Η αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος και η κήρυξη της χώρας σε καθεστώς «έκτακτης ανάγκης» εκδηλώθηκαν ενώ βαθαίνουν οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί σε Μέση Ανατολή και γενικότερα
Copyright 2016 The Associated |
Η αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος στην οποία πρωτοστάτησαν και ανώτατα στελέχη των τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων και η απόφαση της κυβέρνησης του ισλαμοσυντηρητικού κόμματος ΑΚΡ να κηρυχτεί η χώρα σε «κατάσταση έκτακτης ανάγκης», σηματοδοτούν κρίσιμες εξελίξεις σε μια σημαντική περιφερειακή δύναμη και ήδη γεννούν μια σειρά νέα δεδομένα για την πορεία των πραγμάτων σε κρίσιμα μέτωπα.
Η κυβέρνηση Ερντογάν - Γιλντιρίμ υπέδειξε κατευθείαν ως πρωτεργάτη της απόπειρας τον ισλαμιστή επιχειρηματία ιμάμη Φετουλάχ Γκιουλέν και ξεκίνησε μαζικές συλλήψεις, προσαγωγές σε δίκη, απομακρύνσεις χιλιάδων στρατιωτικών, αστυνομικών, δικαστικών και άλλων δημοσίων υπαλλήλων που κατηγορούνται ότι στήριξαν την απόπειρα ή ότι στηρίζουν το κίνημα «Χιζμέτ» του Γκιουλέν, που η Αγκυρα εδώ και καιρό χαρακτηρίζει «τρομοκρατική οργάνωση». Μέχρι την Παρασκευή γινόταν λόγος για πάνω από 60.000 τέτοιες διώξεις, ενώ η κυβέρνηση ετοίμαζε «αναδιάρθρωση» των Ενόπλων Δυνάμεων ώστε να ενταχθεί «νέο αίμα» σε αυτές, αλλά και αλλαγές στις Μυστικές Υπηρεσίες (ΜΙΤ). Αργά προχτές το βράδυ, μεταδίδονταν πληροφορίες για επικείμενη παραίτηση του επικεφαλής της ΜΙΤ Χακάν Φιντάν, μετά από συνάντησή του με τον Ερντογάν.
Την περασμένη Τετάρτη, η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι ενεργοποιεί «έκτακτα μέτρα» με βάση το άρθρο 120 του Συντάγματος που προβλέπει τη δυνατότητα αυτή, εφόσον μεταξύ άλλων «η χώρα αντιμετωπίζει απειλές στη συνταγματικά κατοχυρωμένη ελεύθερη και δημοκρατική τάξη» αλλά και όταν «διασαλεύεται σοβαρά η δημόσια τάξη από βίαια γεγονότα».
Τα μέτρα που μετά την έγκρισή τους και από την τουρκική βουλή υπάρχει δυνατότητα να εφαρμοστούν, είναι τα εξής: Παράταση της διάρκειας κράτησης υπόπτων. Περιορισμένη ή πλήρης απαγόρευση της κυκλοφορίας. Απαγόρευση συγκεντρώσεων ή μετακινήσεων σε καθορισμένα σημεία ή καθορισμένα χρονικά διαστήματα. Δυνατότητα των αρχών να απαγορεύσουν την εκτύπωση, έκδοση και διανομή εντύπων. Εκτεταμένη λογοκρισία βιβλίων, ταινιών κ.τ.λ. Περιορισμός της πρόσβασης σε καθορισμένα μέρη. Απαγόρευση ή αναβολή συγκεντρώσεων και διαδηλώσεων. Αναστολή της δράσης οργανώσεων όπως τα συνδικάτα. Επίσης, οι αρχές αποκτούν το δικαίωμα να πυροβολούν άτομα όταν παραβιάζουν εντολές να παραδοθούν αλλά και σε περίπτωση αυτοάμυνας. Πρόκειται, δηλαδή, για μέτρα που πέρα από το πώς αξιοποιούνται σε πρώτη φάση, ενισχύουν αντικειμενικά δραστικά τα εργαλεία καταστολής των εργατικών - λαϊκών αγώνων.
