Κυριακή 20 Γενάρη 2002
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 1
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ Κ.Ε ΤΟΥ ΚΚΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΙΔΕΙΑ"
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΚΕ ΤΟΥ ΚΚΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΙΔΕΙΑ
Βασικά συμπεράσματα από τις εξελίξεις και τη δράση μας στο κίνημα της Παιδείας. Κατευθύνσεις και προγραμματισμός δουλιάς

Avaton

Το Κόμμα μας, καιρό τώρα, έχει αναδείξει την υπόθεση της Παιδείας σε βασικό πεδίο της ταξικής πάλης. Εγκαιρα έχει καταθέσει τις θέσεις του για το χαρακτήρα της προωθούμενης, από την κυβέρνηση και την ΕΕ, εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης, καθώς και για τις ώριμες, ριζικές, αλλαγές που η εκπαίδευση χρειάζεται, προκειμένου να ανταποκριθεί στις σύγχρονες λαϊκές απαιτήσεις. Σήμερα, συνεκτιμώντας τα αποτελέσματα και τα νέα αρνητικά δεδομένα που διαμορφώνει η κυβερνητική παρέμβαση, συνεχίζει και εντείνει την προσπάθειά του να επικοινωνήσει με όλο το λαό και ιδιαίτερα με την εργατική τάξη και τα άλλα καταπιεσμένα στρώματα της κοινωνίας μας, που έχουν άμεσο συμφέρον να αντιπαλέψουν τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις και την πολιτική τής ακόμη σκληρότερης υλικής και πνευματικής εκμετάλλευσής τους.

Α. Οι επιπτώσεις από την εφαρμογή της «μεταρρύθμισης»
μετά την ολοκλήρωση του πρώτου κύκλου της

Τέσσερα χρόνια μετά την εφαρμογή της «εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης», επιβεβαιώνονται οι εκτιμήσεις του Κόμματός μας για τις δραματικές συνέπειές της στη μόρφωση και τη ζωή της νεολαίας, ιδιαίτερα των παιδιών των φτωχότερων λαϊκών στρωμάτων:

α) Οι ταξικοί φραγμοί ενισχύθηκαν. Η διαρροή από την εννιάχρονη υποχρεωτική εκπαίδευση (δημοτικό και γυμνάσιο) συνεχίζεται. Με την ίδρυση μάλιστα των «σχολείων β` ευκαιρίας» που δεν πληρούν ούτε τις στοιχειώδεις προϋποθέσεις ενός σχολείου, η υποχρεωτική εκπαίδευση υπονομεύεται και η διαρροή νομιμοποιείται.


Ο αριθμός των μαθητών που διεκδίκησαν φέτος απολυτήριο λυκείου έφτασε μόλις τις 63.768, ενώ το 1997, πριν την εφαρμογή της «μεταρρύθμισης», απολυτήριο αποκτούσαν διπλάσιοι μαθητές (περισσότεροι από 120.000). Το χειρότερο είναι ότι ένα σημαντικό ποσοστό των μαθητών που δε συνεχίζει στο Λύκειο, δε φοιτά ούτε στα ΤΕΕ ή σταματά στον πρώτο κύκλο τους. Ετσι το 25%των αποφοίτων του Γυμνασίου σταματά εντελώς πριν τα 18 του χρόνια το σχολείο, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό πριν την εφαρμογή της «μεταρρύθμισης» ήταν 2%. Συγκεκριμένα από τους 120.430 αποφοίτους του Γυμνασίου της σχολικής χρονιάς 1997-1998, κάπου 30.000 εγκατέλειψαν κάθε μορφής εκπαίδευση.

