Παρασκευή 15 Μάη 2020
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 19
ΔΙΕΘΝΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ (ΤΕΤΡΑΣΕΛΙΔΟ)
ΓΑΛΛΙΑ
«Πλούτος» ιδεών για να ενισχυθεί το αντεργατικό οπλοστάσιο του κεφαλαίου

Το Ινστιτούτο Montaigne κατέθεσε προτάσεις για αύξηση ωρών εργασίας και αναδιοργάνωση του συστήματος αμοιβής, ώστε όλα να γίνουν ακόμα περισσότερο «λάστιχο» με βάση τις νέες ανάγκες της μεγαλοεργοδοσίας

Από διαμαρτυρία υγειονομικών στις αρχές Απρίλη με το χαρακτηριστικό σύνθημα «Φοράμε μάσκες αλλά όχι φίμωτρα», δηλώνοντας ότι οι εργαζόμενοι αντιδρούν στην αντεργατική επίθεση
Από διαμαρτυρία υγειονομικών στις αρχές Απρίλη με το χαρακτηριστικό σύνθημα «Φοράμε μάσκες αλλά όχι φίμωτρα», δηλώνοντας ότι οι εργαζόμενοι αντιδρούν στην αντεργατική επίθεση
Αναγνωρίζοντας την «ανάγκη να δουλεύουμε συνυπάρχοντας για καιρό με έναν ιό που κυκλοφορεί» και ότι αυτή μαζί «με τις πιο αυστηρές ή πιο χαλαρές περιόδους περιορισμού» θα «αναστατώσουν για καιρό τους παραγωγικούς μας οργανισμούς» το Ινστιτούτο Montaigne, μία από τις διακεκριμένες «δεξαμενές σκέψης» της γαλλικής πλουτοκρατίας, ξεκίνησε τη δημοσίευση σειράς αναλύσεων με τίτλο «Επιστροφή από τον Covid-19».

Στόχος της είναι η προσαρμογή της αγοράς εργασίας στις νέες αυξημένες ανάγκες του γαλλικού μεγάλου κεφαλαίου, που ετοιμάζεται να αντιμετωπίσει μια μεγάλη καπιταλιστική κρίση - κατά πολλούς τη σοβαρότερη από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο - και γι' αυτό ετοιμάζεται για μια ακόμα σκληρότερη επίθεση στις εργατικές ανάγκες και κατακτήσεις.

Αρχίζοντας τις συστάσεις από την «πρόκληση του χρόνου εργασίας», το πρώτο σημείωμα της σειράς αναλύσεων του Ινστιτούτου, απευθυνόμενο στο πολιτικό προσωπικό του μεγάλου κεφαλαίου διατυπώνει συστάσεις προς άμεση εκτέλεση, εκφράζοντας αγωνία για την παραγωγικότητα της χώρας και το αν θα μπορέσει να «καλύψει» τις «συσσωρευμένες απώλειες».

Θεωρώντας «ανεπαρκείς» τις κεϊνσιανού τύπου παρεμβάσεις, όπως το καθεστώς της «μερικής ανεργίας» (κρατική επιδότηση αμοιβών εργαζομένων για εταιρείες που υπολειτουργούν ή και αναστέλλουν τη λειτουργία τους για ένα διάστημα), τονίζει ότι η νέας περίοδος θα χαρακτηριστεί από «επιταχυνόμενη ανάπτυξη νέων μορφών οργάνωσης της εργασίας, μεγαλύτερο φόρτο εργασίας σε ορισμένους κλάδους της οικονομίας και αντίθετα μειωμένο φόρτο εργασίας σε άλλους κλάδους», για να καταλήξει ότι χρειάζεται καλύτερη προσαρμογή των ωρών και αμοιβών εργασίας στις νέες ανάγκες της μεγαλοεργοδοσίας.

Ουσιαστικά το Ινστιτούτο ζητά ευελιξία για επαναχάραξη στρατηγικής και δυνατότητα διαρκούς αναπροσαρμογής του εργασιακού περιβάλλοντος που θα επιδιωχθεί να διευκολύνουν την απορρόφηση κεφαλαίων σε κλάδους με μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους. Τόσο μπροστά στην πιθανότητα ενός νέου κύματος εξάπλωσης της πανδημίας όσο και στη βάση ευρύτερων αλλαγών σε επενδυτικές προτεραιότητες, οι μονοπωλιακοί όμιλοι θα μπορούν να αλλάζουν τους όρους εργασίας σε κλάδους με «αυξημένο» ή «μειωμένο φόρτο», με το μικρότερο γι' αυτούς δυνατό κόστος και το μεγαλύτερο δυνατό όφελος.

