Σε μεγάλα αστικά κέντρα όπως το Βερολίνο και το Σιάτλ, με τεράστιες επενδύσεις και ασύλληπτα κέρδη, ο εφιάλτης της στέγης γιγαντώνεται
Copyright 2019 The Associated |
Πρόκειται για μεγαλουπόλεις που προσελκύουν επενδύσεις, θεωρούνται «κέντρα» καινοτομίας, εδρεύουν εκεί μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και διεθνείς οργανισμοί. Στην Ευρώπη το πρόβλημα της έλλειψης «προσιτών κατοικιών» είναι ιδιαίτερα οξυμένο στα αστικά κέντρα αναπτυγμένων χωρών, όπως στις γερμανικές μεγαλουπόλεις και ιδιαίτερα στο Βερολίνο, στη Στοκχόλμη και άλλες σκανδιναβικές πόλεις, στο Αμστερνταμ, στο Λονδίνο και αλλού.
Τα ενοίκια αυξάνουν με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, άνθρωποι πετιούνται στο δρόμο, αναγκάζονται να μετακομίσουν μακριά από τις δουλειές τους, να νοικιάζουν υπνοδωμάτια σε διαμερίσματα με συγκατοίκους στο ύψος κανονικού ενοικίου, ενώ οι πιο ευάλωτοι μένουν άστεγοι.
Στο Βερολίνο, η άνοδος των ενοικίων ακολουθεί μια «τρελή» ανοδική πορεία τα τελευταία χρόνια (κατά μέσο όρο πάνω από 12 ευρώ/τ.μ.), μια πορεία που ήδη έχει καταγραφεί σε άλλες γερμανικές πόλεις, όπως η Φρανκφούρτη, η Κολονία, το Μόναχο, το Αμβούργο κ.ά. Μόνο το 2018 αυξήθηκαν τα ενοίκια στην πρωτεύουσα κατά 6,4% σε σχέση με το 2017, καταγράφοντας τη μεγαλύτερη αύξηση στη Γερμανία. Σε πρόσφατη μελέτη, η Deutsche Bank εκτιμά ότι το Βερολίνο θα γίνει τα επόμενα χρόνια μία από τις πιο ακριβές ευρωπαϊκές πόλεις, όσον αφορά το κόστος κατοικίας και διαβίωσης. Για τους χαμηλόμισθους, τους ανέργους, τους δικαιούχους προνοιακών επιδομάτων «Χαρτς 4», η γερμανική πρωτεύουσα τείνει να γίνει «απαγορευμένη πόλη».
Copyright 2019 The Associated |
Την ίδια στιγμή, πρόσφατα στοιχεία της Ομοσπονδιακής Στατιστικής Υπηρεσίας έδειξαν ότι το 7% του γερμανικού πληθυσμού, δηλαδή πάνω από 5 εκατ. άνθρωποι, ζουν σε πολύ μικρά διαμερίσματα (τρία παιδιά σε ένα υπνοδωμάτιο, ή οι γονείς χρησιμοποιούν το καθιστικό σαν υπνοδωμάτιο κ.λπ.). «Η διαμονή σε ένα διαμέρισμα που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες τους και ταυτόχρονα να είναι οικονομικά προσιτό, είναι για όλο και περισσότερους πολίτες ένα απραγματοποίητο όνειρο», σχολίασε ο διευθυντής της υπηρεσίας «Πρόνοια Εργαζομένων» (AWO) της Γερμανίας, Βόλφγκανγκ Στάντλερ.
Στη σκιά της καπιταλιστικής ανάπτυξης, των επενδύσεων και της ασύλληπτης καπιταλιστικής κερδοφορίας ζουν δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι στο Σιάτλ, την αμερικανική «μητρόπολη» των μεγαλύτερων επιχειρήσεων τεχνολογίας και των νεοφυών, καινοτόμων επιχειρήσεων (start-ups), όπως οι «Microsoft», «Amazon», «Apple» και άλλες πολυεθνικές όπως η «Starbucks».
Εκτοτε, χρόνο με το χρόνο, σκηνές ξεφυτρώνουν στα πεζοδρόμια της πόλης, άστεγοι κοιμούνται σε πάρκα και κάτω από γέφυρες, άνθρωποι ζητιανεύουν στους δρόμους. Οι τεράστιες επενδύσεις δεν έφεραν μόνο «θέσεις εργασίας», όπως συχνά προπαγανδίζουν οι αστικές κυβερνήσεις καλώντας τους εργαζόμενους να κάνουν θυσίες. Εκτόξευσαν το κόστος ζωής και διαμονής, εκτόπισαν χιλιάδες οικογένειες στα περίχωρα, ενώ χιλιάδες εργαζόμενοι - ανάμεσά τους και ορισμένοι υπάλληλοι των παραπάνω εταιρειών - δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στα πάγια έξοδα με το μισθό τους.
Να πώς περιγράφει η ίδια η «Microsoft» σε ανακοίνωσή της (16/1/2019) τη σημερινή κατάσταση: «Η ανάπτυξη της περιοχής δημιούργησε επίσης νέες προκλήσεις. Από το 2011, οι θέσεις εργασίας στην περιοχή έχουν αυξηθεί κατά 21%, ενώ η ανάπτυξη στην κατασκευή κατοικιών έχει υποχωρήσει στο 13%.
