ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 8 Σεπτέμβρη 2012 - 2η έκδοση
Σελ. /28
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΣΥΓΚΥΒΕΡΝΗΣΗ - ΣΥΡΙΖΑ
Αντιπαράθεση για το «πάπλωμα» της αστικής διαχείρισης

Αποκαλυπτική η χτεσινή συζήτηση της Επίκαιρης Ερώτησης του Α. Τσίπρα για την εκποίηση του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου

Σε αντιπαράθεση ανάμεσα στην κυβέρνηση και τον ΣΥΡΙΖΑ για το μείγμα της αστικής διαχείρισης της κρίσης, στο ζήτημα των ιδιωτικοποιήσεων και ευρύτερα, εξελίχθηκε η χτεσινή συζήτηση στη Βουλή της Επίκαιρης Ερώτησης που κατέθεσε ο Αλ. Τσίπρας για την εκποίηση του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου.

Χωρίς να αγγίζει την ουσία του ζητήματος, που είναι η στρατηγική της ΕΕ για γενικευμένη ιδιωτικοποίηση των πάντων, προκειμένου να βρει ζωτικό χώρο δράσης το κεφάλαιο, ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ αναλώθηκε σε μια επιδερμική και διαχειριστικού τύπου κριτική προς τον παριστάμενο υπουργό Οικονομικών Γ. Στουρνάρα για τις επιλογές της κυβέρνησης.

Κατά τον Α. Τσίπρα ο υπουργός «αντιμετωπίζει με ιδιαίτερη αλαζονική συμπεριφορά τους ίδιους τους θεσμούς και τη δημοκρατία» ενώ αναρωτήθηκε εάν κινήσεις όπως αυτές για το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο «έχουν μια στοιχειώδη λογική ή εκπορεύονται από μια ιδεοληψία ότι οτιδήποτε είναι δημόσιο πρέπει να πηγαίνει στην πυρά και οτιδήποτε ιδιωτικό να προστατεύεται».

Στην κριτική του προς την κυβέρνηση ο Α. Τσίπρας προέταξε διαδικαστικά ζητήματα, όπως ότι η διοίκηση του Ταμείου που αναλαμβάνει να διευθύνει το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας δεν εγκρίθηκε από την αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή με πλειοψηφία 2/3, αλλά με απλή πλειοψηφία ή ότι τα μέλη της αμείβονται με υψηλές αποδοχές. Ζήτησε από την κυβέρνηση να δώσει στη δημοσιότητα τα στοιχεία που κατά τον ισχυρισμό της αποδεικνύουν ότι το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο δεν είναι βιώσιμο και την κατηγόρησε γιατί το εξαίρεσε από την ανακεφαλαιοποίηση, σε αντίθεση με τις ιδιωτικές τράπεζες που τις ενίσχυσε.

Αποθεώνοντας τη διαχειριστική λογική του ΣΥΡΙΖΑ, ο επικεφαλής του επικαλέστηκε το παράδειγμα της Αργεντινής, η οποία, όπως είπε, «πέρασε μια πολύ μεγάλη δυσκολία -και δεν πρέπει τους λαούς να τους χαρακτηρίζουμε με ρατσιστικό τρόπο- και κατάφεραν με αξιοπρέπεια να σταθούν στα πόδια τους» (βλέπε και διπλανό άρθρο).

Η αναφορά του Α. Τσίπρα στην Αργεντινή προκάλεσε χαρτοπόλεμο ανάμεσα στην ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ, επαληθεύοντας ότι ο μεταξύ τους καβγάς είναι για το πάπλωμα της αστικής διαχείρισης και όχι για τα συμφέροντα του λαού. Σύμφωνα με τη ΝΔ, «ο Α. Τσίπρας εύχεται η Ελλάδα να χρεοκοπήσει όπως η Αργεντινή. Του θυμίζουμε ότι ο αντίστοιχος "Τσίπρας" στην Αργεντινή εγκατέλειψε τη χώρα του με ελικόπτερο». Κατά τον ΣΥΡΙΖΑ, η σχετική αναφορά του Α. Τσίπρα «ήθελε να καταδείξει ότι η ακολουθούμενη μνηνονιακή πολιτική θα οδηγήσει σε καταστάσεις ακόμα χειρότερες από αυτήν της Αργεντινής και όχι βέβαια ότι αυτή αποτελεί μια θετική προοπτική για τη χώρα».

