Ο Γουέστ, δευτεροετής φοιτητής, μελετώντας την ελληνιστική ποίηση, «έπεσε» στις μεταγραφές δύο Δελφικών Παιάνων. Τον επόμενο χρόνο στους Δελφούς είδε το χαραγμένο σε λίθο κείμενο και έκτοτε άρχισε το ερευνητικό ενδιαφέρον του για την αρχαία ελληνική μουσική, η οποία αποτελεί τμήμα της παγκόσμιας μουσικής, πρωτοπόρο μάλιστα, αφού τα μουσικά όργανα και οι μελωδίες της χιλιετίες πριν «διαπέρασαν» πολιτισμούς άλλων λαών και αφροασιατικές και ευρωπαϊκές περιοχές, πολύ μεγαλύτερες της Ελλάδας. «Αμόλυντος» από τη μουσική παιδεία ο φιλόλογος Γουέστ, εμφορούμενος από το «αμφέβαλλε και ερεύνα», προσέτρεξε σε όλες τις πηγές, τις οποίες στη μελέτη του κατατάσσει σε πέντε κατηγορίες. Πρώτη κατηγορία είναι: Οι μαρτυρίες της Αρχαιολογίας και τέχνης: Σωζόμενα θραύσματα μουσικών οργάνων. Τύποι οργάνων που εικονίζονται σε ειδώλια, αγάλματα, ανάγλυφα, αγγεία. Δεύτερη: Αναρίθμητες μνείες για τη μουσική και τη μουσική δημιουργία σε όλη την ελληνική γραμματεία από τον 8ο π.Χ. αιώνα και εντεύθεν. Τρίτη: Αρχαία κείμενα με αποκλειστικό θέμα τη μουσική (λ.χ. Αριστόξενου του Ταραντίνου, Ευκλείδη, Φιλόδημου, κ.ά.). Τέταρτη: Μη λογοτεχνικές μαρτυρίες, αποτυπωμένες σε επιγραφές και παπύρους. Πέμπτη: Σωζόμενες (λιγοστές δυστυχώς) παρτιτούρες, αφού οι Ελληνες, από τα τέλη του 5ου π.Χ. αιώνα, κατείχαν ένα διπλό, παράλληλο σύστημα παρασημαντικής, για τη φωνητική και οργανική μουσική. Η μελέτη περιέχει 35 εικόνες (εκτός κειμένου), σχήματα, πίνακες, παρτιτούρες, συντομογραφίες, βιβλιογραφία και ευρετήριο.