Κυριακή 16 Δεκέμβρη 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 21
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΚΡΑΤΙΚΟΣ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ 2002
Εργαλείο αναδιανομής υπέρ του κεφαλαίου

Η γενική άποψη του ΚΚΕ για τον προϋπολογισμό της επόμενης χρονιάς

Αρχίζει αύριο στη Βουλή η συζήτηση για τον κρατικό προϋπολογισμό του 2002, που θα κρατήσει μέχρι τα μεσάνυχτα της Παρασκευής. Τότε που οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ ο ένας μετά τον άλλο θα λένε το γνωστό «ναι σε όλα» και το περιεχόμενο του προϋπολογισμού θα αποτελέσει και με το νόμο το εργαλείο για την παραπέρα καταλήστευση των λαϊκών στρωμάτων, προς δόξαν των νέων προνομίων που η κυβέρνηση αποφάσισε να προσφέρει την επόμενη χρονιά στους εκπροσώπους του μεγάλου κεφαλαίου.

Απάντηση στην κυβερνητική πολιτική και στον προϋπολογισμό από την πλευρά του ΚΚΕ θα δώσουν οι βουλευτές Αγγελος Τζέκης και Νίκος Γκατζής, που έχουν οριστεί γενικός και ειδικός εισηγητής, αντίστοιχα. Ο «Ρ» παρουσιάζει σήμερα το γενικό μέρο της παρέμβασης του Αγγελου Τζέκη, ο οποίος ανάμεσα στα άλλα σημειώνει:

«Ο Κρατικός Προϋπολογισμός 2002, ως εργαλείο, ως κεντρικός σχεδιασμός διαχείρισης εσόδων-δαπανών δεν αποτελεί "έκπληξη", ούτε συμπυκνώνει κάποια ουσιαστική αλλαγή στους στόχους της κυβερνητικής οικονομικής πολιτικής. Υπηρετεί μια προεπιλεγμένη αντιλαϊκή οικονομική πολιτική. Ενσωματώνει ήδη επεξεργασθέντα και αναγγελθέντα μέτρα εξυπηρέτησης αυτής της πολιτικής (π.χ. νέες φορολογικές ρυθμίσεις). Γι' αυτό χαρακτηρίζουμε τον Προϋπολογισμό ως αντιλαϊκό και φοροεισπρακτικό, ως αναδιανεμητικό υπέρ του μεγάλου κεφαλαίου.

Τόσο η εκτίμηση εκτέλεσης του Κρατικού Προϋπολογισμού 2001 όσο και ο Κρατικός Προϋπολογισμός 2002 αποτελούν σχεδιασμό κρατικής παρέμβασης και διαχείρισης, η οποία υπηρετεί την απελευθέρωση των αγορών, την ενίσχυση της δραστηριότητας του ιδιωτικού κεφαλαίου σε τομείς δράσης του Δημοσίου.

Η αύξηση του αφορολόγητου ορίου είναι μια αναγκαία αναπροσαρμογή με βάση την εξέλιξη του ΑΕΠ, του πληθωρισμού, την αύξηση της εμπορευματοποίησης της Παιδείας, Υγείας, Πρόνοιας, την τάση ανόδου των τιμολογίων στις μεταφορές, στην αστική τηλεφωνία μετά τις ιδιωτικοποιήσεις, τη μεγάλη υστέρηση στις πραγματικές αυξήσεις μισθών, σε σχέση με την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Η προσαρμογή αυτή δεν έχει φτάσει ακόμη στα όριά της, προκειμένου να εξασφαλίσει μια ελάχιστη εσωτερική ζήτηση σε συνθήκες επιβράδυνσης και ανησυχίας για ύφεση της διευρυμένης καπιταλιστικής παραγωγής. Για αυτό το λόγο ο ΣΕΒ τάχτηκε υπέρ της θέσπισης αφορολόγητου ορίου 5 εκατ. δρχ., σε συνδυασμό με πολύ μεγαλύτερες φοροαπαλλαγές για το κεφάλαιο και με μεγαλύτερης έκτασης ιδιωτικοποιήσεις. Αλλωστε, και η κυβέρνηση προβληματίζεται για μεγαλύτερη αύξηση του αφορολόγητου ορίου, αλλά τη μεταθέτει στο μέλλον, σε δυσμενέστερες συνθήκες.

