Μια ανασκόπηση των μόνιμων μηχανισμών προώθησης και εποπτείας της αντιλαϊκής πολιτικής, που «πιάνουν δουλειά» από Δευτέρα
Αυτά τα «μνημόνια διαρκείας» του κεφαλαίου και της ΕΕ θα είναι εδώ και την «επόμενη μέρα». Υπηρετούν την κερδοφορία και την ανταγωνιστικότητα των επιχειρηματικών ομίλων και γι' αυτό αποτελούν «στενό κορσέ» στα δικαιώματα και στις ανάγκες των εργαζομένων και του λαού σε όλα τα κράτη - μέλη, ανεξάρτητα από τις μεταξύ τους αντιθέσεις και τους διαφορετικούς ρυθμούς στο ξεδίπλωμα της αντιλαϊκής πολιτικής.
Σε κάθε περίπτωση, η εποπτεία, οι αντιλαϊκές μεταρρυθμίσεις, οι περικοπές σε δαπάνες που σχετίζονται ακόμα και με στοιχειώδεις λαϊκές ανάγκες, θα συνεχιστούν και μετά την τυπική λήξη των μνημονίων, όπως προβλέπεται από τις συμφωνίες και τις Συνθήκες της ΕΕ, που δεσμεύουν την κυβέρνηση και όλα τα αστικά κόμματα στην Ελλάδα.
Είναι γνωστό ότι από τη Δευτέρα 20 Αυγούστου τίθεται σε ισχύ ο μηχανισμός της «ενισχυμένης εποπτείας» (Enhanced Surveillance), που έχει ενεργοποιηθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Πρακτικά, αυτό σημαίνει εφαρμογή των ειδικών διατάξεων του Κανονισμού (472/2013) της ΕΕ για την «ενίσχυση της οικονομικής και δημοσιονομικής εποπτείας των κρατών - μελών στη ζώνη του ευρώ».
Το καθεστώς της «ενισχυμένης εποπτείας» θεσμοθετήθηκε το 2013, στο φόντο της καπιταλιστικής κρίσης, ενώ ενεργοποιήθηκαν ή αναβαθμίστηκαν και άλλοι μηχανισμοί.
Σήμερα, σε συνθήκες αναιμικής ανάκαμψης αλλά και κλιμακούμενης αβεβαιότητας για την πορεία της οικονομίας στην ΕΕ και παγκόσμια, το «εργαλείο» αυτό, που εγκαινιάζεται για πρώτη φορά στην περίπτωση της Ελλάδας, αποκτά ευρύτερο και πιο δραστικό ρόλο στην παρακολούθηση της αντιλαϊκής πολιτικής, μέσω τριμηνιαίων «αξιολογήσεων» από τα όργανα της ΕΕ και της Ευρωζώνης.
Ας δούμε όμως και το υπόλοιπο πλέγμα των μηχανισμών που συνθέτουν τα μνημόνια διαρκείας της ΕΕ (κάτω από τον τίτλο «Ευρωπαϊκή Οικονομική Διακυβέρνηση»), με τα οποία θα βρεθεί αντιμέτωπος ο λαός από την επομένη κιόλας της λήξης του τρίτου «προγράμματος χρηματοδότησης» της Ελλάδας, δηλαδή του τρίτου μνημονίου.
Τον Απρίλη, τα κράτη - μέλη καταθέτουν τα «Εθνικά Μεταρρυθμιστικά Προγράμματα» και τα «Προγράμματα Σταθερότητας και Σύγκλισης», που αποτελούν «δημοσιονομικά σχέδια», στην πραγματικότητα «προσχέδια» των εθνικών προϋπολογισμών, όπου περιλαμβάνονται το σύνολο των περικοπών σε δαπάνες για τις λαϊκές ανάγκες και βέβαια αναλυτικό σχέδιο για την εμβάθυνση των αναδιαρθρώσεων για την ενίσχυση και θωράκιση της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Τον Ιούνη το Συμβούλιο κάνει συστάσεις, έπειτα από πρόταση της Επιτροπής, για το τι πρέπει να διορθώσει, να συμπληρώσει ή να αλλάξει κάθε κράτος - μέλος.