Οι απόφοιτοι των ΤΕΕ, αν και τυπικά έχουν το δικαίωμα συμμετοχής σε ειδικές εξετάσεις για την εισαγωγή τους στα ΤΕΙ, ουσιαστικά δεν μπορούν να το ασκήσουν, αφού η υποβαθμισμένη εκπαίδευσή τους είναι απαγορευτική για τη συνέχιση των σπουδών. Ενδεικτικά, μόνον οι μισοί από τους μαθητές που φοιτούσαν στο Β` κύκλο των ΤΕΕ (14.710 από τις 26.675 μαθητές), τόλμησαν να συμμετάσχουν στις φετινές εξετάσεις και μόλις το 10% των μαθητών (2.721 μαθητές) κατόρθωσε να εισαχθεί, ενώ οι διατιθέμενες θέσεις ήταν 3.500.

Η ανώτατη εκπαίδευση μαζικοποιείται αλλά ταυτόχρονα πολυκατηγοριοποιείται και διασπάται σε κύκλους (προπτυχιακό και μεταπτυχιακούς διαφόρων κατηγοριών). Ετσι υποβαθμίζεται και μετατοπίζεται στα μεταπτυχιακά, για πολύ λιγότερους και ταξικά επιλεγμένους, με εξετάσεις και δίδακτρα. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα ΤΕΙ, που πρόσφατα εντάχθηκαν χωρίς καμία προϋπόθεση αναβάθμισής τους στην ανώτατη εκπαίδευση, ένα πολύ μικρό ποσοστό των σπουδαστών ολοκληρώνει τις σπουδές του. Η συντριπτική πλειοψηφία τις εγκαταλείπει, εξ αιτίας του χαμηλού επιπέδου και του υψηλού, και χωρίς αντίκρισμα, κόστους τους. Π.χ., στο ΤΕΙ Πειραιά που αποτελεί ένα από τα κεντρικά ΤΕΙ, μόλις το 25% των σπουδαστών αποκτά πτυχίο.


β) H ιδιωτικοποίηση - εμπορευματοποίηση εντείνεται. Η λαϊκή οικογένεια διπλοπληρώνει το αντιδημοκρατικό, αναχρονιστικό σύστημα της εκπαίδευσης. Σε 1.000 δισ. δραχμές περίπου, όσο ο κρατικός προϋπολογισμός για την Παιδεία, έφτασαν οι ιδιωτικές δαπάνες για φροντιστήρια, εξωσχολικά μαθήματα και δραστηριότητες, βιβλία, σχολικά είδη, έξοδα σπουδών (νοίκι και διατροφή φοιτητών), επαγγελματική «κατάρτιση» κλπ. Για τα παιδιά των φτωχότερων λαϊκών στρωμάτων, το κόστος της εκπαίδευσης, ιδιαίτερα στο Λύκειο και στα ΑΕΙ - ΤΕΙ, μετατρέπεται σε ανυπέρβλητο εμπόδιο στη συνέχιση των σπουδών τους: Τα φροντιστήρια γενικών μαθημάτων, που επιβάλλονται σαν αναγκαίο συμπλήρωμα του Λυκείου, στοιχίζουν έως και 150.000 - 200.000 δραχμές μηνιαία, το φροντιστήριο ξένης γλώσσας, που αν και απολύτως αναγκαία, διδάσκεται υποτυπωδώς στα σχολεία, κοστίζει 30.000 - 50.000 δραχμές μηνιαία και οι σπουδές εκτός τόπου κατοικίας το λιγότερο 1.500.000 δραχμές ετήσια.