Για το μεγάλο κεφάλαιο

Στην πραγματικότητα, οι σημαντικές φοροελαφρύνσεις αφορούν το κεφάλαιο, τις μεγάλες επιχειρήσεις και ιδιαίτερα τις από συγχωνεύσεις προκύπτουσες επιχειρήσεις, ενώ, σε τελευταία ανάλυση, η πραγματική φοροελάφρυνση για τα χαμηλά εισοδήματα είναι απειροελάχιστη και δεν επηρεάζει το σύνολο της φορολογικής επιβάρυνσης των «φυσικών προσώπων», που το μεγάλο μέρος τους είναι μισθοσυντήρητοι.

Από ανάλυση της προβλεπόμενης αύξησης των εσόδων από την άμεση φορολογία 7,2% (2002/2001) στην Εισηγητική Εκθεση προκύπτει ότι η αύξηση εσόδων από το φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων προβλέπεται 7,7% (σημαντικά πάνω από την προβλεπόμενη ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ, 6,9%), ενώ η αύξηση εσόδων από το φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων κατά 6,3% (κάτω της ονομαστικής αύξησης του ΑΕΠ).

Ακόμη, αξιοσημείωτο είναι ότι οι εκτιμήσεις πραγματοποιήσεων φόρων φυσικών προσώπων 6.001,47 εκατ. ΕΥΡΩ υπερβήκανε κατά 8,2% τα προϋπολογιζόμενα του 2001 (5.546,59 εκατ. ΕΥΡΩ), όταν οι πραγματοποιήσεις φόρων νομικών προσώπων 4.305,21 εκατ. ΕΥΡΩ υστέρησαν κατά 15,69% των προϋπολογιζομένων (5.106,38), με εκτιμήσεις πραγματοποιήσεων άμεσων φόρων το 2001 να υστερούν κατά 4,73% των προϋπολογιζομένων.

Σημειώνουμε ακόμη ότι η αύξηση εσόδων από ΦΠΑ 2002/2001 προβλέπεται 8,4%, σημαντικά πάνω από την ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ.

Ακόμη, μια ορισμένη συγκράτηση του συνόλου των εσόδων της φορολογίας ως % του ΑΕΠ στα ίδια επίπεδα με του 2001 κυρίως οφείλεται στην αύξηση των λοιπών μη φορολογικών εσόδων ως % του ΑΕΠ. Η τάση αυτή διαμορφώθηκε το 2001 σε σύγκριση με το 2000. Τα μη φορολογικά έσοδα εκτιμώνται ότι αυξάνονται κατά 75,1% το 2001 σε σχέση με τα έσοδα του 2000 ή κατά 40,4% σε σχέση με τις προβλέψεις για το 2001. Η εξέλιξη αυτή οφείλεται στα αυξημένα μερίσματα από κέρδη δημοσίων επιχειρήσεων, οργανισμών κλπ., αλλά και στην είσπραξη περίπου 500 εκατ. ΕΥΡΩ από τη διάθεση αδειών κινητής τηλεφωνίας.

Αντιλαϊκός προσανατολισμός

Η αντιλαϊκότητα του Κρατικού Προϋπολογισμού 2002 γίνεται πιο εμφανής αν διαβαστεί αυτός σε συνάρτηση με τις κατευθύνσεις για τα έτη 2003-2004, όπου οι μεταβολές στις ονομαστικές αποδοχές μισθών (3,2% για το 2003/2002 και 4% για 2004/2003) και συντάξεων (4,9% και για τα δύο έτη) περιορίζονται περίπου στο 60-70% των μεταβολών του 2002/2001 και σχεδόν κινούνται στα όρια του πληθωρισμού. Αν συνυπολογίσουμε ότι οι προβλέψεις μεταβολών του πληθωρισμού είναι συνήθως υποεκτιμημένες και ότι τα ποσά που αφορούν τις μεταβολές δαπανών για μισθοδοσία περιλαμβάνουν και νέες προσλήψεις και μισθολογικές ωριμάνσεις, συνεπάγεται ακόμη και μείωση των πραγματικών αποδοχών.

