Εξόριστοι στην Ανάφη το 1940. Στο κέντρο η Ηλέκτρα Αποστόλου, με την κόρη της στην αγκαλιά |
Είναι δυο μέρες που γύρισα απ' την περιοδεία μου, που βάσταξε τριανταπέντε ολόκληρες μέρες. Ξεκίνησα ένα πρωί απ' τον Πειραιά με κάποιο βαποράκι που θα με κουβαλούσε και μένα μαζί του, μα μονάχα ως τη Σύρα, για δυστυχία μου. Από κει και πέρα μου μέλλοταν να μπω μονάχα σε κάτι κακόφκιαστα παληοσίδερα και παληοβαρκάκια για να τελειώσω το ταξίδι μου το ταχτικό του κάθε χρόνου, ταξίδι πολύ πολύ διαφορετικό από τα προηγούμενα, από κάθε άποψη. Και ξηγιέμαι: Λογαριάζω τον εαυτό μου για φίλο σου, αγαπητέ «Ριζοσπάστη», από ένα και δω. Είμαι κ' εγώ, για την ώρα, απλά και μόνο, ένας που σε συμπαθάει, ένας που συμπαθάει την ιδέα σου, την ιδέα και το Κόμμα που εκπροσωπείς καθημερινά, το Κόμμα που να μέχει κατάδικό του, να με μετράει μέλος του και πιστό ακόλουθο του, δε με μετράει, μα, πιστεύω, θα με δεχτή κάποτε κι όχι πολύ αργά ανάμεσά του, πιο ώριμο στο νόημα της ιδέας και γι' αυτό πιο σιγουραρισμένο, πιο άξιο να υπηρετήσω ορθά τους σκοπούς του, σκοπούς μεγάλους, ανθρωπιστικούς. Το ταξίδι μου, λοιπόν, αυτό το φετεινό τέλεια διαφορετικό από τα περασμένα των άλλωνε χρόνων. Αποβλέπανε κείνα μονάχα στο άτομό μου. Μακρυά από κάθε άλλη σκέψη κοίταγα πώς θα καλοπερνούσα όλο το διάστημα του ταξιδιού μου στη θάλασσα και στη στεριά φευγάτος από τη ζέστη του Πειραιά και της Αθήνας τη σκόνη. Μα ο φετεινός ο χρόνος καθώς με βρήκε άλλονε άνθρωπο, αλλαγμένο πολύ στην καρδιά και στο νού και το ταξίδι μου το φετεινό, γι' αυτό, έπρεπε νάναι διαφορετικό επίσης στους σκοπούς του, έπρεπε νάναι, δεν μπορούσε άλλωστε αλλοιώτικα, με κάποια κοινωνική σημασία πρώτα και κύρια κι όχι αποκλειστικά, σαν τ' άλλα, τα καθαρά ατομιστικά και μόνο, που περιοριζόντανε μονάχα πώς να με κάνουνε να απολάψω ό,τι αγαθά μπορεί να δώσει ένα καλοκαιριάτικο ταξίδι αναψυχής, σε γιαλούς και σε βουνόκαμπους. Σκοπό αντικειμενικό το φετεινό μου ταξίδι είνε, αγαπητέ «Ριζοσπάστη», να πλησιάσω όλα τα νησιά, ξεμακρυσμένα και κοντινά, ξερονήσια και χλωρονήσια, να σιμώσω τα νησιά που βαστούσαν και βαστάν ακόμη ξορισμένους, άλλη μια φορά, πρωτοπόρους αγωνιστές απ' την εργατική τάξη.
Οσο διαβατικό και γρήγορο κι αν ήταν το πέρασμά μου απ' αυτουνούς, θα μεταδώσω, πιστεύω, κάτι από τη ζήση τους, ζήση διπλής σκλαβιάς και καταδίκης. Ετσι θ' ακουστή η φωνή τους ανάμεσά μας, θα μιλήσουμε συναμεταξύ μας όλοι οι ομοϊδεάτες, θα πέσει κάτι για κάμποσο ο τοίχος που μας χωρίζει. Και, νομίζουμε, αυτό δε θάναι μια ασήμαντη προσφορά για τους τωρινούς καιρούς στον εργατικό τον αγώνα. (...)».
Ηταν το 1914, όταν για πρώτη φορά δύο συνδικαλιστές - στελέχη της σοσιαλιστικής οργάνωσης «Φεντερασιόν» εξορίστηκαν στη Νάξο επειδή μετείχαν στην οργάνωση της απεργίας των καπνεργατών. Ακολούθως, το 1919 οι τέσσερις σοσιαλιστές - μέλη της Διοίκησης της ΓΣΕΕ εκτοπίστηκαν στη Φολέγανδρο.
Στη δεκαετία του 1920, οι διώξεις γενικεύτηκαν στη βάση του Νομοθετικού Διατάγματος «Περί συστάσεως εν εκάστω Νομώ Επιτροπών επί της Δημοσίας Ασφάλειας», το οποίο ψηφίστηκε το 1924 από την κυβέρνηση του Αλ. Παπαναστασίου και τροποποιήθηκε το 1926 επί δικτατορίας Θεόδωρου Πάγκαλου για να εφαρμοστεί εναντίον του ΚΚΕ. Το Νομοθετικό Διάταγμα προέβλεπε την εκτόπιση κάθε υπόπτου που θεωρούνταν απειλή «δια το κράτος και την κοινωνίαν», δίχως να έχει προηγηθεί απαραίτητα δικαστική απόφαση ή να έχει διαπραχθεί αναγκαστικά κάποια νομική παράβαση. Η υποψία και μόνο ήταν αρκετή...
Από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι της καταστολής και των διώξεων εναντίον του ΚΚΕ και του εργατικού - λαϊκού κινήματος, με την ψήφιση του «Ιδιώνυμου» (1929) κ.ά.
Ανάμεσα στα νησιά που έγιναν τόποι εξορίας και μαρτυρίου κομμουνιστών, συνδικαλιστών και άλλων αγωνιστών την περίοδο του Μεσοπολέμου ήταν η Αμοργός, η Ανάφη, η Ανδρος, ο Αη Στράτης, ο Ασκυφος Σφακίων, η Γαύδος, η Γυάρος, η Κέα, η Κίμωλος, η Ιθάκη, η Μήλος, οι Παξοί, η Σαντορίνη, η Σέριφος, η Σίκινος, η Σκύρος, η Φολέγανδρος, τα Ψαρά.