Σε απόγνωση βρίσκονται οι μικροί ψαράδες σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, καθώς λόγω των μέτρων που επιβλήθηκαν στον τομέα της μαζικής εστίασης για τον περιορισμό του νέου κορονοϊού αναγκάστηκαν να αναστείλουν μερικά ή καθολικά την αλιευτική τους δραστηριότητα και έχουν μείνει χωρίς εισόδημα, υπογραμμίζει η Ευρωκοινοβουλευτική Ομάδα του ΚΚΕ σε Ερώτησή της προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τα οξυμένα προβλήματα των μικρών ψαράδων.
Ο ευρωβουλευτής του Κόμματος, Λευτέρης Νικολάου - Αλαβάνος, αναφέρει στην Ερώτηση πως παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση της ΝΔ έχει τυπικά προβλέψει την οικονομική στήριξη του συνόλου των επιχειρήσεων του αλιευτικού τομέα, στην πράξη αποκλείονται από αυτή για διάφορους λόγους χιλιάδες βιοπαλαιστές αλιείς και ουσιαστικά ωφελούνται κατά κύριο λόγο οι μεγάλες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται κυρίως στον τομέα της υδατοκαλλιέργειας.
Επιπλέον, καμία μέριμνα δεν λήφθηκε ώστε να καταστεί εφικτή η συνέχιση της αλιευτικής δραστηριότητας των μικρών αλιέων, με εξασφάλιση της διοχέτευσης της παραγωγής τους από το κράτος στη λαϊκή κατανάλωση σε προσιτές τιμές, που να δίνουν ένα εισόδημα επιβίωσης στους αλιείς, χωρίς την κερδοσκοπία των διαφόρων μεσαζόντων.
Στην ίδια ρότα με τα μέτρα της ελληνικής κυβέρνησης κινείται και ο πρόσφατος Κανονισμός που ψηφίστηκε από το Ευρωκοινοβούλιο. Τα κονδύλια που προβλέπει θα κατευθυνθούν κυρίως σε μεγάλες επιχειρήσεις του ιχθυοκαλλιεργητικού τομέα, ενώ τα προγράμματα αποθεματοποίησης αποτελούν ουσιαστικά επιδότηση των βιομηχάνων και μεγαλεμπόρων.
«Κανένα όφελος δεν πρόκειται να έχουν οι βιοπαλαιστές αλιείς. Η εκρηκτική κατάσταση που βιώνουν σήμερα έρχεται να προστεθεί στα χρόνια και οξυμένα προβλήματά τους, ως αποτέλεσμα της κοινής αλιευτικής πολιτικής της ΕΕ, η οποία τσαλαπατά τους μικρούς ψαράδες προς όφελος των μεγάλων αλιευτικών στόλων και των επιχειρηματιών υδατοκαλλιεργητών, που δεσμεύουν τεράστιο θαλάσσιο χώρο και ουσιαστικά τον ιδιωτικοποιούν, καταστρέφοντας το θαλάσσιο περιβάλλον και περιορίζοντας ακόμα περισσότερο τα αλιευτικά πεδία, διώχνοντας τους ψαράδες από τον φυσικό τους χώρο», τονίζεται στην Ερώτηση, με την οποία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ερωτάται πώς τοποθετείται στα αιτήματα: