύει μόνο σαν τον βρικόλακα ρουφώντας ζωντανή εργασία και ζει τόσο περισσότερο όσο περισσότερη εργασία ρουφά», κάθε ώρα, κάθε λεπτό, είναι πολύτιμα (για το κεφάλαιο). Τα αργούντα, τα σταματημένα μέσα παραγωγής, είναι ανεπανόρθωτη ζημιά. Δουλιά και μόνο δουλιά απαιτεί το κεφάλαιο. Δουλιά έως την τελική πτώση (του εργάτη, όχι του κεφαλαιοκράτη).
(και η Νυρεμβέργη)
ΝΩΠΕΣ ακόμη οι υπογραφές στο ντοκουμέντο της άνευ όρων παράδοσης της ναζιστικής Γερμανίας κι οι αμερικάνικες και αγγλικές μυστικές υπηρεσίες ανέλαβαν την προστασία των στελεχών του χιτλερισμού. Με τρόπο κραυγαλέο απέδειξε ότι δε διστάζει να παραβεί απροκάλυπτα συμφωνίες στη σύναψη των οποίων είχε πρωτοστατήσει.
ΜΕΡΙΚΟΥΣ μήνες μετά την άνευ όρων συνθηκολόγηση της χιτλερικής Γερμανίας, στις 20 Νοέμβρη 1945, στο Μέγαρο της Δικαιοσύνης στη Νυρεμβέργη, η μεγάλη και ιστορική δίκη των εγκληματιών πολέμου. Δικάζονταν στο κάστρο του ναζισμού, στη Νυρεμβέργη, εκεί όπου οι χιτλερικοί έκαναν τις καθιερωμένες συγκεντρώσεις τους και όπου ο Χίτλερ με τα ουρλιαχτά διαλαλούσε την αιωνιότητα του φασιστικού Ράιχ.
Η ΔΙΚΗ κράτησε σχεδόν ένα χρόνο. Ηταν ανοιχτή και οι 403 συνεδριάσεις που έγιναν στενογραφούνταν. Τα στενογραφημένα πρακτικά έχουν συγκεντρωθεί σε 40 τόμους. Ο διεθνής Τύπος με 250 δημοσιογράφους κάλυψε το μεγάλο αυτό γεγονός.
Η ΧΙΤΛΕΡΙΚΗ Γερμανία και οι ηγέτες της υπολόγισαν ότι εξαπολύοντας έναν ολοκληρωτικό πόλεμο θα νικούσαν και φυσικά η νίκη τους αυτή θα τους εξασφάλιζε την ατιμωρησία. Είχαν τη βεβαιότητα πως τα ντοκουμέντα με την ένδειξη «άκρως απόρρητον» ή μόνο για την ανώτατη διοίκηση, θα έμεναν για πάντα στα προσωπικά αρχεία... Και ποτέ δε θα έβλεπαν το φως.
ΤΑ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ αυτά δεν έμειναν, όπως νόμιζαν, καταχωνιασμένα στα χρηματοκιβώτια αλλά βγήκαν στο φως και φανέρωσαν τρομαχτικά εγκλήματα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχαν τα επίσημα ντοκουμέντα, που παρουσιάστηκαν κατά τη διάρκεια της δίκης και τα οποία έφθασαν τα 4.000 και ήταν καταπέλτης για τους κατηγορουμένους.
Η ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ Ενωση, τότε, τάχθηκε ενάντια στις προσπάθειες ορισμένων αντιδραστικών κύκλων της Δύσης να υποκαταστήσουν την ακροαματική διαδικασία με την τιμωρία τους «χωρίς ανάκριση και δίκη». Ο τρόπος αυτός της «διοικητικής λύσης» είχε προκύψει από το φόβο πως η ακροαματική διαδικασία μπορούσε να προξενούσε ζημιά τις χώρες εκείνες που με την πολιτική του Μονάχου συντέλεσαν στην επίθεση
ΟΙ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΙ προσπάθησαν να ρίξουν τις ευθύνες στον Χίτλερ και τον Χίμλερ. Ομως στη δίκη αποδείχτηκε ότι για τις μαζικές εκτελέσεις δεν έφταιγε μόνο ο Χίμλερ αλλά και οι στρατηγοί. Είναι πολύ χαρακτηριστικά τα όσα είπε το 1943 ο στρατάρχης φον Ρούνστετ μιλώντας στους μαθητές της στρατιωτικής ακαδημίας.
«Η ΕΞΟΝΤΩΣΗ των γειτονικών λαών είναι τελείως απαραίτητη για τη νίκη μας». Ενα από τα σοβαρά λάθη του 1914-1918 ήταν ότι λυπηθήκαμε τη ζωή του άμαχου πληθυσμού των εχθρικών χωρών... οφείλουμε να εξοντώσουμε το ένα τρίτο των κατοίκων τους...».
ΜΙΛΩΝΤΑΣ στην εναρκτήρια συνεδρίαση ο γενικός κατήγορος Αμερικανός Ρ. Τζάκσον τόνιζε τα εξής: «Οι αποδείξεις μας θα είναι φρικιαστικές και θα πείτε ότι σας στέρησα τον ύπνο. Ομως αυτές ακριβώς οι ενέργειες έκαναν όλο τον κόσμο να ανατριχιάσει... Η Γερμανία έγινε μια τεράστια φυλακή. Οι κραυγές των θυμάτων της, ακούγονταν σ' όλο τον κόσμο και έκαναν όλη την πολιτισμένη ανθρωπότητα να ανατριχιάζει. Είμαι ένας από αυτούς, που κατά τη διάρκεια αυτού του πολέμου άκουγαν με δυσπιστία και σκεπτικισμό όσα λέγονταν για τις πιο φρικτές θηριωδίες. Οι αποδείξεις που παρουσιάστηκαν είναι τόσο καταπληκτικές που τίποτε από όσα είπα δε διαψεύδονται...».
Η ΔΙΚΗ της Νυρεμβέργης έπρεπε να έχει και πραγματικά είχε μεγάλη κοινωνική σημασία. Μπήκε στην Ιστορία σαν αντιφασιστική δίκη. Μπροστά σε όλο τον κόσμο αποκαλύφθηκε η μεσάνθρωπη ουσία του ναζισμού των βασικών ιδεολογικών και πολιτικών του θέσεων. Αποκαλύφτηκε ανάγλυφα ο θανάσιμος κίνδυνος που απέρρεε από τα βασικά φασιστικά δόγματα ιδιαίτερα του ναζισμού.
ΣΤΗΝ ανοιχτή διαδικασία στην οποία επέμεινε η Σοβιετική Ενωση έβλεπε τη δυνατότητα μιας δίκαιης τιμωρίας των ενόχων αλλά και κάτι πολύ ουσιαστικό και σημαντικό, την αποκάλυψη μπροστά σε όλη την ανθρωπότητα.
ΕΞΗΝΤΑ χρόνια από την Αντιφασιστική Νίκη. Κι οι λαοί τιμούν και γιορτάζουν τη μεγάλη επέτειο. Στην πατρίδα μας οι εκδηλώσεις τιμής για τον Κόκκινο Στρατό και τις δικές μας αντάρτικες δυνάμεις βεβαιώνουν την τιμητική θέση που κατάχτησε η χώρας μας στον αγώνα για να συντριβεί το χιτλεροφασιστικό θεριό. Η μεγάλη κι αλησμόνητη μέρα. Μέρα της Αντιφασιστικής Νίκης.