Στις προθέσεις της Κυβέρνησης είναι ένας συνολικός σχεδιασμός σύμφωνα με τον οποίο ό,τι ελάχιστο, ως ψίχουλο, δίνει μέσα στο 2002 προτίθεται να το πάρει πίσω τα έτη 2003-2004. Αλλωστε, αυτή είναι η πάγια τακτική των αστικών κυβερνήσεων: Με μικρές βραχυπρόθεσμες αυξομειώσεις στο διαθέσιμο εισόδημα των μισθωτών να το κρατούν τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα στα ίδια επίπεδα.

Κατά τη συζήτηση του Κρατικού Προϋπολογισμού 2001 είχαμε επισημάνει ότι η Κυβέρνηση ενσωμάτωνε στο σχεδιασμό του Κρατικού Προϋπολογισμού επισφαλείς προβλέψεις, διαμόρφωνε ωραιοποιημένη μελλοντική εικόνα, στη βάση της οποίας ζητούσε την ανοχή των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων. Οι εξελίξεις επιβεβαίωσαν τις επισημάνσεις μας.

Ο Κρατικός Προϋπολογισμός 2002 στηρίζεται σε πρόβλεψη πραγματικής αυξητικής μεταβολής του ΑΕΠ κατά 3,8% (ονομαστικής 6,9%), σημαντικά υποεκτιμημένης σε σχέση με εκείνη του Προγράμματος Σταθερότητας - Ανάπτυξης 2001-2003 (προέβλεπε αρχικά 5,2% για το 2002).

Η επισήμανση αυτή έχει αξία, γιατί η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ είχε στηρίξει την επιχειρηματολογία της για τις δυνατότητες άσκησης καλύτερης κοινωνικής πολιτικής στους ανεβασμένους ρυθμούς ανάπτυξης των επόμενων ετών (5,5% για τα 2003-2004). Απέδιδε τους υψηλούς ρυθμούς μεταβολής του ΑΕΠ στα πλεονεκτήματα της οικονομικής της πολιτικής και της επιλογής ένταξης στην Ευρωζώνη. Δε φαινόταν να την απασχολεί το ενδεχόμενο δυσμενούς μακροοικονομικής συγκυρίας, ενώ σταθερά απέδιδε την ύφεση της περιόδου 1991-1993 στην πολιτική της ΝΔ.

Επιβράδυνση

Οι εξελίξεις αυτές την ανάγκασαν να προσγειωθεί. Και, βεβαίως, το κύριο χαρακτηριστικό των εξελίξεων δεν είναι οι επιπτώσεις στην οικονομία από το πλήγμα που δέχτηκαν οι ΗΠΑ, αλλά ότι τα «οικονομικά θαύματα» μιας απρόσκοπτης καπιταλιστικής ανάπτυξης είναι καλά μόνο για την αστική προπαγάνδα που στηρίζεται στην έλλειψη της βαθύτερης γνώσης και ιστορικής μνήμης των λαϊκών μαζών στα θέματα της οικονομίας.

Η μεγάλη επιβράδυνση της βιομηχανικής παραγωγής και των εξαγωγών της Ελλάδας κατά το 2001, σε σύγκριση με το 2000, έκρουσαν τον κώδωνα του κινδύνου. Στις συνθήκες της μεγάλης επιβράδυνσης στην εξέλιξη του παγκόσμιου ΑΕΠ και του διεθνούς εμπορίου, της ύφεσης στις ΗΠΑ και παρατεταμένης ύφεσης στην Ιαπωνία, σε συνθήκες που διεθνώς ο προβληματισμός και η ανησυχία της αστικής πολιτικής οικονομίας, είναι το ενδεχόμενο μιας συγχρονισμένης παρατεταμένης ύφεσης, η κυβέρνηση αναγκάστηκε να ρίξει τους τόνους για ρυθμούς μεταβολής του ΑΕΠ πάνω του 5%.

Τώρα, στις συνθήκες πλέον της σημαντικής επιβράδυνσης στην Ευρωζώνη, ρίχνει το βάρος υπεράσπισης της οικονομικής πολιτικής της στις αισιόδοξες προβλέψεις για διατήρηση μεγαλύτερων ρυθμών μεταβολής του ΑΕΠ, κατά δυο ποσοστιαίες μονάδες, συγκριτικά με εκείνους της Ευρωζώνης.

Με δεδομένο ένα πρόγραμμα επενδύσεων στηριγμένο στο Γ` ΚΠΣ και των Ολυμπιακών Εργων, στην παραπάνω διαφορά στηρίζει τις εκτιμήσεις και στόχους σύγκλισης του κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ελλάδα στο 80% του μέσου όρου της Ευρωζώνης έως το 2006.