Ενδεικτική είναι και η συζήτηση που έχει ανοίξει για το ενδεχόμενο επαναφοράς της θανατικής ποινής. Επίσης, η κυβέρνηση ανακοίνωσε και την αναστολή της εφαρμογής της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, όπως ακριβώς έχει κάνει από το Νοέμβρη του 2015 και η Γαλλία, σύμφωνα με τα περιθώρια που δίνει η ίδια η Σύμβαση, με άρθρο που αναφέρεται στην περίπτωση «που απειλείται η ζωή του έθνους».
Στο μεταξύ, τα τέσσερα κοινοβουλευτικά κόμματα της Τουρκίας, το κυβερνών AKP, το σοσιαλδημοκρατικό CHP, το εθνικιστικό MHP και το φιλοκουρδικό HDP, εξέδωσαν κοινή ανακοίνωση, καταδικάζοντας την απόπειρα πραξικοπήματος και σημειώνοντας ότι «παρά τις πολιτικές μας διαφωνίες, στεκόμαστε στο πλευρό της εθνικής βούλησης, τη σεβόμαστε και θα τη σεβόμαστε για πάντα με όλους τους βουλευτές και τις οργανώσεις μας». Μάλιστα, το ΑΚΡ ανταποκρίθηκε αμέσως στην πρόσκληση που έλαβε για συμμετοχή στη συγκέντρωση «κατά της απόπειρας πραξικοπήματος» που έχει προγραμματίσει για σήμερα το CHP. Αντίστοιχη συγκέντρωση οργάνωνε και το HDP.
Τέλος, η κυβέρνηση έστειλε στις ΗΠΑ (όπου μένει ο Γκιουλέν) τέσσερις φακέλους με στοιχεία που η Αγκυρα υποστηρίζει ότι δικαιολογούν την άμεση έκδοσή του στην Τουρκία.
Ωστόσο, τόσο το θέμα της έκδοσης του Γκιουλέν όσο και άλλα πιο ουσιαστικά ζητήματα ανέδειξαν ξανά τις «τριβές» στις σχέσεις ΗΠΑ - Τουρκίας.
Κατ' αρχήν, χαρακτηριστικός ήταν ο τρόπος με τον οποίο η Ουάσιγκτον αντιμετώπισε την είδηση της απόπειρας πραξικοπήματος, αφού ο υπουργός Εξωτερικών (ΥΠΕΞ), Τζον Κέρι, εξέφρασε ελπίδα για «σταθερότητα, ειρήνη και συνέχεια μέσα στην Τουρκία», πριν φανεί αν οι πραξικοπηματίες επικρατούν ή όχι. Ενδεικτική ήταν όμως και η αντίδραση των ΗΠΑ στις μαζικές συλλήψεις αντιπάλων του Ερντογάν, με τον Κέρι να επισημαίνει: «Το ΝΑΤΟ έχει απαιτήσεις όσον αφορά το σεβασμό της δημοκρατίας και το ΝΑΤΟ πραγματικά θα σταθμίσει πραγματικά πολύ προσεκτικά τα όσα συμβαίνουν».
Αλλά και η ΕΕ, στην πρώτη της αντίδραση μέσω της προεδρεύουσας Σλοβακίας, είπε ότι διεξάγει επαφές με Ευρωπαίους και Τούρκους αξιωματούχους «με το στόχο να αποσαφηνίσουν την κατάσταση στην Τουρκία και να συζητήσουν τα βήματα στα οποία η ΕΕ πρέπει να προβεί με το στόχο της διατήρησης και της υποστήριξης της δημοκρατίας και της σταθερότητας στη χώρα».
Σε προχτεσινοβραδινές του δηλώσεις, ο Αμερικανός Πρόεδρος, Μπαράκ Ομπάμα, χαρακτήρισε «λανθασμένες» τις πληροφορίες που εμφανίζουν τις ΗΠΑ να γνώριζαν ή ενεπλάκησαν στην απόπειρα πραξικοπήματος, λέγοντας ακόμα ότι αυτές θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια των Αμερικανών πολιτών που είναι στην Τουρκία.
Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί ότι στις συνόδους των υπουργών Αμυνας και Εξωτερικών του διεθνούς συνασπισμού κατά του «Ισλαμικού Κράτους» (ΙΚ) που έγιναν στις ΗΠΑ τη βδομάδα αυτή, η Τουρκία εκπροσωπήθηκε από κατώτερους διπλωμάτες.