Απαντώντας στην Ερώτηση του Α. Τσίπρα, ο Γ. Στουρνάρας επανέλαβε την προπαγάνδα ότι το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο κρίθηκε από τις εποπτικές αρχές «μη βιώσιμο» και πως ακόμα και «κούρεμα» των ομολόγων να μην υπήρχε, η κερδοφορία του θα συνέχιζε να είναι αρνητική. Κατά τον υπουργό, στην Ελλάδα ο αριθμός των τραπεζών είναι 30% μεγαλύτερος από όσο θα έπρεπε και η κυβέρνηση προσπαθεί να προσαρμοστεί σε αυτό μέσω συγχωνεύσεων και όχι με κλείσιμο τραπεζών.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ
Ζητάει αναβάθμιση στη συγκυβέρνηση

Αναβαθμισμένο ρόλο στη συγκυβέρνηση, άρα και στη σφαγή του λαού, επιζητά η Δημοκρατική Αριστερά. Σε συνέντευξη στο «Βήμα fm», ο Σπ. Λυκούδης, γραμματέας της ΚΕ και βουλευτής του κόμματος, είπε ότι «ο κ. Σαμαράς εκπροσωπεί την πρωτεύουσα δύναμη στην κυβέρνηση αλλά δεν κυβερνά, συγκυβερνά», διαβεβαιώνοντας ωστόσο ότι «από πλευράς ΔΗΜΑΡ επιδιώκεται να ξεπερνιόνται» τα ζητήματα που προκύπτουν με την εσωτερική λειτουργία της τρικομματικής συγκυβέρνησης.

Στο ίδιο πνεύμα, ο Θ. Μαργαρίτης, μέλος της ΕΕ της ΔΗΜΑΡ, προειδοποίησε την κυβέρνηση «ότι η στήριξή μας δεν σημαίνει εκχώρηση πολιτικής, δεν σημαίνει αποδοχή των θέσεων της ΝΔ» και πως «η κυβέρνηση συνεργασίας προϋποθέτει συμβιβασμούς», ζητώντας δημαγωγικά «να μελετηθούν και να υιοθετηθούν οι εναλλακτικές προτάσεις της ΔΗΜΑΡ για ισοδύναμα μέτρα στη θέση επώδυνων επιλογών που θα πλήξουν τα μεσαία και χαμηλά κοινωνικά στρώματα».

Μιλώντας για τις λαϊκές αντιδράσεις στα βάρβαρα μέτρα, ο Σπ. Λυκούδης κάλεσε έμμεσα το λαό να κάτσει στ' αυγά του, λέγοντας ότι «δεν υπάρχει άλλος δρόμος για τη χώρα παρά να προσπαθήσει μέσα από μία πάρα πολύ δύσκολη πορεία να διαπραγματευτεί με τους εταίρους. Είναι η μόνη επιλογή που μας διασφαλίζει την παραμονή σε μια Ευρώπη, που ενδεχομένως βρισκόμαστε στην αρχή της αλλαγής της (...) τώρα είναι που πρέπει να μείνουμε οπωσδήποτε μέσα στην ευρωπαϊκή τροχιά».