Η κυβέρνηση δημαγωγεί και υποκρίνεται, όταν παρουσιάζεται σαν αντίπαλος των φροντιστηρίων, γιατί παράλληλα προωθεί μέτρα, ώστε το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα να λειτουργεί όλο και περισσότερο ενισχυτικά, για τον ιδιωτικό τομέα: Η ανικανότητα του σχολείου να ολοκληρώσει το εκπαιδευτικό του έργο και το βαθμοθηρικό πνεύμα του, έχει σαν αποτέλεσμα τα φροντιστήρια να ξεκινούν νωρίτερα, ακόμη και από το δημοτικό. Η ένταξη των εξετάσεων εισαγωγής στα πανεπιστήμια, μέσα στο Λύκειο, καθιστά τα φροντιστήρια απαραίτητα όχι μόνο για εκείνους που ενδιαφέρονται να συνεχίσουν στα ΑΕΙ-ΤΕΙ, αλλά και για εκείνους που θέλουν να ολοκληρώσουν το Λύκειο. Η ανυπαρξία κρατικού συστήματος γλωσσομάθειας με πυρήνα του το δημόσιο σχολείο (και απονομή, μέσα απ' αυτό, των αντίστοιχων κρατικών τίτλων επάρκειας στην ξένη γλώσσα), τροφοδοτεί τους μεγαλοφροντιστηριούχους, ντόπιους και ξένους. Περίπου 6 δισ. δραχμές χαρίζονται κυριολεκτικά, μέσω των ξένων κρατικών ιδρυμάτων (Γκαίτε, Βρετανικό Συμβούλιο, Γαλλικό Ινστιτούτο κλπ.) στα ισχυρά ιμπεριαλιστικά κράτη, μόνο για τις εξετάσεις απόκτησης των διάφορων τίτλων γλωσσομάθειας. Η επιμόρφωση των δημόσιων εκπαιδευτικών στη χρήση των ηλεκτρονικών υπολογιστών δωρίζεται στους μεγαλοϊδιοκτήτες των Κέντρων Ελευθέρων Σπουδών και των ιδιωτικών ΙΕΚ. Οι διαλυτικές καταστάσεις στα ΤΕΕ, πριμοδοτούν αντικειμενικά τα ιδιωτικά ΤΕΕ και οδηγούν σταδιακά στην έξοδό τους από τη δημόσια δευτεροβάθμια εκπαίδευση, με σκοπό την υπαγωγή τους και τυπικά στο, ελεγχόμενο από τους ιδιώτες, σύστημα «επαγγελματικής κατάρτισης», μαζί με τα ΙΕΚ και τα ΚΕΚ. Η επιβίωση των πανεπιστημίων και ο βαθμός κρατικής επιχορήγησής τους συνδέεται σταδιακά με την ανταπόκρισή τους στις «ανάγκες της αγοράς», με την ιδιωτικοοικονομική λειτουργία τους, (π.χ. την επιβολή διδάκτρων, προς το παρόν στα μεταπτυχιακά).


Στα παραπάνω προστίθεται ο εντεινόμενος εξαναγκασμός των γονιών να συμβάλουν στα έξοδα ακόμη και του δημόσιου σχολείου.

γ) Η υποβάθμιση του μορφωτικού επιπέδου της νεολαίας επιδεινώνεται δραματικά. Το σημερινό σχολείο έχει χάσει και τα ελάχιστα ψήγματα μορφωτικής λειτουργίας που του είχαν απομείνει. Ο όγκος της διδακτέας ύλης, η αναγωγή των επιδόσεων και των εξετάσεων σε αυτοσκοπό, περιορίζει στο ελάχιστο τα περιθώρια δημιουργικής παρέμβασης των εκπαιδευτικών στο περιεχόμενο του. Ετσι ως «καλό» σχολείο αναγορεύεται αυτό που μιμείται το φροντιστήριο. Αυτό δηλαδή που, αντί να οργανώνει επιστημονικά τη γνώση, ως σύστημα ερμηνείας της πραγματικότητας και πολύτιμο εφόδιο για τη ζωή, τυποποιεί, συσκευάζει και παραδίδει αποσπασματικές γνώσεις, ως εμπόρευμα για κατανάλωση στις εξετάσεις. Σαν αναπόφευκτη συνέπεια της φροντιστηριοποίησης του σχολείου, το περιεχόμενό του γίνεται ακόμη πιο φορμαλιστικό, σχολαστικό, ανιαρό. Το πρόγραμμά του υπερφορτώνεται με ολοένα και περισσότερες ανούσιες και ασύνδετες μεταξύ τους λεπτομέρειες, που καταβροχθίζουν άσκοπα, όχι μόνο τον ελεύθερο χρόνο του μαθητή, αλλά και εκείνον που χρειάζεται για να σκεφθεί, να αφομοιώσει, να προβληματιστεί. Το βαθμοθηρικό ανταγωνιστικό πνεύμα, που δεν ταιριάζει στην ψυχοσύνθεση της νεολαίας, εντείνεται στο έπακρο. Αποτέλεσμα είναι ότι η μεγάλη πλειοψηφία των μαθητών παγιδεύεται στην αποστροφή προς το διάβασμα και το σχολείο, ενώ ακόμη και εκείνοι οι λίγοι μαθητές που κατακτούν υψηλές επιδόσεις, δεν αποκτούν ουσιαστικές γνώσεις. Εξαντλούνται στη στείρα αποστήθιση και ξεχνούν όσα έμαθαν την επόμενη των εξετάσεων. Ενα μεγάλο μέρος των μαθητών, κάτω από την πίεση για πάνω από 75 ώρες εβδομαδιαία εργασία (π.χ. στο Λύκειο), εκφράζει την αντίδρασή του προς το σχολείο, σπρώχνοντας, όπως - όπως, τα μαθήματα για να περάσει οριακά τις εξετάσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι οι μορφωτικές αποσκευές των σημερινών φοιτητών είναι πολύ λιγότερες από εκείνες πριν τη «μεταρρύθμιση». Ούτε γενική παιδεία αποκτούν, ούτε τις ειδικές γνώσεις που απαιτεί το επιστημονικό αντικείμενο που σπουδάζουν.