Συνολικά, μια σειρά διεθνείς αντιδράσεις στην απόπειρα πραξικοπήματος έχουν το δικό τους συμβολισμό για τα παζάρια και τις αντιθέσεις, τις πιθανές ή συνεχιζόμενες ανακατατάξεις στις γεωπολιτικές και άλλες ισορροπίες.
Οι δυτικές χώρες καταδίκασαν την απόπειρα πραξικοπήματος, εκφράζοντας στήριξη στην εκλεγμένη τουρκική κυβέρνηση, αλλά στη συνέχεια επέκριναν με έντονο ύφος τις μαζικές προσαγωγές και διώξεις στις οποίες προχώρησε η κυβέρνηση του ΑΚΡ. Ετσι, η Γερμανία σχολίασε πως το ενδεχόμενο επαναφοράς της θανατικής ποινής «θα σήμαινε το τέλος των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την ΕΕ». Ωστόσο, Γερμανοί αξιωματούχοι τόνιζαν όλη τη διάρκεια της βδομάδας πως η συνεργασία με την Τουρκία πρέπει να συνεχιστεί, ειδικά σε θέματα όπως το Μεταναστευτικό.
Ο Γερμανός Επίτροπος, Γιοχάνες Χανς, μίλησε για την ταχύτητα με την οποία η τουρκική κυβέρνηση κατάρτισε τον κατάλογο προσώπων που σκόπευε, όπως είπε, να συλλάβει πριν από την απόπειρα πραξικοπήματος, μιλώντας για γεγονός που «υποδεικνύει ότι ήταν προετοιμασμένοι για να χρησιμοποιηθούν σε κάποιο στάδιο». Εντονα αντέδρασε η Αγκυρα, επισημαίνοντας ότι «η κριτική που ασκείται από άλλες χώρες σχετικά με τη μεταχείριση εκ μέρους της Τουρκίας των φερόμενων συνωμοτών του πραξικοπήματος ισοδυναμεί σχεδόν με υποστήριξη προς την αποτυχημένη απόπειρα ανατροπής της κυβέρνησης».
Η Γαλλία σημείωσε ότι «θέλουμε την πλήρη λειτουργία του κράτους δικαίου στην Τουρκία», αλλά προέκτεινε τη συζήτηση, με τον ΥΠΕΞ, Ζαν Μαρκ Ερό, να υπογραμμίζει πως «υπάρχουν ερωτήματα σχετικά με την αξιοπιστία της... Ενα μέρος της είναι αξιόπιστο και ένα μέρος προκαλεί υποψίες».
Η Ρωσία, αντιδρώντας στις εξελίξεις, εξέφρασε «ιδιαίτερη ανησυχία», καθώς «η όξυνση της εσωτερικής πολιτικής κατάστασης στο πλαίσιο των υπαρχόντων στην Τουρκία τρομοκρατικών απειλών και της ένοπλης σύγκρουσης στην περιοχή, συνιστά αυξημένο κίνδυνο για τη διεθνή και την περιφερειακή σταθερότητα», ενώ ο Πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, συνομίλησε τηλεφωνικά με τον Τούρκο ομόλογό του, για να εκφράσει την ελπίδα του «η συνταγματική τάξη και σταθερότητα να αποκατασταθεί όσο το δυνατόν πιο σύντομα».
Το Ιράν χαιρέτισε την αποτυχία του πραξικοπήματος, ενώ ο ΥΠΕΞ, Μ. Τζ. Ζαρίφ, ανέφερε πως η Σαουδική Αραβία είναι πιθανά πίσω από το πραξικόπημα και πρόσθεσε πως «η σταθερότητα, η δημοκρατία και η ασφάλεια του τουρκικού λαού είναι σημαντικά» και είναι «επιτακτική η ενότητα και η σύνεση».
Από τη μεριά της, η Αίγυπτος στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ (η χώρα είναι αυτή την περίοδο μέλος) μπλόκαρε την έγκριση ψηφίσματος που καλούσε σε σεβασμό της «δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης» της Τουρκίας.
Αλλωστε και η ίδια η Τουρκία ως ισχυρή περιφερειακή δύναμη συμμετέχει «στα γεμάτα» στους ανταγωνισμούς αυτούς, αποσκοπώντας από τη μεριά της στη διασφάλιση των συμφερόντων των δικών της μονοπωλίων και της τούρκικης αστικής τάξης, αλλά και στην αναβάθμιση του ρόλου της στην περιοχή, όπως δείχνει και η εμπλοκή της στην ιμπεριαλιστική επέμβαση στη Συρία με τις πολεμικές επιχειρήσεις στο βόρειο τμήμα της, οι σχέσεις με το «Ισλαμικό Κράτος» και όλα τα υπόλοιπα που την έχουν φέρει αρκετές φορές τα τελευταία χρόνια σε αντιπαράθεση, με παραδοσιακούς συμμάχους της όπως οι ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ κ.ά.
