Πού να φανταστώ τότε ότι η δική μας «έγκριτη» θα ήταν προπομπός ενός ρεύματος, που κυριαρχεί σήμερα στην ηγέτιδα του «πολιτισμένου κόσμου» χώρα, στη χώρα - πρότυπο της «ανοιχτής κοινωνίας». Και όμως, εδώ και λίγες μέρες, η Ρουθ Φλάουερς, εκπρόσωπος της Αμερικανικής Ενωσης Πανεπιστημιακών Καθηγητών, αναφερόμενη στους διωγμούς που υφίστανται οι καθηγητές, οι οποίοι τολμούν να διαφωνήσουν με την αμερικανική πολιτική, έκανε λόγο για την επικράτηση στα Πανεπιστήμια μιας ατμόσφαιρας, που παραπέμπει στην εποχή του Μακαρθισμού.
Από τη μια συλλογιέσαι πως, για να τρομάζουν τόσο οι σφεντόνες σου, τα Β52 τους, τα γκαζάκια σου, το ατομικό τους οπλοστάσιο, για να αρχίζει και πάλι το κυνήγι των μαγισσών, δεν μπορεί κάποια αξία θα 'χει τούτη η στάση. Σημαίνει ότι έχεις τη δύναμη να τους υποχρεώνεις, την πιο χυδαία βία να ασκούν εναντίον σου, το αληθινό τους πρόσωπο να δείχνουν, επειδή ως άνθρωπο, που έχει μια αξιοπρέπεια, και συνεπώς είναι υπεράνω κάθε τιμής, απέτυχαν να σε εξαγοράσουν, ως διανοούμενο απέτυχαν ιδεολογικά να σε ηγεμονεύσουν. Από την άλλη όμως, διερωτάσαι αν έχεις το δικαίωμα τη δική σου σχιζοφρένεια, στους άλλους να τη μεταδίδεις.
Από τη μια, να πρεσβεύεις και να διδάσκεις την άρνηση της άρνησης, την άρνηση της βαρβαρότητας που μας δυναστεύει, την άρνηση της μοιραίας προσαρμογής - υποταγής σε αυτήν, να πρεσβεύεις και να διδάσκεις ότι η κατάκτηση της μοναδικής ουσιαστικής ευτυχίας, του πραγματικού ευ ζην, του πραγματικού αυτοσεβασμού, είναι δυνατή μόνον μέσω αυτής της άρνησης, και, από την άλλη, να προσπαθείς να πείσεις ότι πρέπει να επιβιώσεις μέσα σε αυτήν την πραγματικότητα, να παλεύεις να μην παρασυρθείς από της φυγής, της μόνιμης δα και όχι της παιχνιδιάρας, τη λυτρωτική ενέργεια. Αυτή κι αν είναι στάση καθαυτό σχιζοφρενική.
Και καλά εσύ, μονολογούσα. Το επέλεξες και χαλάλι σου το δύσβατο τούτο μονοπάτι, τούτη την άγρια ομορφιά, τούτη τη στάση σαν την αληθινή ζωή. Οι άλλοι, όμως; Τα παιδιά σου, οι μαθητές σου; Τι σου φταίνε και τους προτρέπεις να εκτροχιαστούν από τις σταθερές του εφικτού, αν και παράλογου, γραμμές;
Το κάνεις για να πάρεις εκδίκηση. Τις χαμένες σου ελπίδες θέλεις να τους μεταγγίσεις. Από αίσθημα αυτοσυντήρησης του υπό εξαφάνιση είδους σου, το κάνεις. Επειδή μετράς την προσφορά σου, όχι με το δικό σου μέτρο, αλλά με αυτό του κόσμου ολάκερου, όχι με το μέτρο της δικής σου αναρρίχησης, αλλά μ' εκείνο της οικουμένης την καλυτέρευση. Ισως, όλα τούτα να ισχύουν. Υπάρχει, όμως, και κάτι άλλο πιο βαθύ. Νιώθεις πως δεν είναι μόνο δικαίωμα το να 'σαι αληθινός, αλλά και υποχρέωσή σου. Απέναντι στον εαυτό σου, αλλά κι απέναντι στους άλλους, σ' εκείνους που η νιότη, τους δίνει τη δύναμη να ταλαντεύονται ακόμη ανάμεσα στο τέλμα, στο τέλος δίχως καν αρχή και την απεραντοσύνη της θάλασσας δίχως τέλος, ανάμεσα στη δυστυχισμένη ευκολία και την ευτυχισμένη δυσκολία, ανάμεσα στο ζωώδες και το ανθρώπινο.
Αν δεν το πράξεις, αν δεν προσπαθήσεις, στους καιρούς του παραλόγου να μπολιάσεις με τη δική σου σχιζοφρένεια και τους άλλους, σημαίνει πως ούτε ο ίδιος έχεις πειστεί, ότι: «Στη ζωή ετούτη να πεθάνεις δύσκολο δεν είναι. Να τη φτιάξεις τη ζωή - ω, τι δύσκολο!».
Και πάλι αλίμονο, αλλά η ευτυχία η αληθινή, με τη δυσκολία τούτη ανάλογο έχει μπόι. Αυτήν, λοιπόν, υπόχρεοι είμαστε να διδάσκουμε, σύντροφοί μου Αμερικανοί, αποδιοπομπαίοι, για τους «έγκριτους» της εξουσίας κόλακες, τράγοι.
ΥΓ: Το σημείωμα αυτό στάλθηκε στην Αμερικάνικη Ενωση Πανεπιστημιακών Καθηγητών ως μια μορφή συμπαράστασης στον αγώνα τους ενάντια στο νεομακαρθισμό.