Στο πλαίσιο της εξοντωτικής αυτής λειτουργίας, που καταστρέφει τον ψυχικό δυναμισμό της νεολαίας και οδηγεί την πλειοψηφία των μαθητών στην υποτίμηση και την αποστροφή, όχι απλά του σχολείου, αλλά της μόρφωσης γενικά, η κοινωνικοπολιτική συνείδηση της νεολαίας υπονομεύεται βαθιά. Γεγονός που δεν αποτυπώνεται μόνο στη σχολική πράξη, αλλά και σε όλες τις εκφράσεις της νεολαιίστικης ζωής, όπως π.χ. στην ψυχαγωγία. Ο εξουθενωμένος, αλλά και ο παρατημένος από κάθε προσπάθεια μόρφωσης μαθητής, αναζητά υποκατάστατα χαράς μέσα από την εκτόνωση και την κατανάλωση των μαζικών, εμπορευματοποιημένων πολιτιστικών υποπροϊόντων, αντί να ζει αληθινά τη ζωή, μέσα από το πλάτεμα των πνευματικών του οριζόντων, τη συλλογική δημιουργία, την κοινωνική δραστηριότητα.

Η κατάσταση διαμορφώνεται πολύ χειρότερη στα ΤΕΕ, όπου ο ίδιος ο χαρακτήρας τους, ως προθάλαμος της κατάρτισης, με τις συνεχείς αλλαγές ειδικοτήτων στο μέσον των σπουδών και την έλλειψη υποδομών, αναπαράγει τα αδιέξοδα και την ψυχολογία της παραίτησης από κάθε μορφωτική προσπάθεια, τη διάθεση του «να τελειώνουμε να φύγουμε».