Σε κάθε περίπτωση, χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση των γεγονότων που οδήγησαν στην απόπειρα του πραξικοπήματος. Το ποιες δυνάμεις - εγχώριες και ξένες - στήριξαν το πραξικόπημα και με τι στόχους, ποιος ήταν ο ρόλος των λεγόμενων «κεμαλικών» και «κοσμικών» δυνάμεων ή των δυνάμεων του ιμάμη Γκιουλέν, που το καθεστώς Ερντογάν κατηγορεί ως υπαίτιο, ξηλώνοντας χιλιάδες οπαδούς του από τον κρατικό μηχανισμό, η πραγματική κατάσταση στο στρατό και τον κρατικό μηχανισμό της Τουρκίας, το ποιοι ήταν οι συμβιβασμοί, τα παζάρια και τα ανταλλάγματα που πιθανόν υπήρξαν και έκριναν την τύχη του πραξικοπήματος, αποτελούν τέτοιες πλευρές που απαιτούν διερεύνηση.
Οπως βέβαια και ο ρόλος των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ, άλλων δυνάμεων που, ενώ στην αρχή του πραξικοπήματος έκαναν λόγο για «ανάγκη συνέχειας του κράτους», όταν η πλάστιγγα έγειρε υπέρ των δυνάμεων Ερντογάν τάχθηκαν υπέρ της «δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης», αξιοποιώντας στη συνέχεια τα μέτρα που ανακοινώθηκαν ενάντια στους πραξικοπηματίες, για πιέσεις και «προειδοποιήσεις», π.χ. για τις σχέσεις Τουρκίας με ΝΑΤΟ και ΕΕ. Ολα αυτά στο φόντο κινήσεων και προσπαθειών της τουρκικής ηγεσίας το τελευταίο διάστημα για εξομάλυνση των σχέσεων με τη Ρωσία και το Ισραήλ κι ενώ η προσεκτική ανάγνωση μιας σειράς διεθνών αντιδράσεων μπορεί να καταγράψει το «εύπλαστο» όσον αφορά τις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες και «φιλίες».
Σε εκτενή της ανακοίνωση για τα γεγονότα, η Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος, Τουρκία σημειώνει ότι «η απόπειρα πραξικοπήματος στις 15 Ιούλη δεν ήταν μια αντιπαράθεση μεταξύ ιδεολογικά αντικρουόμενων κέντρων, αλλά εμπλέκονται τουλάχιστον δύο ή και ακόμα περισσότερες κλίκες στο πλαίσιο του κράτους, με πανομοιότυπες ταξικές ταυτότητες και ιδεολογίες. Δεν είναι δυνατό αυτές οι κλίκες να μη γνώριζαν καθόλου η μία τα σχέδια και τις ενέργειες της άλλης, καθώς επίσης δεν είναι δυνατό κάποιος να πει ότι η μία διαφέρει ουσιαστικά από την άλλη. Ωστόσο, η απόπειρα στις 15 Ιούλη δεν ήταν ένα αιματηρό σενάριο σχεδιασμένο από τον Ερντογάν, όπως κάποιοι υποστήριξαν. Ηταν μια πραγματική απόπειρα πραξικοπήματος...».
Η ΚΕ επισημαίνει ότι «είναι σε μεγάλο βαθμό σωστή η σκέψη ότι ένα πραξικόπημα στην Τουρκία δεν θα λάμβανε χώρα χωρίς την έγκριση των ΗΠΑ, καθώς η Τουρκία είναι στενός στρατιωτικός εταίρος των ΗΠΑ ως μέλος του ΝΑΤΟ. Ο κύριος λόγος που τα περισσότερα υψηλόβαθμα στελέχη των τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων που είναι εξοργισμένα με το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚP) δεν πραγματοποίησαν πραξικόπημα, οφείλεται στην υποστήριξη που έχει προσφέρει η κυβέρνηση των ΗΠΑ στο AKP διαχρονικά. Η υποστήριξη αυτή έχει μειωθεί πρόσφατα για διάφορους λόγους».
