Κυριακή 6 Φλεβάρη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 2
Δεν «ανακατεύονται» τα λαϊκά συμφέροντα

Δεν είναι πλέον φαντασίωση ούτε σχέδιο στα συρτάρια κάποιων ειδικών ή αρμόδιων. Είναι γεγονός ότι πλέον υπάρχει, μόνο που δεν είναι μετρό. Αφού υπήρξε για χρόνια «κουμπαράς χωρίς πάτο...», όπου έπεσαν ανεπίστρεπτα πολλά δισεκατομμύρια και τα πανωτόκια τους από τις οικονομίες του ελληνικού λαού μετρό δεν έγινε. Μια υπόγεια διαδρομή, που δε φτάνει ούτε τα δώδεκα χιλιόμετρα, είναι ακόμα... πιθανότητα μετρό και βλέπουμε. Αλλωστε, γι' αυτό παρατηρούνται και όλα τα ευτράπελα έως «ανεξήγητα». Για παράδειγμα, η έλλειψη χώρων στάθμευσης παρατηρείται ακριβώς επειδή το μετρό είναι ακόμα πιθανότητα και με κάποιο τρόπο πρέπει να προσεγγίσει ο κόσμος αυτά τα έρμα τα δώδεκα χιλιόμετρα. Οσον αφορά τους άδειους χώρους στάθμευσης στο Λυκαβηττό είναι μάλλον φουντούκια που μένουν στο λαιμό και δεν καταπίνονται με τίποτα. Και όμως, αυτή την πιθανότητα εννοεί ο κυβερνητικός μηχανισμός και η πλειοψηφία των ΜΜΕ να τη βλέπουν και να την περιγράφουν σαν «καινούρια εποχή».

Κάπως έτσι, με αιώνιες πιθανότητες και ανεκπλήρωτες υποσχέσεις, έχουν κατορθώσει να κυβερνούν τη χώρα όλα αυτά τα χρόνια. Μόνο που οι πιθανότητες είναι πάντα για το λαό, ενώ τα κέρδη για τα μονοπώλια ήταν πάντα πραγματικά, χειροπιαστά και «απεριόριστης διαδρομής...».

Να μην πεταχτεί κανένας «γρήγορος» από τους προπαγανδιστές του κυβερνητικού έργου και επιχειρήσει να «μας βάλει στη θέση μας», ότι «πάντα από κάπου αρχίζεις και λίγο πριν αρχίσεις όλα είναι πιθανότητες». Αυτά είναι ωραίες έτοιμες ατάκες για τα τηλεοπτικά πάνελ, αλλά δεν αντέχουν σε καμιά πραγματικότητα, αφού αυτό που έχει σημασία πάντα είναι: Για ποιον αρχίζεις, τίνος τα συμφέροντα εξυπηρετείς και τίνος «τα χείλη μένουν πάντα στεγνά», να δροσίζονται μόνο με πιθανότητες και υποσχέσεις.

Για παράδειγμα, και η ΟΝΕ μοιάζει να είναι πλέον ένα «ολοκληρωμένο έργο» της κυβέρνησης, και μπράβο της που άλλο ένα σχέδιο της ολιγαρχίας το έφερε σε λογαριασμό, στις συμφωνημένες - επιβεβλημένες ημερομηνίες αλλά και τρόπους. Τρόποι οι οποίοι πρόσθεσαν πολλές θυσίες στους εργαζόμενους της χώρας, που όσοι ακόμα τους πιστεύουν έχουν μείνει με την πιθανότητα... Βέβαια, στο συγκεκριμένο παράδειγμα η όποια «επέκταση της διαδρομής» σημαίνει ακόμα μεγαλύτερες θυσίες για τους εργαζόμενους και ακόμα πιο πολλά κέρδη για την ολιγαρχία. Απόδειξη πως το λεγόμενο «επικαιροποιημένο πρόγραμμα σύγκλισης» προβλέπει, με κυνική ειλικρίνεια, «άσκηση αυστηρότερης δημοσιονομικής, εισοδηματικής και φορολογικής πολιτικής». Τότε τίνος ήταν το όνειρο; Οσοι από τους εργαζόμενους τούς είχαν πάρει στα σοβαρά και ίσως αγόγγυστα υπέφεραν όλα αυτά τα χρόνια, τώρα «θα πληρωθούν» με ακόμα πιο σκληρή λιτότητα;