Σοβαρός παράγοντας που επιδρά στην υποβάθμιση του σχολείου, είναι η υποβάθμιση της Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης και Ερευνας, από τις οποίες το σχολείο τροφοδοτείται σε περιεχόμενο και έμψυχο δυναμικό. Γιατί η σημαντικότερη επίπτωση της πλήρους υποταγής της Ανώτατης Εκπαίδευσης στο μονοπωλιακό κεφάλαιο -που προχωρεί ραγδαία- είναι η ολοσχερής αναίρεση της όποιας κοινωνικής αποστολής της επιστήμης, η υπονόμευση της εξέλιξής της και η διαστροφή του περιεχομένου της. Συνακόλουθα, τα εφόδια της πλειοψηφίας των αποφοίτων των προπτυχιακών σπουδών περιορίζονται στο επίπεδο αποφοίτων επαγγελματικών σχολών, ενώ οι απόφοιτοι των μεταπτυχιακών ειδίκευσης, στο μεγαλύτερο μέρος τους, θα αντιστοιχηθούν με τους, ως σήμερα, αποφοίτους των προπτυχιακών. Οι προπτυχιακές σπουδές προσανατολίζονται στη μαζική χορήγηση ρηχών γνώσεων και αποσπασματικών επαγγελματικών δεξιοτήτων, απογυμνωμένων από τη θεωρητική τους θεμελίωση, για μια ληξιπρόθεσμη απασχόληση στο πλαίσιο της διαρκούς εναλλαγής επαγγελμάτων, ή μετατρέπονται σε δεξαμενές ανέργων, μέσα από ένα γενικόλογο, σεμιναριακό και αποσπασμένο από την εφαρμογή, περιεχόμενο σπουδών. Παράλληλα, ο ρόλος των Πανεπιστημίων στην αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας ενισχύεται και η ιδεολογική επίθεση καθυπόταξης της φοιτητικής νεολαίας στη λογική της παντοδυναμίας της αγοράς και των καπιταλιστικών προτύπων, δυναμώνει, μέσα και από νέες μορφές παρέμβασης του μονοπωλιακού κεφαλαίου στο περιεχόμενο και τη λειτουργία της ανώτατης εκπαίδευσης.


δ) Επιβεβαιώνεται καθημερινά το αδιέξοδο της ατομικής λύσης για τη λαϊκή οικογένεια, που ολοένα και περισσότερο σφίγγει τη ζώνη, για να προσφέρει στα παιδιά της μια εκπαίδευση χωρίς αντίκρισμα για τη ζωή και το μέλλον τους. Η συνεχής αύξηση της ανεργίας κάνει αδυσώπητο τον ανταγωνισμό για περισσότερα «εκπαιδευτικά» εφόδια. Ωστόσο, για την πλειοψηφία των νέων, ακόμη και των αποφοίτων των πανεπιστημίων, γίνεται ολοένα και πιο παρατεταμένη, ασταθής και δύσκολη η πορεία ένταξής τους στην παραγωγή. Ταυτόχρονα, η νεολαία αποτελεί το πρώτο θύμα της ανατροπής των εργασιακών σχέσεων. Παρατηρείται μια τεράστια αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης όσων νέων κατορθώνουν να εξασφαλίσουν εργασία, χωρίς ωράριο, ασφάλιση και άλλα στοιχειώδη εργασιακά δικαιώματα.

Ο κεντρικός στόχος της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης είναι η στενότερη και αποδοτικότερη υπαγωγή της εκπαίδευσης στις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, στη διαμόρφωση του «απασχολήσιμου» και προπαντός ελεγχόμενου ανθρώπινου δυναμικού. Πρόκειται για την πολιτική που επιτάσσουν οι αντιθέσεις και τα κυρίαρχα συμφέροντα της «οικονομίας της αγοράς», σε πλήρη αντίθεση με τις ώριμες λαϊκές ανάγκες και δυνατότητες της εποχής μας για ποσοτική και ποιοτική διεύρυνση της εκπαίδευσης, για πλήρη εργασία με δικαιώματα και δημιουργικό ελεύθερο χρόνο. Τα αποτελέσματά της αποτελούν απόδειξη της κρίσης του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού, που υποτάσσει την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, πρώτα και κύρια του ανθρώπου, στα στενά όρια του μονοπωλιακού υπερκέρδους.


Ωστόσο, η διαμόρφωση του νέου εκπαιδευτικού τοπίου, σε συνδυασμό με το εργασιακό, βρίσκεται σε εξέλιξη και χρειάζεται διαρκής παρακολούθηση και καταγραφή των νέων στοιχείων που αναδεικνύονται.