Εμφαση στις «παρεκκλίσεις» και στον «κοινωνικό διάλογο»

Μεταξύ άλλων ο συντάκτης - ειδικευμένος στον «κοινωνικό διάλογο» και τις πολιτικές απασχόλησης, βραβευμένος για τη συνεισφορά του στην «αντιμετώπιση της ανεργίας» (προφανώς όχι με βάση τα εργατικά - λαϊκά συμφέροντα) και σύμβουλος της γαλλικής κυβέρνησης επί προεδρίας Σαρκοζί - ξεκαθαρίζει ότι θεωρεί «απαραίτητη την αύξηση της μέσης διάρκειας εργασίας». Την κατάργηση δηλαδή του 8ωρου, χωρίς βέβαια αύξηση μισθού ή ημερομίσθιου, ούτε με διασφάλιση υπερωριακής αμοιβής. Αντίθετα, προτείνει συνολική αναδιοργάνωση του συστήματος αμοιβής του εργαζόμενου και τονίζει ότι «ο κοινωνικός διάλογος σε επίπεδο εταιρείας πρέπει να μπορεί να διαμορφώνει τέτοιες διευθετήσεις κατά περίπτωση».

Επισημαίνεται δηλαδή ότι κρίσιμο στοιχείο για την προώθηση των επόμενων αντεργατικών ανατροπών θα είναι οι μηχανισμοί χειραγώγησης και τρομοκράτησης των εργαζομένων. Η απομόνωση των εργαζομένων από τον υπόλοιπο κλάδο, τα ψευτοδιλήμματα με βάση τους ισολογισμούς που παρουσιάζει κάθε εταιρεία κ.ά. θα επιστρατευτούν για να εκβιάζεται η «συναίνεση» των εργαζομένων, πάντα στο όνομα του «μικρότερου κακού».

Για να μπορέσει η μεγαλοεργοδοσία να προσαρμόζει την απασχόληση και την αμοιβή των εργαζομένων στις εκάστοτε ανάγκες της - που η συνέχιση της πανδημίας είναι πιθανό να αλλάζει για μεγάλα χρονικά διαστήματα - το Ινστιτούτο προτείνει μια σειρά από «λύσεις», όπως:

Τη «χαλάρωση ορισμένων επίμονων νομικών εμποδίων», με διασφάλιση της δυνατότητας «παρέκκλισης από τον ελάχιστο ημερήσιο χρόνο ανάπαυσης 11 ωρών την ημέρα» που προβλέπεται σήμερα.

Ακόμα, «να δοθεί στον εργοδότη η δυνατότητα, προσωρινά (π.χ. έως το 2022) να επιβάλλει την εξαργύρωση των ρεπό συνολικά (και) χωρίς προσαυξήσεις», παρέχοντας περιθώρια αύξησης των ωρών και ημερών εργασίας αλλά χωρίς την αναλογική αύξηση της αμοιβής. Βέβαια, η καθιέρωση και η τήρηση των ρεπό αφορούν την αναπλήρωση της εργατικής δύναμης και τη στοιχειώδη ανάπαυση του εργαζόμενου, την οποία δεν ισοφαρίζει απλά μια «εξαργύρωση» κομμένη και ραμμένη στα μέτρα της εργοδοσίας.

Ουσιαστικά προτείνεται μια γενίκευση της δυνατότητας διευθέτησης του χρόνου εργασίας (όπως εδώ και χρόνια επιδιώκεται μέσα και από Οδηγίες της ΕΕ), ανάλογα με την προσπάθεια κάθε ομίλου να μειώσει τη χασούρα του ή να διεκδικήσει προβάδισμα σε όρους μεγάλης αύξησης του ανταγωνισμού, όπου οι επιχειρηματικές κόντρες για τη μοιρασιά της πίτας θα γίνουν ανελέητες, τσακίζοντας τους εργάτες.

Μάλιστα, αναφέρεται ότι «θα μπορούσε να επιτρέπεται η επέκταση της προσωρινής αύξησης των μέγιστων ορίων (ωρών εργασίας) σε τομείς σαφώς με ένταση (δουλειάς), με μέγιστες ώρες εργασίας ημερησίως τις 10 και κατώτατο εβδομαδιαίο όριο ωρών εργασίας τις 48».

Μεθοδεύσεις ενάντια στο σταθερό, ενιαίο μισθό

Αξιοσημείωτες είναι οι επεξηγήσεις που δίνονται για τα «κίνητρα» αύξησης του χρόνου εργασίας, με στόχο την υποκατάσταση του σταθερού και ενιαίου για τους εργαζόμενους μισθού, που αποτελεί αντικείμενο συλλογικής διεκδίκησης των εργαζομένων και διαμορφώνεται άλλωστε με βάση μια σειρά από κριτήρια (χρόνια εργασίας, αντικείμενο εργασίας, οικογενειακή κατάσταση, επίπεδο μόρφωσης κ.λπ.).