Αυτό το χάσμα στις διαθέσιμες κατοικίες έχει προκαλέσει αύξηση των τιμών κατοικιών κατά 96% τα τελευταία οκτώ χρόνια, καθιστώντας την ευρύτερη περιοχή του Σιάτλ την 6η πιο ακριβή περιοχή στις ΗΠΑ, καθιστώντας όλο και περισσότερο αδύνατο για τους εργαζόμενους με χαμηλό και μεσαίο εισόδημα να αντέξουν οικονομικά να ζήσουν κοντά στην περιοχή όπου εργάζονται. Δάσκαλοι, νοσηλευτές, εργαζόμενοι σε οργανισμούς, επιχειρήσεις και εταιρείες τεχνολογίας αρχίζουν και τελειώνουν τις εργάσιμες μέρες τους με πολύωρες μετακινήσεις από και προς τη δουλειά τους. Και οι άνθρωποι που έμειναν άστεγοι, αντιμετωπίζουν ακόμη πιο τρομακτικά προβλήματα».
Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του υπουργείου Στέγασης και Αστικής Ανάπτυξης των ΗΠΑ, το 2018 οι άστεγοι στο Σιάτλ αυξήθηκαν κατά 4%, πολύ περισσότερο απ' ό,τι σε εθνικό επίπεδο (αύξηση 0,3%). Σε απόλυτους αριθμούς, στο Σιάτλ ζουν πάνω από 12.000 άνθρωποι είτε στο δρόμο είτε σε προσωρινά καταφύγια. Ετσι η μητρόπολη των νέων τεχνολογιών βρίσκεται - ήδη από το 2015 - στην τρίτη θέση, πίσω από τη Νέα Υόρκη (78.676 άστεγοι) και το Λος Αντζελες (σχεδόν 50.000 άστεγοι).
Πάνω σε αυτήν την κατάσταση η «Microsoft» είδε μια ακόμη ευκαιρία για επενδύσεις και κερδοφορία, στην αγορά ακινήτων. Πριν από λίγες μέρες, ανακοίνωσε πως για να «συμβάλλει» στη «λύση του προβλήματος» θα επενδύσει 500 εκατ. δολάρια «για την προώθηση προσιτών λύσεων στέγασης», τοποθετώντας τα χρήματα σε δάνεια και επιχορηγήσεις που θα επιταχύνουν την κατασκευή κατοικιών. Συγκεκριμένα, τα 475 εκατ. θα δοθούν με μορφή δανείου (με επιτόκια είτε χαμηλότερα είτε της τρέχουσας αγοράς) σε ιδιώτες ή δήθεν «μη κερδοσκοπικούς» κατασκευαστές, ή σε κρατικούς φορείς όπως η Αρχή Περιφερειακής Στέγασης. Τα υπόλοιπα 25 εκατ. θα δοθούν ως δωρεά σε οργανώσεις και φιλανθρωπικά προγράμματα για αστέγους.
Το «ενδιαφέρον» και του συγκεκριμένου τεχνολογικού κολοσσού δεν θα μπορούσε να μην είναι υποκριτικό και πάντα στο βαθμό που ανοίγονται νέα πεδία κερδοφορίας. Είναι ενδεικτικό ότι όταν το δημοτικό συμβούλιο του Σιάτλ επιχείρησε τον περασμένο χρόνο να επιβάλει φορολογία στους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους της περιοχής, με τα έσοδα να προορίζονται για την αντιμετώπιση του προβλήματος των αστέγων, υπήρξαν σφοδρές αντιδράσεις των ομίλων. Συγκεκριμένα, το σχέδιο προέβλεπε πως οι επιχειρήσεις με ετήσια κέρδη άνω των 20 εκατ. δολαρίων θα κατέβαλαν ετήσιο φόρο 275 δολάρια ανά εργαζόμενο που απασχολούν. Υπολογιζόταν ότι έτσι θα εξασφαλίζονταν περίπου 47 εκατ. το χρόνο για την κατασκευή κατοικιών. Το μέτρο θα ίσχυε για 5 χρόνια.
Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος των καπιταλιστικών επενδύσεων και του απίστευτου πλούτου που παράγεται στο Σιάτλ, το δημοτικό συμβούλιο επιχείρησε να φορολογήσει περίπου 585 επιχειρήσεις, περίπου το 3% όλων των εταιρειών που δραστηριοποιούνται στην περιοχή!
Μέσα σε λίγες βδομάδες, το σχέδιο πάρθηκε πίσω μετά τις απειλές της «οικονομίας» ότι θα σταματήσουν σχεδιαζόμενες επενδύσεις, θα «κινδυνεύσουν» θέσεις εργασίας κ.λπ. Ενδεικτικά η «Amazon», με περίπου 40.000 εργαζόμενους στο Σιάτλ, θα έπρεπε να πληρώνει 11 εκατ. δολάρια το χρόνο, την ώρα που τα ετήσια έσοδά της το 2017 ξεπέρασαν τα 60 δισ. δολάρια! Μάλιστα, εξαιτίας των φοροελαφρύνσεων που αποφάσισε η κυβέρνηση των ΗΠΑ για τις επιχειρήσεις, η «Amazon» εξασφάλισε το ίδιο έτος επιπλέον 789 εκατ. δολάρια!