Β. Η κυβερνητική πολιτική και η στάση των άλλων πολιτικών δυνάμεων

Η επίθεση της κυβέρνησης θα συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια. Θεωρώντας ότι το νέο σύστημα «ισορρόπησε» και με κεντρικό προπαγανδιστικό σύνθημα την «έμφαση στην ποιότητα», ετοιμάζεται να εξαπολύσει ένα νέο μπαράζ αντιδραστικών μέτρων και αυταρχικών ρυθμίσεων, που αυτή τη φορά, μαζί με τις καθιερωμένες υποσχέσεις για βελτίωση των υποδομών, ακουμπούν βαθύτερα το περιεχόμενο της εκπαιδευτικής διαδικασίας: τα αναλυτικά προγράμματα, τα σχολικά βιβλία, τους εκπαιδευτικούς ως βασικούς συντελεστές της εκπαιδευτικής πράξης.

Σύμφωνα με αυτές:

  • Ενα μέρος των αναλυτικών προγραμμάτων της υποχρεωτικής εκπαίδευσης (Δημοτικό, Γυμνάσιο) θα διαμορφώνεται «ελεύθερα» στο κάθε σχολείο, στη βάση ενός φακέλου με προκαθορισμένο κεντρικά περιεχόμενο. Εμπειρία αυτής της «καινοτόμου» πρακτικής υπάρχει ήδη στα σχολεία, από τα πιλοτικά προγράμματα και τις άλλες δραστηριότητες που χρηματοδοτεί η ΕΕ, όπως η εισβολή των φυλλαδίων που προπαγανδίζουν τον ευρωπαϊκό μονόδρομο με αφορμή την ενημέρωση για το κοινό νόμισμα, η διδασκαλία του Ολυμπισμού για τον αποπροσανατολισμό της νεολαίας μέσα από τον εξωραϊσμό της κερδοσκοπικής αθλητικής αθλιότητας, η «αγωγή υγείας» με βασικούς συνδιοργανωτές τις εταιρίες οδοντόκρεμας, η «σεξουαλική διαπαιδαγώγηση» που μετατρέπεται σε προβολή αντισυλληπτικών με τη χορηγία φαρμακευτικών πολυεθνικών κλπ. Με πρόσχημα το ζωντάνεμα του σχολείου και το δέσιμό του με τη ζωή, στην ουσία επιχειρείται μια πιο άμεση, ευλύγιστη στην ενσωμάτωση νέων δεδομένων και περισσότερο αποτελεσματική και διεισδυτική προπαγάνδιση των κυρίαρχων μονοπωλιακών επιλογών, των καπιταλιστικών προτύπων και αξιών. Στο όνομα της «σύνδεσης του σχολείου με την κοινωνία και την παραγωγή», διευκολύνεται το μονοπωλιακό κεφάλαιο να παρεμβαίνει άμεσα στα σχολικά προγράμματα και την αγωγή των νέων ανθρώπων, ενώ παράλληλα επιδιώκεται, μέσα από εργασίες, επισκέψεις και άλλες δραστηριότητες, η διοχέτευση της δημιουργικότητας της νεολαίας στη λογική του συστήματος.


Οι «νέες» αυτές «παιδαγωγικές» πρακτικές εμφυτεύονται στο γόνιμο έδαφος της διανοητικής σύγχυσης που καλλιεργούν οι παραδοσιακές μορφές διδασκαλίας και τα σχολικά βιβλία.