Τον Ιούλη το Συμβούλιο υιοθετεί τα «εθνικά σχέδια», με επίσημες υποδείξεις και διορθώσεις που καλείται να εφαρμόσει κάθε κράτος - μέλος στον εθνικό προϋπολογισμό του και συνολικά στη νομοθεσία του. Αν το κράτος - μέλος δεν συμμορφωθεί, ακολουθεί ένα σύστημα επιβολής κυρώσεων, που εφαρμόζεται αυτόματα και υποχρεωτικά, σύμφωνα με τους Κανονισμούς της «ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης». Μιλάμε δηλαδή για καραμπινάτο μνημόνιο, στην υπηρεσία του κεφαλαίου και των κυβερνήσεών του.
«Κάθε χρόνο θα αναλαμβάνονται συγκεκριμένες εθνικές δεσμεύσεις από κάθε αρχηγό κράτους ή κυβέρνησης», αναφέρει χαρακτηριστικά το Σύμφωνο και παρακάτω επισημαίνει: «Κάθε συμμετέχον κράτος - μέλος θα υποβάλλει τα ειδικά μέτρα που σκοπεύει να λάβει για την επίτευξη των στόχων (...) Η πρόοδος προς την επίτευξη των στόχων θα παρακολουθείται σε πολιτικό επίπεδο από τους αρχηγούς κρατών ή κυβερνήσεων, βάσει σειράς δεικτών που θα καλύπτουν την ανταγωνιστικότητα, την απασχόληση, τη δημοσιονομική βιωσιμότητα και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Οι χώρες που αντιμετωπίζουν προκλήσεις σε οποιονδήποτε από τους τομείς αυτούς θα εντοπίζονται και θα πρέπει να δεσμεύονται για την αντιμετώπιση των συγκεκριμένων προκλήσεων εντός δεδομένου χρονοδιαγράμματος».
Ως κύριος στόχος τίθεται η μείωση του κόστους εργασίας, δηλαδή μείωση στους μισθούς και στις ασφαλιστικές δαπάνες της εργοδοσίας και του κράτους. Προς αυτήν την κατεύθυνση «συστήνονται» μέτρα όπως η σύνδεση μισθού - παραγωγικότητας, η κατάργηση της συλλογικής διαπραγμάτευσης στις ΣΣΕ με ενίσχυση των επιχειρησιακών και ατομικών, η επέκταση της ευελιξίας στην αγορά εργασίας, η μείωση της φορολογίας και των ασφαλιστικών εισφορών για το κεφάλαιο κ.ά.
Με την επίκληση εξάλλου της «βιωσιμότητας των συντάξεων, των συστημάτων Υγείας και κοινωνικών παροχών», στο πλαίσιο του Συμφώνου προωθούνται «μεταρρυθμίσεις» όπως η κατάργηση των λεγόμενων «πρόωρων» συντάξεων, η αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης, η δημιουργία «κινήτρων» για παραμονή στην εργασία μετά τη συνταξιοδότηση, και άλλα μέτρα, πολλά από τα οποία μπορεί να τα αναγνωρίσει κανείς στους νόμους που ψήφισαν τα 7 τουλάχιστον τελευταία χρόνια όλες οι κυβερνήσεις του κεφαλαίου, και η σημερινή των ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ.
Τα κράτη - μέλη είναι υποχρεωμένα να εισαγάγουν τη διάταξη αυτή στα Συντάγματά τους ή με νόμο αυξημένης τυπικής ισχύος, που θα υπερισχύει κάθε άλλου κοινού νόμου. Είναι επίσης υποχρεωμένα να μην παρουσιάζουν ετήσιο έλλειμμα του προϋπολογισμού τους πάνω από 0,5% του ΑΕΠ, ενώ σε περίπτωση που το δημόσιο χρέος είναι μεγαλύτερο του 60% του ΑΕΠ, υποχρεούνται να το μειώνουν κατά 5% κάθε χρόνο. Υποχρεούνται επίσης να μην έχουν έλλειμμα μεγαλύτερο από 3% του ΑΕΠ.
Οι στόχοι αυτοί συνεπάγονται δρακόντεια μέτρα, αιματηρές περικοπές σε βάρος του λαού, παραπέρα φτωχοποίηση των λαϊκών στρωμάτων, στην προσπάθεια του αστικού κράτους από τη μια να τηρήσει τα συμφωνηθέντα και από την άλλη να διασφαλίσει επαρκή χρηματοδότηση, απαλλαγές και διευκολύνσεις για το κεφάλαιο από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Στο πακέτο των νομοθετικών μέτρων της «Ευρωπαϊκής Οικονομικής Διακυβέρνησης» περιλαμβάνεται μεταξύ άλλων Οδηγία του Συμβουλίου, που προβλέπει ότι η δημοσιονομική πολιτική και τα δημοσιονομικά πλαίσια θα πρέπει να είναι σταθερά, ανεξάρτητα από την εναλλαγή των κυβερνήσεων.
