Η φιλμογραφία του Κλιντ Ιστγουντ είναι σχεδόν πάντα «προκλητική», όχι μόνο λόγω της επιλογής των θεμάτων του αλλά κυρίως λόγω του ότι έχει μια πολύ διεισδυτική ματιά στην αμερικανική κοινωνία. Στην ομώνυμη ταινία παρουσιάζει την αληθινή ιστορία του φύλακα Ρίτσαρντ Τζούελ ο οποίος ανακάλυψε το βομβιστικό μηχανισμό στους Ολυμπιακούς Αγώνες στην Ατλάντα το 1996. Ο Ρίτσαρντ Τζούελ μέσα σε λίγες ώρες ηρωοποιείται, αλλά ταυτόχρονα συλλαμβάνεται ως ύποπτος της τοποθέτησης του εκρηκτικού μηχανισμού και ζει μια κόλαση μέχρι να αποδείξει την αθωότητά του, με τη βοήθεια του δικηγόρου του. Ολα αυτά γιατί «ταιριάζει» στο προφίλ του τρομοκράτη. Βρίσκεται αντιμέτωπος με όλο τον κρατικό μηχανισμό (FBI, GBI, APD) και παράλληλα «ξεσκίζεται» από τα αδηφάγα ΜΜΕ που μάχονται για τα πρωτοσέλιδα πέρα και πάνω από την αλήθεια. Η αμερικανική κοινωνία του θεάματος διψάει μεν για ήρωες αλλά έχει την ίδια ακόρεστη δίψα και για τρομοκράτες. Ο τρομοκράτης πουλάει περισσότερο από τον ήρωα, έχει τη δύναμη να καθηλώνει τους Αμερικανούς πιο βαθιά στον καναπέ. Είναι εργαλείο χειραγώγησης. Ας μην ξεχνάμε ότι πάνω στην τρομο-λαγνεία στήθηκαν όλοι οι πρόσφατοι πόλεμοι των ΗΠΑ.
Ο Ιστγουντ θέλει να μας δείξει πως η αλήθεια πίσω από μεγάλα γεγονότα δεν είναι πάντα αυτή που μας σερβίρουν το κυρίαρχο σύστημα και οι μηχανισμοί του. Δεν παρουσιάζει τον Ρίτσαρντ Τζούελ σαν ήρωα. Αντίθετα, είναι απλώς ένας μέσος Αμερικανός πολίτης, που έχει διαπαιδαγωγηθεί με τις αρχές του νόμου και της τάξης της αμερικανικής κοινωνίας. Θεωρεί καθήκον του να προστατεύει τους άλλους, διασφαλίζοντας τα συμφέροντα της πατρίδας του, ζώντας, τελικά, μια άχαρη και αδιάφορη ζωή. Η ταινία αναλύει όλα τα χαρακτηριστικά πρότυπα μηχανισμών της αμερικανικής κοινωνίας: Αστυνομία και ΜΜΕ. Ο σκηνοθέτης δεν έχει πρόθεση να αθωώσει κανέναν. Στήνει τους χαρακτήρες του ολοκληρωμένα, με όλο τους το υπόβαθρο. Η σκηνοθεσία του είναι λιτή, χωρίς εξάρσεις. Οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών είναι ανάλογες, καθώς έχουν επιλεγεί εξαιρετικά ονόματα για το καστ. Η Κάθι Μπέιτς είναι υποψήφια για Οσκαρ β' γυναικείου ρόλου. Η ιστορία στηρίζεται στο άρθρο της Μαρί Μπρένερ στο «Vanity Fair», το 1997, με τίτλο «Αμερικάνικος εφιάλτης».
Ο Κόρε Εντα περιστρέφεται άλλη μια φορά γύρω από το αγαπημένο του θέμα, τις οικογενειακές σχέσεις. Αυτήν τη φορά σε πιο κοντινά σε μας δεδομένα, δηλαδή με παραγωγή ευρωπαϊκών προδιαγραφών και πολύ δυνατά ονόματα στο καστ. Γαλλία, μια σταρ, ένα σύμβολο της υποκριτικής, η Φαμπιάν, την οποία υποδύεται η Κατρίν Ντενέβ, εκδίδει την αυτοβιογραφία της και ετοιμάζεται για τα γυρίσματα μιας ταινίας επιστημονικής φαντασίας με θέμα τη σχέση μάνας - κόρης. Ο Κόρε Εντα χρησιμοποιεί σαν σεναριακό τέχνασμα τα γυρίσματα της ταινίας για να «λύσει» τις τεταμένες σχέσεις μάνας - κόρης, αφού το θέμα της ταινίας αντικατοπτρίζει και τη δική τους σχέση και λειτουργεί ψυχαναλυτικά μεταξύ τους. Η αποστασιοποιημένη και κυνική σταρ, που προτιμούσε να είναι καλύτερη ηθοποιός παρά μητέρα, έχει αχίλλειο πτέρνα, είναι τρωτή. Αυτή είναι και η μόνη δυναμική της ταινίας. Ξεφεύγει πολύ από τους αριστουργηματικούς «Κλέφτες καταστημάτων», κάνει μια ταινία πολύ προσιτή στο ευρύ κοινό, σχεδόν κομεντί, και όχι τόσο βαθιά στα μηνύματά της. Ισως να φταίει το ότι δεν μας αφορούν και τόσο πολύ τα υπαρξιακά ζητήματα των διασημοτήτων, αλλά περισσότερο οι καθημερινοί άνθρωποι και τα δικά τους προβλήματα.