Η Αργεντινή, η κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ

Μιλώντας χτες στη Βουλή και απευθυνόμενος στον υπουργό Οικονομικών Γ. Στουρνάρα, ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ είπε επί λέξει: «Διότι κύριε υπουργέ, μακάρι να είχαμε γίνει Αργεντινή, όπως είχατε πει. Η Αργεντινή πέρασε μια πολύ μεγάλη δυσκολία και δεν πρέπει τους λαούς να τους χαρακτηρίζουμε με ρατσιστικό τρόπο. Πέρασαν όμως μια πολύ μεγάλη δυσκολία και κατάφεραν με αξιοπρέπεια να σταθούν στα πόδια τους. Δυστυχώς, εσείς μας οδηγείτε σε άλλες καταστάσεις, πολύ χειρότερες. Θα έχουμε χάσει πλήρως την εθνική μας κυριαρχία, θα έχουμε χάσει πλήρως την αξιοπρέπειά μας, θα είμαστε υποτελείς, όλη η Ελλάδα θα γίνει μια ειδική οικονομική ζώνη και σεις θα επιχαίρετε διότι θα σας κτυπούν την πλάτη και θα ζητάτε άφεση αμαρτιών από την κα Μέρκελ για τις αμαρτίες του παρελθόντος».

Ακούγοντας κανείς τον Τσίπρα, θα υπέθετε ότι η κρίση που εκδηλώθηκε στην Αργεντινή την τριετία 1998 - 2001 ξεπεράστηκε προς όφελος του λαού. Η πραγματικότητα όμως είναι διαφορετική και επιβεβαιώνει ότι η αντιπαράθεση του ΣΥΡΙΖΑ με την κυβέρνηση δεν είναι για το αν από την κρίση θα βγει κερδισμένο το κεφάλαιο ή ο λαός. Η διαμάχη είναι για το «πάπλωμα» της αστικής διαχείρισης. Δηλαδή, για το ποιο «μείγμα» πολιτικής θα οδηγήσει τα μονοπώλια με «αξιοπρέπεια» έξω από την κρίση, με δεδομένο ότι ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ, ούτε τα κόμματα της συγκυβέρνησης αμφισβητούν την αστική εξουσία και την καπιταλιστική ΕΕ.

Το ίδιο έγινε και στην Αργεντινή. Η μία άποψη που εξέφραζαν τα αστικά επιτελεία ήταν αυτή της αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας, με δραστική μείωση των κρατικών δαπανών και αύξηση της φορολογίας, όπως γίνεται σήμερα στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες της Ευρωζώνης. Η άλλη μιλούσε για τόνωση της οικονομίας μέσω αναπτυξιακών έργων και χρηματοδότησης, ώστε να υπάρχει ανάπτυξη.

Ετσι οξύνθηκε η αντιπαράθεση που αφορούσε στην ασκούμενη νομισματική πολιτική. Το κυβερνών κόμμα επέμενε στη σύνδεση με σταθερή ισοτιμία του εθνικού νομίσματος με το δολάριο και στην ανάγκη εξασφάλισης εξωτερικού δανεισμού. Από την άλλη, το βασικό αντιπολιτευόμενο κόμμα υιοθέτησε την άποψη ότι η υποτίμηση του νομίσματος ήταν απαραίτητη και ότι απαιτούνταν στροφή στην εγχώρια παραγωγή.

Η εγκατάλειψη της σταθερής ισοτιμίας ευνοούσε τη μερίδα του βιομηχανικού κεφαλαίου με εξαγωγικό προσανατολισμό, ενώ προσέκρουε στο διεθνή δανεισμό της χώρας, που ήταν σε συνάλλαγμα, και η αποπληρωμή του θα αυξανόταν υπέρμετρα. Η σταθερή ισοτιμία από την άλλη, ευνοούσε το τραπεζικό κεφάλαιο, που συναλλασσόταν σε δολάρια. Η αντιπαράθεση δηλαδή σε πολιτικό επίπεδο αντανακλούσε διαφορετικές απόψεις για τη διαχείριση της κρίσης, στη βάση των συγκρουόμενων συμφερόντων μερίδων της αστικής τάξης εντός και εκτός χώρας.

