Κυριακή 25 Νοέμβρη 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 4
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Ο κύριος Μάλλιος

Στο Δημοτικό σχολειό είχαμε ένα δάσκαλο, τον κύριο Μάλλιο. Ητανε ψηλός, με γκρίζα μαλλιά κομμένα κοντά. Φορούσε πάντοτε ένα μαύρο μακρύ παλτό με μπόλικη πιτυρίδα στους ώμους, και τ' αυτιά του ήτανε γεμάτα με άσπρο βαμβάκι. Ενα σβησμένο τσιγάρο κρεμότανε συνέχεια στη γωνία των χειλιών του. Φυσικά εδώ και πολλά χρόνια έχει πεθάνει. Τον χτύπησε ένα αυτοκίνητο έξω από την Αγία Βαρβάρα, ένα απόγεμα Κυριακής που έφευγε από το γήπεδο. Φανατικός ΠΑΟΚτζής, ο κύριος Μάλλιος. Το σημερινό μου σημείωμα το αφιερώνω στη μνήμη του. Πού ξέρεις, μπορεί να το νιώσει!

Αυτός, λοιπόν, ο μαυροντυμένος μας δάσκαλος μάς έκανε το μάθημα της «Πατριδογνωσίας». Ποτέ όμως την εξέταση και την παράδοση, όπως λέγαμε τότε, δεν την έκανε μέσα στην αίθουσα. Μας έπαιρνε όλους μαζί, καμιά τριανταριά, αν θυμάμαι καλά, και πηγαίναμε στο μεγάλο δρόμο που και σήμερα ακόμα κόβει την Ανω Τούμπα στη μέση. Τότε το όνομα του δρόμου ήτανε «Οδός Νοσοκομείων», τώρα «Γρηγορίου Λαμπράκη». Εβαζε τη Χρυσαυγή να μας προσέχει, μάς μοίραζε κι από ένα λευκό χαρτί και μας έλεγε να γράψουμε ό,τι σημαντικό βλέπαμε γύρω μας. Αυτοκίνητα, μανάβηδες με τα γαϊδουράκια τους, μικροπωλητές με το «μαλλί της γριάς», φαντάρους με τα μεγάλα τους δίκοχα, νοσοκόμες με τις μπλε κάπες τους και άλλα τέτοια. Υστερα πηγαίναμε στο σχολείο και κάτω από μια μεγάλη βερικοκιά συζητούσαμε. Συζητούσαμε για όσα είχαμε γράψει στο μικρό μας λευκό χαρτί και προσπαθούσαμε να εξηγήσουμε αυτά τα γραψίματα. Και όταν δεν τα καταφέρναμε, και συνήθως δεν τα καταφέρναμε, ο κύριος Μάλλιος θύμωνε. Συννέφιαζε το πρόσωπό του και έμπηγε τις φωνές.

- Βρε σεις, έλεγε με τη βραχνή του φωνή, αυτά που γράψατε είναι η πατρίδα σας. Τα αυτοκίνητα που πηγαινοέρχονται, τα μαναβάκια, οι γυφτοπούλες που γυρνάνε στις γειτονιές για να μας πούνε την τύχη, τα παιδιά που παίζουνε με τα πάνινα τόπια τους και η κυρία Σμαραγδή που σβήνει σιγά σιγά μέσα στο φτωχό της περίπτερο, είναι η πατρίδα σας!

Εμείς τον κοιτάζαμε μέσα στα μάτια και προσπαθούσαμε, με το μικρό μας μυαλό, να μετατρέψουμε όλα αυτά σε εικόνα, σε χρώματα και σε ήχους. Προσπαθούσαμε να βγάλουμε από μέσα μας όλη εκείνη την περίεργη "ιερότητα", τα αίματα και τους νεκρούς για τα οποία μάς μιλούσανε οι άλλοι και να βάλουμε στη θέση της την "Πατρίδα" της ζωής, του καθημερινού δρόμου και της φτώχειας. Την πατρίδα του κύριου Μάλλιου. Να ξεπεράσουμε τον πολεμικό ήχο των εμβατηρίων και τις ψεύτικες ζητωκραυγές και να στήσουμε το αυτί μας προσεκτικά για ν' ακούσουμε τα πονεμένα στιχάκια του Σοφοκλή του Λυγεράκη που πηγαινοερχότανε στα ξερονήσια μια ζωή, γιατί ήτανε "ανυπάκουος", όπως μας εξηγούσε η μάνα μας, και δεν άκουγε τους χωροφύλακες. Ν' αφουγκραστούμε και τα ψιλοτράγουδα της Παναγιώτας που κάθε πρωί, όσο πότιζε τις κόκκινες τριανταφυλλιές της και άφηνε τις λευκές της σάρκες να λάμπουν κάτω από το μπαλωμένο μαύρο κομπινεζόν της, τα μουρμούριζε με τη μελένια φωνή της.

Και ξαφνικά ύστερα από «χιλιάδες» χρόνια. Τώρα που έφυγε ο κύριος Μάλλιος, και το περίπτερο της κυρίας Σμαραγδής έγινε πολυκατοικία, χάθηκε και η Παναγιώτα και ο Σοφοκλής ο Λυγεράκης αναπαύτηκε στη Μακρόνησο, κρατώντας βαθιά στην τσέπη του, για να μην τον πάρουνε μυρωδιά οι χωροφύλακες, ένα κόκκινο σφυροδρέπανο, είδα μια μέρα στην τηλεόραση ένα «σποτ» που έλεγε «Ευρωγνωσία». Δηλαδή, αλλάξαμε πατρίδα και δεν το καταλάβαμε; Αντε τώρα να ξεχάσεις την παλιά και να μάθεις την καινούρια. Και να σκεφτείς ότι μας έφυγε και ο κύριος Μάλλιος!


Του
Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