Αν και ορισμένες προβλέψεις, όπως του ΟΟΣΑ δίνουν ένα προβάδισμα στο ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ στην Ελλάδα για το 2002, από πολλές απόψεις είναι επισφαλής η εκτίμηση για την πορεία πραγματικής σύγκλισης.

Πρώτον, γιατί ο κύκλος της καπιταλιστικής κρίσης είναι δεδομένος για οποιαδήποτε καπιταλιστική οικονομία, ανεξαρτήτως των πλεονεκτημάτων ή μειονεκτημάτων στην άσκηση μιας πολιτικής διαχείρισης. Η διαπίστωση αυτή έχει την αξία της για την εργατική τάξη, για να μην αποπροσανατολίζεται στην πάλη της από τις παρεμβολές και αντιπαραθέσεις πολιτικών στην επιλογή διαχείρισης της μιας ή άλλης φάσης του καπιταλιστικού κύκλου, με το ένα ή το άλλο μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής.

Επομένως, η συγκυρία της μεγαλύτερης επιβράδυνσης στην Ευρωζώνη δε συνεπάγεται σταθεροποίηση της συγκριτικής υπεροχής των ρυθμών μεταβολής του ΑΕΠ στην Ελλάδα. Πολύ περισσότερο, αν συνειδητοποιήσουμε ότι τα μεγέθη της ελληνικής οικονομίας έχουν πολύ μικρό ειδικό βάρος στην Ευρωζώνη, αν αναλογιστούμε το βάθος και την έκταση των συνεπειών για τους εργαζόμενους στην Ελλάδα, σε συνθήκες κυκλοφορίας του ΕΥΡΩ, με αντίστροφη συγκυρία (αναζωογόνηση των μεγάλων οικονομιών της Ευρωζώνης και ύφεσης για την ελληνική οικονομία).

Δεύτερον, γιατί σημαντικό μέρος της σύγκλισης θα είναι αποτέλεσμα μιας σύγκλισης προς τα κάτω, αφού θα μειωθεί ο μέσος όρος του κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ευρωπαϊκή Ενωση με την ένταξη κρατών με χαμηλότερο της Ελλάδας.

Τρίτον, και η κυβέρνηση, στην Εισηγητική Εκθεση για τον Κρατικό Προϋπολογισμό 2002, διέπεται από έναν ορισμένο ρεαλισμό, τη διαπνέει ο φόβος μιας ισχυρότερης επιβράδυνσης. Αλλωστε, και το επιλεγέν «μείγμα» είναι προϊόν αυτών των ανησυχιών. Ακολουθεί μια σχετική χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής της, τουλάχιστον ως προς τους στόχους που είχε βάλει στο Πρόγραμμα Σταθερότητας-Ανάπτυξης 2001-2003.

Στηρίζουμε τα λαϊκά αιτήματα

Το ΚΚΕ, βεβαίως, δεν υιοθετεί, δε στηρίζει το ένα ή άλλο «μείγμα» οικονομικής πολιτικής γιατί είναι συνολικά αντίθετο με τον αντιλαϊκό προσανατολισμό της κυβερνητικής πολιτικής.

Το ΚΚΕ καταψηφίζει τον Κρατικό Προϋπολογισμό του 2001, επειδή κινείται σε αντιλαϊκή και φιλομονοπωλιακή κατεύθυνση.

Το ΚΚΕ υιοθετεί τα αιτήματα του εργατικού κινήματος, των φτωχών αγροτών, των αυτοαπασχολούμενων στη μεταποίηση, στο εμπόριο, στις υπηρεσίες, αιτήματα που σχετίζονται με τη διαπραγμάτευση πώλησης της εργατικής τους δύναμης (ή του παραγόμενου προϊόντος τους) προς το κεφάλαιο. Τα στηρίζει και ως αποτέλεσμα άμεσης ανακούφισης των εργατικών και λαϊκών δυνάμεων από την καπιταλιστική εκμετάλλευση (ή καπιταλιστική απαλλοτρίωση προκειμένου για τα μεσαία στρώματα) και κυρίως ως κρίκους συνειδητοποίησης και ανάπτυξης πάλης, για να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις ανατροπής αυτής της πολιτικής, με τη μια ή την άλλη εκδοχή της».


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