Το Ινστιτούτο ξεχωρίζει την ανάγκη για «παροχή νέων κινήτρων για αύξηση χρόνου εργασίας μέσα από μορφές αποζημίωσης που θα γίνονται αντικείμενο διαφορετικής διαπραγμάτευσης, σε επίπεδο εταιρείας ή και επαγγελματικού κλάδου». Ανοιχτά διευκρινίζει ότι «η ιδέα είναι να ενθαρρυνθεί η αύξηση του χρόνου εργασίας χωρίς η αντίστοιχη πρόσθετη αποζημίωση να πληρωθεί άμεσα από τις εταιρείες». Αλλωστε, από την εισαγωγή ακόμα έχει επισημανθεί ότι αναζητούνται εναλλακτικές ώστε να «συνυπολογιστούν οι οικονομικές δυσκολίες των επιχειρήσεων».

Σε αυτήν τη βάση, προτείνεται η αμοιβή για τον αυξημένο χρόνο εργασίας να καθορίζεται με «τρόπους αποζημίωσης διαφορετικούς από την καταβολή υπερωριών», που θα εφαρμόζονται μέσα από «μηχανισμούς συμμετοχής (σ.σ. σε μια επιχείρηση), κατανομής κερδών ή αποταμίευσης εργαζομένων». Μεταξύ άλλων ο συντάκτης αναφέρεται στη δυνατότητα «συνταξιοδοτικής αποταμίευσης», παραπέμποντας μάλιστα σε μια σειρά από καινοτομίες, μέσα από τις οποίες η κυβέρνηση Μακρόν προσπάθησε τα τελευταία χρόνια να μειώσει τη δημόσια συνταξιοδοτική δαπάνη, επιταχύνοντας τη λειτουργία των αυτοτελώς ιδιωτικών Ταμείων αλλά και των επαγγελματικών. Βρήκαν λοιπόν ευκαιρία, επιβάλλοντας υπερωρίες και αύξηση ωρών εργασίας, αντί για αύξηση της αμοιβής του εργαζόμενου, να «αποταμιεύουν» ένα τμήμα της ώστε κάποια στιγμή, αυτό να εξαργυρωθεί ως σύνταξη, ανάλογα βέβαια με μια σειρά όρων που προβλέπονται στη λειτουργία τέτοιων «λογαριασμών αποταμιεύσεων» κ.τ.λ.

Μεταξύ άλλων, η συγκεκριμένη ανάλυση προτείνει κατάργηση αργιών (όπως της Ανάληψης), μείωση των σχολικών διακοπών (προφανώς για να μην «αναστατώνονται» οι εργαζόμενοι γονείς) αρχίζοντας από την κατάργηση φέτος της πρώτης βδομάδας των (φθινοπωρινών) διακοπών του Toussaint.

Ακόμα, προτείνει αύξηση ωρών εργασίας και στο Δημόσιο, ξεκινώντας από τους εργαζόμενους «σε τομείς δραστηριότητας απαραίτητους για την οικονομική ζωή».

Τα είχε πει ο πρόεδρος της MEDEF

Οταν στα μέσα Απρίλη συζητιούνταν ακόμα οι όροι επαναλειτουργίας των μεγάλων βιομηχανιών και κυρίως το πώς θα συνέλθουν από τη μεγάλη χασούρα, ο πρόεδρος της MEDEF (Ενωση Βιομηχάνων), Ζοφρί ντε Ρου ντε Μπεζιέ, είχε ανοιχτά δηλώσει: «Αργά ή γρήγορα θα χρειαστεί φυσικά να τεθεί το ερώτημα τι θα γίνει με το χρόνο εργασίας, τις ημέρες των διακοπών και τις αμειβόμενες αργίες για να υποστηριχτεί η επανεκκίνηση και να διευκολυνθεί, με λίγη παραπάνω δουλειά, με τη δημιουργία πρόσθετης ανάπτυξης»... Μετά τις έντονες αντιδράσεις που προκάλεσαν τότε οι δηλώσεις ντε Μπεζιέ, τόσο η ίδια η MEDEF όσο και η κυβέρνηση Μακρόν προσπάθησαν να «τα μαζέψουν».

Πλέον, όμως, η σταδιακή «επιστροφή στην κανονικότητα» διευρύνει τη συζήτηση για τις νέες θυσίες που πρέπει να κάνουν οι εργαζόμενοι. Σχέδια που υπήρχαν στα συρτάρια των μεγαλοεπιχειρηματιών και των κομμάτων τους βγαίνουν στο τραπέζι. Το κεφάλαιο και οι υπηρέτες του ετοιμάζουν ήδη τη νέα αντεργατική θύελλα...


Α. Μ.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