Μεταξύ άλλων, υπογραμμίζει πως «το γεγονός ότι οι πραξικοπηματίες είχαν σύνδεση με το εξωτερικό δεν κάνει τον Ερντογάν πατριώτη ή αντιιμπεριαλιστή... Το γεγονός ότι ο Ερντογάν τώρα πλησιάζει τον έναν ή τον άλλο διεθνή άξονα, δεν αλλάζει τον ταξικό του χαρακτήρα και τις ιδεολογικές του προτιμήσεις. Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είναι ένας αστός πολιτικός, είναι ένας εχθρός της εργατικής τάξης, είναι ένας αντεπαναστάτης και δε διαφέρει από τους πραξικοπηματίες που ήθελαν να τον ανατρέψουν».
Ακόμα, η ανακοίνωση της ΚΕ αναφέρεται στο ότι «η απόπειρα πραξικοπήματος, οι δυνάμεις πίσω από αυτό, οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν και η ιδεολογική του βάση, δεν έχουν καμία σχέση με τα συμφέροντα του λαού. Η άποψη ότι η χώρα θα είχε δει καλύτερες μέρες αν το πραξικόπημα είχε πετύχει είναι αβάσιμη. Είναι προφανές τι θα σήμαινε ένα φιλοαμερικανικό, αντιλαϊκό πραξικόπημα.
Επίσης, είναι ανοησία να παρουσιάζεις την καταστολή του πραξικοπήματος ως νίκη για το λαό ή να το γιορτάζεις σαν τη "γιορτή της δημοκρατίας" σαν ουρά του AKP. Αυτή είναι μια προσέγγιση που δεν αμφισβητεί τη νομιμότητα του καθεστώτος του AKP και η οποία αγνοεί θεμελιακά μια ταξική προσέγγιση για το τι συμβαίνει στη χώρα».
«Οσα συνέβησαν κατά τη διάρκεια της 15ης Ιούλη και μετά», επισημαίνει η ΚΕ του ΚΚ, Τουρκία, «έδειξαν πόσο αδίστακτες μπορούν να γίνουν οι κλίκες στο εσωτερικό του κράτους. Ολοι παρακολουθήσαμε πόσο σκληροί υπήρξαν οι πραξικοπηματίες. Στη συνέχεια, γίναμε μάρτυρες της βαρβαρότητας της κυβέρνησης. Ολα αυτά δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με την προσέγγιση του "να τους αφήσουμε να σκοτώσουν ο ένας τον άλλον"», καταλήγοντας στην ανακοίνωσή της ότι «όπως έχουμε πάντα επισημάνει, η Τουρκία μπορεί να απελευθερωθεί μόνο με την ενιαία πάλη της εργατικής τάξης εναντίον της ταξικής ηγεμονίας, που παρουσιάζεται από σκοτεινές δυνάμεις, και όχι ως αποτέλεσμα των συγκρούσεων ανάμεσα σε σκοτεινές δυνάμεις. Δεν δεχόμαστε καμία ανάλυση και θέση που αγνοεί αυτή την πραγματικότητα. Είναι προφανές πως οι κομμουνιστές δε θα δώσουν πίστωση χρόνου στην κοροϊδία της "νίκης των δημοκρατικών δυνάμεων", ούτε στα "πονηρά" καλέσματα για να ενωθούν όλοι εναντίον του Ερντογάν. Ανάμεσα στους ανθρώπους που προφέρουν τις λέξεις "η νίκη της δημοκρατικής εξουσίας", είναι επίσης και μερικοί που δημιουργούν πανικό με τη ρητορική ότι "οι οπαδοί της σαρίας θα μας κόψουν τα κεφάλια", και αυτό είναι μια μαρτυρία για το επίπεδο της σύγχυσής τους. Επαναλαμβάνουμε: Εμείς ποτέ δε θα συμπορευτούμε με τους εκπροσώπους της καπιταλιστικής τάξης, με πραξικοπήματα στηριγμένα από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ ή με πράκτορες των "χρωματιστών επαναστάσεων". Αυτή η θέση θα μας αποδυνάμωνε. Μια ανοργάνωτη εργατική τάξη που δελεάζεται από ψεύτικες λύσεις, είναι επίσης κάτι που θα μας αποδυναμώσει».