Βέβαια, οι κυβερνητικοί παράγοντες είναι συνηθισμένοι να παίζουν το ρόλο του «μετασχηματιστή» και να μετατρέπουν τα σχέδια της ολιγαρχίας σε, τάχα, όνειρα και πόθους των εργαζομένων. Ετσι, αυτή την επίθεση στα λαϊκά συμφέροντα την αποκαλούν γενικά «πρόοδο για τον τόπο» και από πάνω ζητούν και την ψήφο του λαού για να διαχειριστούν ακριβώς αυτή την επίθεση στα συμφέροντά του. Είναι τέτοιος, μάλιστα, ο κυνισμός της κυβέρνησης, που έφτασαν στο σημείο να παρουσιάζουν ως αιτία για τις πρόωρες εκλογές τη διαχείριση αυτής της μετα-ΟΝΕ εποχής. Τόσο πολύ έχουν ταυτιστεί με το ρόλο του «μετασχηματιστή» των σχεδίων της κυρίαρχης τάξης σε τάχα όνειρα του λαού, που ή χάνουν κάθε αίσθηση του πραγματικού ή απλώς παίζουν καλά τον ταξικό ρόλο τους.

Από κοντά και η αξιωματική αντιπολίτευση, ακολουθώντας την ανάλογη λογική, ομολογεί ακριβώς τον ίδιο ρόλο με ένα σύνθημα που έγινε πανό σε πρόσφατη εκδήλωσή της: «Μπορούμε καλύτερα»... Ο δικομματικός ανταγωνισμός εξαντλείται στο ποιος θα εγκριθεί από την ολιγαρχία ότι μπορεί να φέρει σε πέρας αυτή την αποστολή «μεταφοράς ονείρου», που αντικειμενικά είναι εφιάλτης για τις λαϊκές μάζες.

Εκεί βρίσκεται όλη η «δύναμη» τόσο της κυβέρνησης όσο και της λεγόμενης αντιπολίτευσης. Διαμορφώνουν στα λόγια (μέχρι να την κάνουν πράξη, αν μπορέσουν) μια πραγματικότητα, όπου οι επιθυμίες και τα σχέδια της κυρίαρχης τάξης φαίνονται και σαν λαϊκές επιθυμίες. Βάζουν τον κόσμο να κάνει θυσίες, να υποφέρει και να αγωνιά όχι για το πώς θα καλυτερεύσει τη δική του ζωή, αλλά πώς θα ετοιμάσει με τις τωρινές του στερήσεις τις ανάλογες μελλοντικές του.

Οταν δεν τα καταφέρνουν πάντα τόσο καλά στην επιβολή αυτού του ανορθολογισμού, αποκλείουν κάθε άλλη διέξοδο, κάθε άλλη πολιτική σαν να μην υπάρχει ή σαν να μην είναι δυνατή και ρεαλιστική. Αγωνίζονται με όλα τα μέσα να σφραγίσουν «κάθε πόρτα», που θα οδηγούσε τη λαϊκή σκέψη να στοχαστεί και να αποφασίσει, σε τελευταία ανάλυση, με βάση τα συμφέροντά της. Μάλιστα, πολλά από αυτά τα κατασκευάσματα, που αναποδογυρίζουν τον κόσμο και δείχνουν το παράλογο για λογικό και το άδικο για μοναδικό δίκαιο, τα παρουσιάζουν και σαν απόλυτα δεδομένα και τελειωμένες υποθέσεις. Σύμμαχοι σε αυτή τους την προσπάθεια είναι η πλειοψηφία των ΜΜΕ, που μόνιμα όχι μόνο παριστάνουν τους ανήξερους γι' αυτά τα «δεδομένα», αλλά κάνουν και τις απαραίτητες «διορθώσεις» (διάβαζε πιέσεις), εκφράζοντας κατά καιρούς τις διαφορετικές αποχρώσεις επιθυμιών των μονοπωλίων.