  • Τα βιβλία του Δημοτικού και του Γυμνασίου και στη συνέχεια του Λυκείου αλλάζουν ξανά ως το 2003, όπως άλλαξαν και τρία χρόνια πριν, εντείνοντας τη σύγχυση σε εκπαιδευτικούς και μαθητές. Ως βασικά συστατικά της μέχρι σήμερα «ανανέωσής» τους αναδείχνονται: η ποσοτική συσσώρευση ενός τεράστιου όγκου κατατεμαχισμένων γνώσεων και ασήμαντων λεπτομερειών, η τυπολατρία και η επιδερμικότητα, η αντιεπιστημονικότητα και η αντιφατικότητα, η ενδυνάμωση της αστικής προπαγάνδας και του αντικομμουνισμού, περιβεβλημένων με σοσιαλδημοκρατικό μανδύα, σε αρμονική συνύπαρξη με ακραίες εθνικιστικές και αντιδραστικές θεωρίες. Τα εκατοντάδες παραδείγματα των σχολικών βιβλίων, σε συνδυασμό με την εντεινόμενη εντατικοποίηση του σχολείου, αποδεικνύουν ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια συνειδητή επιχείρηση αποδιοργάνωσης της σκέψης και αχρήστευσης της νοημοσύνης των μαθητών, που αποσκοπεί να ενισχύσει το ρόλο του σχολείου ως βασικού μηχανισμού ιδεολογικοπολιτικής χειραγώγησης. Στα πλαίσια αυτά, τα μέτρα εξαγοράς και ενσωμάτωσης των εκπαιδευτικών, εκσυγχρονίζονται και δυναμώνουν. Τα δεκάδες σεμινάρια, συνέδρια και ημερίδες και κυρίως τα «καινοτόμα» προγράμματα της ΕΕ - που προαναφέρθηκαν - και για τα οποία οι εκπαιδευτικοί επιβραβεύονται με πρόσθετη αμοιβή και μόρια για την εξέλιξή τους, αποτελούν νέες και πιο επικίνδυνες μεθόδους ελέγχου, που συναντούν μάλιστα την επιδοκιμασία ενός μέρους των γονιών, από άγνοια ή έλλειψη σωστής πληροφόρησης.


Οι πρόσφατες εξαγγελίες της κυβέρνησης για μείωση της διδακτέας ύλης και «διαθεματική» προσέγγιση κάθε μαθήματος της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, παρότι ακουμπούν σε υπαρκτά προβλήματα, δε θα δώσουν ουσιαστικά λύσεις. Αποτελούν επιφανειακή προσπάθεια να αντιμετωπιστούν τα κραυγαλέα προβλήματα του λειτουργικού αναλφαβητισμού (τα οποία εντείνονται κάτω από την υπερφόρτωση των βιβλίων και των προγραμμάτων), χωρίς να αντιπροσωπεύουν καμιά ποιοτική αλλαγή στο περιεχόμενο του σχολείου. Γιατί ο σκοπός της εκπαίδευσης, που είναι να παρέχει στους πολλούς τόσα μόνον εφόδια ώστε να μη ζημιώνονται τα συμφέροντα των λίγων, παραμένει και ενισχύεται.

  • Ταυτόχρονα, με εργαλεία τη διαφοροποίηση των προγραμμάτων, την αξιολόγηση των σχολικών μονάδων και τη δυνατότητα επιλογής σχολείου, που προετοιμάζεται, η κυβέρνηση προτίθεται να καθιερώσει και τυπικά τον ανταγωνισμό ανάμεσα στα σχολεία, να παγιδεύσει τους γονείς στη λογική της διαχείρισης της μιζέριας, του «δώσε και συ για να γίνει καλύτερο». Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής θα είναι η ενίσχυση της ιδιωτικοποίησης της δημόσιας εκπαίδευσης και της ταξικής διαφοροποίησής της.

Η αξιολόγηση ανάγεται γενικότερα σε βασικό μοχλό προσαρμογής όλων των εκπαιδευτικών βαθμίδων (από το δημοτικό έως και το πανεπιστήμιο) σε μια επιχειρηματική λογική, που αντιμετωπίζει την αποτελεσματικότητα της εκπαίδευσης με την απόδοσή της σε, ειδικά για την εκπαίδευση, θεσπισμένους από την ΕΕ και τον ΟΟΣΑ, δείκτες. Δείκτες που αποτιμούν το βαθμό προσαρμογής της εκπαίδευσης στις σημερινές απαιτήσεις του κεφαλαίου (π.χ. συγκεκριμένες γνωστικές επιδόσεις και δεξιότητες, προγράμματα σπουδών και έρευνας για τις τρέχουσες ανάγκες των μονοπωλίων κλπ.), αντί για το μορφωτικό - παιδαγωγικό και γενικότερα κοινωνικό της έργο. Τα όσα προαναφέρθηκαν για το περιεχόμενο και τα αποτελέσματα της σημερινής εκπαίδευσης αποδεικνύουν ότι το πρόβλημα της «ποιότητας» και της αποδοτικής λειτουργίας της, κάθε άλλο παρά είναι ζήτημα αξιολόγησης και θεσμών. Είναι ζήτημα του σκοπού της εκπαίδευσης, των γενικότερων αντιλαϊκών οικονομικών και κοινωνικών στόχων που έρχεται να εξυπηρετήσει.