Η όξυνση αυτών των αντιθέσεων πήρε διαστάσεις πολιτικής κρίσης, που εκδηλώθηκε ολοκληρωμένα το Δεκέμβρη του 2001. Οι κινητοποιήσεις που ξέσπασαν, στη βάση των οξυμένων λαϊκών προβλημάτων εξαιτίας της κρίσης, παρά τις ανεβασμένες μορφές πάλης, τις συγκρούσεις και τη μαζικότητα, δεν είχαν πολιτικούς στόχους ρήξης, ανατροπής. Κανένα κόμμα, ούτε το κίνημα αμφισβήτησε την αστική εξουσία, ώστε να δημιουργηθούν προϋποθέσεις εξόδου από την κρίση προς όφελος του λαού.

Ετσι, το λαϊκό κίνημα δεν μπόρεσε να εκμεταλλευτεί την αδυναμία του αστικού πολιτικού συστήματος να δώσει στη δοσμένη στιγμή πολιτική διέξοδο σε όφελος του κεφαλαίου. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν ότι τη λαϊκή πάλη καρπώθηκε ολοκληρωτικά σε πολιτικό επίπεδο το αντιπολιτευόμενο κόμμα, που διατυμπάνιζε την ανάγκη διαφορετικής διαχείρισης της καπιταλιστικής οικονομίας, στην κατεύθυνση «άρνησης των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και χαλιναγώγησης της ελεύθερης αγοράς».

Η νέα οικονομική πολιτική βασίστηκε στη στάση πληρωμών του κρατικού χρέους, στην αποσύνδεση του νομίσματος από τη σταθερή ισοτιμία και υποτίμησή του, σε ισοσκελισμένο δημόσιο προϋπολογισμό και σε μια σειρά ρυθμίσεων για τις καταθέσεις και τα δάνεια που ήταν απαραίτητες, αφού πολλά από αυτά ήταν σε δολάρια και έπρεπε να μετατραπούν στο εγχώριο νόμισμα. Η καπιταλιστική οικονομία της Αργεντινής πέρασε από τη φάση της κρίσης στην αναζωογόνηση στο τέλος του 2002.

Το αποτέλεσμα ήταν η σημαντική τόνωση των εξαγωγών. Το εμπορικό ισοζύγιο έγινε πλεονασματικό και την πενταετία από το 2003 μέχρι το 2008 ο ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ της χώρας ξεπέρασε το 8% ετησίως. Την ίδια ώρα όμως, οι συνθήκες διαβίωσης του λαού επιδεινώθηκαν σχετικά και απόλυτα μέσα σε μια δεκαπενταετία (1992 - 2006) οικονομικής ανάπτυξης που οδήγησε στον υπερδιπλασιασμό του ΑΕΠ της χώρας.

Στο διάστημα αυτό, η απόλυτη φτώχεια αυξήθηκε από το 3,2% στο 8,5% του πληθυσμού. Η σχετική φτώχεια αυξήθηκε από 19,7% του πληθυσμού το 1992 στο 25,6% το 2006. Το 2006 το 43% των εργαζομένων στην Αργεντινή εργάζονταν χωρίς ασφαλιστικά και εργασιακά δικαιώματα, από 31% το 1992. Ο πληθωρισμός ξεπέρασε το 20%, κατατρώγοντας το λαϊκό εισόδημα και η ανεργία άγγιξε, συνυπολογίζοντας και την υποαπασχόληση, το 25%.

Οι εξελίξεις στην Αργεντινή επιβεβαίωσαν τη διαπίστωση ότι, κάτω από το ζυγό των μονοπωλίων, τα λαϊκά στρώματα «πληρώνουν τη νύφη» και στη φάση της κρίσης και στη φάση της καπιταλιστικής ανάπτυξης, σε κάθε μορφή διαχείρισης της καπιταλιστικής οικονομίας. Η Αργεντινή επαναδιαπραγματεύθηκε για το πώς θα αποπληρώσει το χρέος της, αλλά η ανάπτυξη της οικονομίας της δεν έλυσε τα ζητήματα της ανεργίας και της φτώχειας που αυξήθηκαν, όπως αυξάνοντα σήμερα στην Ευρωζώνη και την Ελλάδα, όπου ακολουθείται άλλη μορφή διαχείρισης της κρίσης.


Π.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