Αν ο κόσμος που θέλουν να επιβάλουν ήταν «δεδομένος» και οι πορείες που χαράσσουν υποχρεωτικοί μονόδρομοι, τότε οι κυρίαρχοι κύκλοι δε θα τους χρειάζονταν να τους βάζουν καθημερινά να κάνουν του κόσμου τα «ακροβατικά», ώστε να τραβήξουν τη λαϊκή προσοχή από τα αληθινά προβλήματα και την ουσία της πολιτικής τους. Δε θα χρειαζόταν να τρέχουν από εδώ και από εκεί να καλύπτουν όπως-όπως πιθανά ρήγματα, που δείχνουν τις δυνατότητες άλλου δρόμου ανάπτυξης για τη χώρα και άρα άλλου τρόπου ζωής για το λαό. Δε θα χρειαζόταν εκτός από το μηχανισμό αποπροσανατολισμού που βρίσκεται σε συνεχή λειτουργία χρόνια τώρα, προκειμένου να παρουσιάζει τη νύχτα μέρα. Δε θα χρειαζόταν ο αυταρχισμός που ενεργοποιείται σε κάθε περίπτωση που οι λαϊκές μάζες δείχνουν να αντιλαμβάνονται τις άλλες δυνατότητες και να αγωνίζονται γι' αυτές. Δε θα χρειάζονταν όλα τα χαζοδιλήμματα του τύπου ΠΑΣΟΚ ή Δεξιά, «κεντροαριστερά» ή «κεντροδεξιά», που ενώ φαίνονται διαφορετικά ουσιαστικά ενώνονται ακριβώς στο ότι παραδέχονται τον άδικο κόσμο της κυριαρχίας των μονοπωλίων σαν τη μοναδική δυνατότητα.

Κι όμως, αφού η λογική υπαγορεύει πως τα λαϊκά συμφέροντα είναι αντίθετα από εκείνα των μονοπωλίων, αυτό αντικειμενικά σημαίνει πως όλα όσα υπαγορεύουν και παράλληλα τάζουν η ολιγαρχία και οι πολιτικοί εκφραστές της όλων των αποχρώσεων, σαν μοναδικά, απόλυτα και δεδομένα, δε γίνεται παρά να μπορούν και πρέπει να αλλάξουν. Αν, λοιπόν, η «δύναμη» εκείνων που «καπετανεύουν» την έτοιμη χαραγμένη πορεία της ολιγαρχίας είναι τα «δεδομένα στίγματα» που τους έχουν παραδοθεί, αυτή, ταυτόχρονα, είναι και η μεγάλη αδυναμία τους. Εγκλωβισμένοι σε αυτό το δρόμο, είναι υποχρεωμένοι να λειτουργούν σαν να μην υπάρχει άλλος και άρα σαν να μην υπάρχουν λαϊκά συμφέροντα.

Ελα, όμως, που όχι μόνο υπάρχουν λαϊκά συμφέροντα αλλά είναι και αδύνατον να εκφραστούν με οποιαδήποτε μορφή «ανακατεμένα» με τα αντίθετά τους. Αρα η πολιτική που υπηρετεί αυτά τα λαϊκά συμφέροντα δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να είναι η πολιτική του δικομματισμού και των όποιων παραφυάδων του. Πρέπει να είναι εκείνη που αγωνιστικά διεκδικεί, ανατρέπει τα «δεδομένα» των μονοπωλίων και οικοδομεί την άλλη πραγματικότητα, του Λαϊκού Μετώπου. Ο,τι άλλο σχεδιάζεται, τάζεται, ακούγεται, δε χρειάζεται ούτε «τα ρηχά καλάθια» αφού δεν υπάρχουν καθόλου «κεράσια»...


Του
Παύλου ΑΛΕΠΗ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