Περιλαμβάνεται επίσης ο «Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με κατασταλτικά μέτρα για τη διόρθωση των υπερβολικών μακροοικονομικών ανισορροπιών στην Ευρωζώνη», μέσω του οποίου, μετά από σύσταση της Επιτροπής, επιβάλλεται πρόστιμο όταν ένα κράτος - μέλος έχει υποβάλει ανεπαρκές σχέδιο διορθωτικών αλλαγών ή διαπιστώνεται μη συμμόρφωση με συστάσεις. Το πρόστιμο ανέρχεται σε 0,1% του ΑΕΠ και επιβάλλεται αυτόματα από την Επιτροπή.
Στο ίδιο πακέτο εποπτείας, πρόληψης και συμμόρφωσης, περιέχεται επίσης ο «Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την αποτελεσματική επιβολή της δημοσιονομικής εποπτείας στη ζώνη του ευρώ». Πρόκειται για μηχανισμό επιβολής (χρηματικών κυρίως) κυρώσεων στα κράτη - μέλη που δεν συμμορφώνονται με τους αυστηρότερους αυτούς όρους.
«Για την ακρίβεια, σε αντίθεση με όσους θεωρούν ότι βρισκόμαστε στο τέλος της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας, η αλήθεια είναι πως είμαστε ακόμη στην αρχή».
Το παραπάνω έχει επισημάνει η πλευρά του ΣΕΒ αναφορικά με τη λεγόμενη «επόμενη μέρα» μετά το τέλος του τρέχοντος μνημονίου. Σύμφωνα με τους βιομηχάνους, «απαιτείται ένα μεταρρυθμιστικό "big bang" που θα μεταφέρει μηνύματα αισιοδοξίας και εμπιστοσύνης στη διεθνή και εγχώρια επενδυτική κοινότητα», καθώς επίσης και να «διαφυλαχθεί πάση θυσία η δημοσιονομική πειθαρχία μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος προσαρμογής».
Επιπλέον, όπως εδώ και μήνες επισημαίνει, «ο μόνος τρόπος για τη διασφάλιση βιώσιμων θέσεων εργασίας είναι η πορεία των μισθών να συνδέεται και να εξαρτάται από την πορεία των παραγωγικοτήτων», συμφωνώντας και «επαυξάνοντας» δηλαδή σε όσα έχει συμφωνήσει η κυβέρνηση. Μάλιστα, εντάσσοντας το ζήτημα της ταξικής «συναίνεσης» ως κομβικό στη γενικότερη στρατηγική του κεφαλαίου, τονίζουν: «Ο κοινωνικός διάλογος, δηλαδή ο ρόλος των κοινωνικών εταίρων, εργοδοτών και εργαζομένων, είναι κομβικός και πρέπει να διευρυνθεί με άλλα ζητήματα, όπως το Ασφαλιστικό, η Εκπαίδευση, η ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού και η επιχειρησιακή απόδοση, η υπερφορολόγηση, η επιχειρηματική μεγέθυνση, πέρα και πάνω από τον στενό προσδιορισμό του κατώτατου μισθού».
Σε αυτό το πλαίσιο, θέτουν ως ζήτημα αιχμής «να προωθηθούν οι ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις που δεν περιλήφθηκαν ποτέ στα προγράμματα προσαρμογής», που με τη σειρά τους συνιστούν τη λεγόμενη «εθνική στρατηγική ανάπτυξης», με την ανάληψη της «ιδιοκτησίας» των αντιλαϊκών αναδιαρθρώσεων από τα κόμματα της αστικής διαχείρισης και βέβαια ανεξάρτητα από τις εναλλαγές κυβερνήσεων.
Μεταξύ άλλων, ο ΣΕΒ βάζει στο αντιλαϊκό τραπέζι τη σταδιακή μείωση κατά 30% των φόρων στα επιχειρηματικά κέρδη και τα διανεμόμενα μερίσματα, συμπεριλαμβανομένων των ασφαλιστικών εισφορών. Επίσης, τον «εξορθολογισμό του μείγματος» των έμμεσων και ειδικών φόρων και την εφαρμογή επενδυτικών φορολογικών κινήτρων για την προσέλκυση παραγωγικών επενδύσεων.