Οι άλλες πολιτικές δυνάμεις, αποδεχόμενες και στηρίζοντας την ουσία της κυβερνητικής πολιτικής, διαπραγματεύονται δευτερεύουσες πτυχές της. Η πολιτική τους αυτή εκφράζεται σε όλα τα κεντρικά ζητήματα της ιδεολογικοπολιτικής διαπάλης:

  • Στο πρόβλημα της ιδιωτικοποίησης της εκπαίδευσης, στη σχέση δημόσιου και ιδιωτικού σχολείου. Τα άλλα πολιτικά κόμματα μιλούν μεν για δημόσιο σύστημα, αλλά δεν αντιτίθενται στην παράλληλη και διευρυνόμενη παρουσία ενός ολοκληρωμένου πλέγματος ιδιωτικής επιχειρηματικής δραστηριότητας στο χώρο αυτό, που οδηγεί στην υποβάθμιση του δημοσίου και εξωθεί στην έμμεση ιδιωτικοποίησή του.
  • Στο πρόβλημα της δομής του εκπαιδευτικού συστήματος, όπου παραχαράζοντας τη θέση μας για ενιαίο υποχρεωτικό δωδεκάχρονο σχολείο, υποστηρίζουν μια ταξικά διαχωρισμένη δωδεκάχρονη εκπαίδευση, μέσα από διάφορες παραλλαγές του διπλού σχολικού συστήματος.
  • Στο σκοπό της εκπαίδευσης, όπου θεωρούν δεδομένο το ρόλο της στην αναπαραγωγή της ταξικής δομής και της αστικής ιδεολογίας και επομένως δεν υπεισέρχονται στην ουσία του περιεχομένου και της λειτουργίας της. Βεβαίως δεν περιμένει κανείς, ειδικά από τα κόμματα εξουσίας, να στηρίξουν ένα εκπαιδευτικό σύστημα το οποίο θα προβάλλει διαφορετικές αντιλήψεις και μάλιστα αντιλήψεις που έρχονται σε αντίθεση με τη λογική των μονόδρομων. Ωστόσο, με τη στάση τους συνηγορούν στον αντιεπιστημονικό χαρακτήρα του περιεχομένου της.
  • Στη σχέση της εκπαίδευσης με τους γενικότερους πολιτικοοικονομικούς στόχους, η οποία αποκρύπτεται συστηματικά, έτσι ώστε η εκπαίδευση να παρουσιάζεται αποϊδεολογικοποιημένη, σαν ένα αυτόνομο από την κυρίαρχη πολιτική σύστημα, το οποίο μπορεί με καλύτερη διαχείριση να βελτιωθεί.


Στο συνδικαλιστικό κίνημα, η πολιτική των άλλων δυνάμεων εκδηλώνεται με την υποταγή της πλειοψηφίας των οργάνων του στη διαχειριστική λογική του μερεμετίσματος της αντιλαϊκής πολιτικής κυβέρνησης και ΕΕ, με την υπονόμευση της σύνδεσης του κινήματος της Παιδείας και του γενικότερου εργατικού -λαϊκού κινήματος.

Με βάση τα παραπάνω, η σχέση των προβλημάτων της Παιδείας με τα γενικότερα κοινωνικά προβλήματα και η ανάγκη σύνδεσης του αγώνα για την αντιμετώπισή τους με τον αγώνα για ριζική αναδιοργάνωση της Παιδείας και της κοινωνίας, αποτελεί την κεντρική διαχωριστική γραμμή της πολιτικής του ΚΚΕ από εκείνη των αστικών και μικροαστικών κομμάτων.








Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