Κυριακή 18 Νοέμβρη 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 6
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΠΡΟΣ ΔΙΩΚΟΜΕΝΟΥΣ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΥΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟΥΣ
Σχιζοφρένειας εγκώμιο

Πέρασαν κιόλας πέντε χρόνια από τότε που μια «έγκριτη» δημοσιογράφος απαιτούσε την αποπομπή μου από το Πανεπιστήμιο, διότι, όπως είχα δηλώσει, θεωρούσα καθήκον μου να οδηγώ τους φοιτητές μου στη σχιζοφρένεια.

Πού να φανταστώ τότε ότι η δική μας «έγκριτη» θα ήταν προπομπός ενός ρεύματος, που κυριαρχεί σήμερα στην ηγέτιδα του «πολιτισμένου κόσμου» χώρα, στη χώρα - πρότυπο της «ανοιχτής κοινωνίας». Και όμως, εδώ και λίγες μέρες, η Ρουθ Φλάουερς, εκπρόσωπος της Αμερικανικής Ενωσης Πανεπιστημιακών Καθηγητών, αναφερόμενη στους διωγμούς που υφίστανται οι καθηγητές, οι οποίοι τολμούν να διαφωνήσουν με την αμερικανική πολιτική, έκανε λόγο για την επικράτηση στα Πανεπιστήμια μιας ατμόσφαιρας, που παραπέμπει στην εποχή του Μακαρθισμού.

Από τη μια συλλογιέσαι πως, για να τρομάζουν τόσο οι σφεντόνες σου, τα Β52 τους, τα γκαζάκια σου, το ατομικό τους οπλοστάσιο, για να αρχίζει και πάλι το κυνήγι των μαγισσών, δεν μπορεί κάποια αξία θα 'χει τούτη η στάση. Σημαίνει ότι έχεις τη δύναμη να τους υποχρεώνεις, την πιο χυδαία βία να ασκούν εναντίον σου, το αληθινό τους πρόσωπο να δείχνουν, επειδή ως άνθρωπο, που έχει μια αξιοπρέπεια, και συνεπώς είναι υπεράνω κάθε τιμής, απέτυχαν να σε εξαγοράσουν, ως διανοούμενο απέτυχαν ιδεολογικά να σε ηγεμονεύσουν. Από την άλλη όμως, διερωτάσαι αν έχεις το δικαίωμα τη δική σου σχιζοφρένεια, στους άλλους να τη μεταδίδεις.

Γιατί, πράγματι, το να λες την αλήθεια, να προσπαθείς να την εμφυσήσεις στους νέους, σε μια εποχή παράλογη, σε μια εποχή κυριαρχίας μιας ηθικής πλασμένης από συνείδηση ψευδή, σε μια εποχή που ακόμη και οι λέξεις, οι έννοιες, τα σύμβολα χρησιμοποιούνται με νόημα αντεστραμμένο, οδηγεί δίχως άλλο στη σχιζοφρένεια. Οδηγεί σ' αυτό που οι παλιοί καλοί ψυχίατροι, εκείνοι για τους οποίους καθώς φαίνεται το περιβάλλον ήταν εξ ορισμού ορθολογικό, όριζαν ως «αδυναμία προσαρμογής του πάσχοντος προς το περιβάλλον του και εκ της συνεπείας ταύτης διασπάσεως της προσωπικότητας αυτού».

Από τη μια, να πρεσβεύεις και να διδάσκεις την άρνηση της άρνησης, την άρνηση της βαρβαρότητας που μας δυναστεύει, την άρνηση της μοιραίας προσαρμογής - υποταγής σε αυτήν, να πρεσβεύεις και να διδάσκεις ότι η κατάκτηση της μοναδικής ουσιαστικής ευτυχίας, του πραγματικού ευ ζην, του πραγματικού αυτοσεβασμού, είναι δυνατή μόνον μέσω αυτής της άρνησης, και, από την άλλη, να προσπαθείς να πείσεις ότι πρέπει να επιβιώσεις μέσα σε αυτήν την πραγματικότητα, να παλεύεις να μην παρασυρθείς από της φυγής, της μόνιμης δα και όχι της παιχνιδιάρας, τη λυτρωτική ενέργεια. Αυτή κι αν είναι στάση καθαυτό σχιζοφρενική.

Την εντιμότητα ως πρώτη της ζωής αρχή να τους διδάσκεις, την αλληλεγγύη απέναντι στον ανταγωνισμό, την ειρήνη απέναντι στον πόλεμο. Τη βολική ανοχή, και μάλιστα στους καιρούς των δολοφόνων, με συνενοχή να τους ταυτίζεις. Να τους προτρέπεις να μορφώνονται. Διανοούμενοι και όχι τεχνοκράτες να τους οδηγείς να γίνουν. Να τους μαθαίνεις να αγαπούν την τέχνη την πραγματική, την αποξενωμένη από τον πολιτισμό... Στο Βελιγράδι, στην Τζένοβα και τις δικές μας τις πορείες να τους συνοδεύεις. Αντί για παραμύθια της Χαλιμάς, τις αληθινές του Ιράκ, της Παλαιστίνης, του Αφγανιστάν... ιστορίες να τους διηγείσαι. Γιατί διάολε, όπως είπε ο ποιητής «(...) Φτάνει πια! Πρέπει να λέμε την αλήθεια στα παιδιά». Και να γνωρίζεις καλά πως όλα τούτα πιο δύσκολη θα κάμουν τη ζωή τους, όλα τούτα σε αντίθεση σφοδρή, κι όσο περνάει ο χρόνος όλο και πιο ανθρωποβόρα με το περιβάλλον τους θε να τους φέρουν. Εχθρούς των ποιητών μυριάδες να αντιμετωπίζουν. Τούτη κι αν είναι στάση σχιζοφρενική.

Και καλά εσύ, μονολογούσα. Το επέλεξες και χαλάλι σου το δύσβατο τούτο μονοπάτι, τούτη την άγρια ομορφιά, τούτη τη στάση σαν την αληθινή ζωή. Οι άλλοι, όμως; Τα παιδιά σου, οι μαθητές σου; Τι σου φταίνε και τους προτρέπεις να εκτροχιαστούν από τις σταθερές του εφικτού, αν και παράλογου, γραμμές;

Τι δικαίωμα έχεις να τους αποκαλύπτεις το δίχως τέλος ορατό, δίχως του ήλιου φως στην άκρη, τούνελ και να μην τους αφήνεις τα ψεύτικα, τα τεχνητά τα φώτα να χαρούν; Τι δικαίωμα έχεις να τους ωθείς εκείνους να σφαχτούν, όταν ξέρεις πια πως η γενιά σου σφάχτηκε για το είδωλο και όχι για την πραγματική Ελένη; Τι δικαίωμα έχεις τον Τσε ως σύγχρονο Χριστό να αναδείχνεις, όταν ξέρεις καλά ότι, αν σε πιστέψουν, στην πυρά θα συρθούν από τους λίγους ιεράρχες και τους μυριάδες φανατικούς του Μαμμωνά; Γιατί ανεμπόδιστα δεν τους αφήνεις, να σκύψουν στα τέσσερα και σαν πίθηκοι αναρριχητικοί κι ακόλαστοι να κατακτήσουν την ευτυχία, που εσύ χλευάζεις, οι άλλοι όμως, οι λίγοι, απολαμβάνουν και, αλίμονο, οι πάμπολλοι ποθούν;

Το κάνεις για να πάρεις εκδίκηση. Τις χαμένες σου ελπίδες θέλεις να τους μεταγγίσεις. Από αίσθημα αυτοσυντήρησης του υπό εξαφάνιση είδους σου, το κάνεις. Επειδή μετράς την προσφορά σου, όχι με το δικό σου μέτρο, αλλά με αυτό του κόσμου ολάκερου, όχι με το μέτρο της δικής σου αναρρίχησης, αλλά μ' εκείνο της οικουμένης την καλυτέρευση. Ισως, όλα τούτα να ισχύουν. Υπάρχει, όμως, και κάτι άλλο πιο βαθύ. Νιώθεις πως δεν είναι μόνο δικαίωμα το να 'σαι αληθινός, αλλά και υποχρέωσή σου. Απέναντι στον εαυτό σου, αλλά κι απέναντι στους άλλους, σ' εκείνους που η νιότη, τους δίνει τη δύναμη να ταλαντεύονται ακόμη ανάμεσα στο τέλμα, στο τέλος δίχως καν αρχή και την απεραντοσύνη της θάλασσας δίχως τέλος, ανάμεσα στη δυστυχισμένη ευκολία και την ευτυχισμένη δυσκολία, ανάμεσα στο ζωώδες και το ανθρώπινο.

Και έχεις, όχι μόνο δικαίωμα, αλλά και υποχρέωση, παρά το όποιο κόστος για σένα τον ίδιο και για τους άλλους, παιδί του Πλάτωνα εσύ, να τον ακολουθήσεις και στο σπήλαιο των δεσμωτών να κατεβείς. Το ανθρώπινο να προβάλεις, απέναντι στο κτηνώδες, την ελευθερία απέναντι στον καταναγκασμό, την πρόοδο απέναντι στη συντήρηση, τη χαρά από τις μέρες του αύριο, απέναντι στο βόρβορο του σήμερα.

Αν δεν το πράξεις, αν δεν προσπαθήσεις, στους καιρούς του παραλόγου να μπολιάσεις με τη δική σου σχιζοφρένεια και τους άλλους, σημαίνει πως ούτε ο ίδιος έχεις πειστεί, ότι: «Στη ζωή ετούτη να πεθάνεις δύσκολο δεν είναι. Να τη φτιάξεις τη ζωή - ω, τι δύσκολο!».

Και πάλι αλίμονο, αλλά η ευτυχία η αληθινή, με τη δυσκολία τούτη ανάλογο έχει μπόι. Αυτήν, λοιπόν, υπόχρεοι είμαστε να διδάσκουμε, σύντροφοί μου Αμερικανοί, αποδιοπομπαίοι, για τους «έγκριτους» της εξουσίας κόλακες, τράγοι.

ΥΓ: Το σημείωμα αυτό στάλθηκε στην Αμερικάνικη Ενωση Πανεπιστημιακών Καθηγητών ως μια μορφή συμπαράστασης στον αγώνα τους ενάντια στο νεομακαρθισμό.


Του
Γιώργου ΡΟΥΣΗ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