Παρασκευή 21 Γενάρη 2022
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 16
ΔΙΕΘΝΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ (ΤΕΤΡΑΣΕΛΙΔΟ)
ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
Το «ράλι» ακρίβειας στην Ενέργεια είναι μόνιμη κατάσταση για τον λαό

Προετοιμασία για μια μακρά περίοδο υψηλών τιμών σε ηλεκτρικό ρεύμα και φυσικό αέριο αποτελεί η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με την πορεία των τιμών Ενέργειας στην ΕΕ το τρίτο τρίμηνο του 2021. Στην έκθεση καταγράφονται κατά κύριο λόγο οι τεράστιες αυξήσεις που σημειώθηκαν το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα στη χονδρική αγορά ηλεκτρισμού, τάση που ενισχύθηκε στο επόμενο τρίμηνο και συνεχίζεται τις πρώτες μέρες του νέου έτους.

Φυσικά, αναπαράγεται το βολικό αφήγημα του «διεθνούς φαινομένου» και της «έλλειψης ανταγωνισμού» στο εσωτερικό της ενιαίας αγοράς Ενέργειας ως των βασικών αιτιών της ανόδου των τιμών, και επί της ουσίας αυτό που συστήνεται είναι περισσότερο «άνοιγμα» των αγορών και ...υπομονή στα λαϊκά νοικοκυριά, ώσπου να λειτουργήσουν οι «δυνάμεις της αγοράς» και να ισορροπήσουν οι τιμές. Το μόνο βέβαιο είναι ότι τα επόμενα χρόνια η ενεργειακή φτώχεια θα συνεχίσει να πλήττει εκατομμύρια λαϊκά νοικοκυριά, ενώ τα τιμολόγια ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου θα αποτελούν βασική πηγή αφαίμαξης του λαϊκού εισοδήματος, αφού όπως εκτιμά και η Επιτροπή στην έκθεσή της για το φυσικό αέριο «οι τυπικές τιμές δεκαετίας (στην περιοχή των 15-25 ευρώ/MWh) δεν είναι πιθανό να επιστρέψουν τα επόμενα 2-3 χρόνια», γεγονός που θα αποτυπώνεται ανάλογα στις τελικές τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος, όπως άλλωστε γίνεται ήδη.

Φταίει η... ενίσχυση της ανάπτυξης για την άνοδο των τιμών


Ειδικότερα, η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι οι τιμές ηλεκτρισμού ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο στις αγορές των κρατών - μελών, φαινόμενο που αποδίδεται στην ανάκαμψη των οικονομιών σε παγκόσμιο επίπεδο, αμέσως μετά το τέλος των περιοριστικών μέτρων εξαιτίας της πανδημίας, και στην αντίστοιχη ενίσχυση της παραγωγικής δραστηριότητας. Το γεγονός αυτό, αναφέρεται στην έκθεση, επηρέασε την εφοδιαστική αλυσίδα, που δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί άμεσα στην αυξημένη ζήτηση, ενώ παράλληλα υπήρξε υψηλότατη ζήτηση φυσικού αερίου, με αποτέλεσμα να ενισχυθούν οι τιμές του στα διεθνή χρηματιστήρια εμπορευμάτων. Αποτέλεσμα, όπως σημειώνεται, ήταν να αυξηθεί η κατανάλωση ηλεκτρισμού στην ΕΕ και να φτάσει στα επίπεδα προ πανδημίας, με τη μέση χονδρική τιμή στην ΕΕ το τρίτο τρίμηνο να αυξάνεται κατά 211% συγκριτικά με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους.

Την ίδια στιγμή, η Επιτροπή εκφράζει την έντονη ανησυχία της για την αύξηση της χρήσης λιγνίτη στο ενεργειακό μείγμα της ΕΕ, με πρώτη χώρα την Ελλάδα, η οποία σύμφωνα με την έκθεση παρουσίασε τη μεγαλύτερη αύξηση χρήσης λιγνίτη πανευρωπαϊκά, κατά 53% συγκριτικά με το ίδιο διάστημα του 2020, κι αυτό παρά την αύξηση των τιμών δικαιωμάτων ρύπων. Ωστόσο, η αύξηση της τιμής των ρύπων ήταν σε χαμηλότερο επίπεδο συγκριτικά με εκείνη που παρατηρείται στο φυσικό αέριο και κατά συνέπεια, όπως προβλέπεται και στην έκθεση, αναμένεται το επόμενο διάστημα περαιτέρω ενίσχυση χρήσης λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή. Ειδικότερα σε ό,τι αφορά το κόστος ρύπων, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η μέση τιμή ρύπων το τρίτο τρίμηνο του 2021 έφτασε τα 57 ευρώ, αυξημένη κατά 14% συγκριτικά με το δεύτερο τρίμηνο και 169% στην ετήσια σύγκριση, ενώ το φυσικό αέριο αυξήθηκε κατά 91%. Είναι εντυπωσιακό ότι η τιμή το πρώτο τρίμηνο του 2018 ήταν μικρότερη των 10 ευρώ/τόνο, έχοντας αυξηθεί στα σημερινά εξωφρενικά επίπεδα. Ωστόσο, παρότι η τιμή των δικαιωμάτων ρύπων εκτοξεύτηκε μέσα σε έναν χρόνο ως αποτέλεσμα της πολιτικής της λεγόμενης «πράσινης μετάβασης» και της απολιγνιτοποίησης, η επίδραση της αύξησης της τιμής του φυσικού αερίου στην τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος ήταν κατά 9 φορές μεγαλύτερη από την επίδραση της τιμής του άνθρακα.

Ανεξάρτητα από το αν η ηλεκτροπαραγωγή βασίζεται στο φυσικό αέριο ή στον άνθρακα, οι αυξήσεις είναι δεδομένες σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό. Σύμφωνα με τα στοιχεία, χώρες όπως η Νορβηγία, η Ιρλανδία και η Ισπανία, που βασίζουν σε μεγάλο βαθμό την ηλεκτροπαραγωγή τους στο φυσικό αέριο, είδαν τεράστιες αυξήσεις στις τιμές χονδρικής ρεύματος (+1256%, +323%, +214% αντίστοιχα), ενώ η Πολωνία, που διατηρεί ακόμα μικρό βαθμό εξάρτησης από το φυσικό αέριο, είχε αυξήσεις χονδρικής σε ποσοστό 72%.

Η έκθεση αποδίδει τις ανατιμήσεις στο ακριβό φυσικό αέριο και στο κοστοβόρο εμπόριο ρύπων. Ομως και οι δύο αυτοί παράγοντες συνδέονται άμεσα με την «πράσινη μετάβαση», που αποτελεί τη βασική αιτία για το τσουνάμι της ακρίβειας σε βάρος του λαϊκού εισοδήματος. Το φυσικό αέριο επιλέχθηκε ως μεταβατικό καύσιμο στην πορεία της «πράσινης» ανάπτυξης, καταλαμβάνοντας ολοένα και μεγαλύτερο μερίδιο στο μείγμα της ηλεκτροπαραγωγής, ενώ οι υψηλές τιμές των ρύπων παρουσιάζονται ως «αντικίνητρο» για την εγκατάλειψη των υδρογονανθράκων υπέρ των πιο «καθαρών» Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας.

Η τεράστια αύξηση των τιμών είναι ατόφιο αποτέλεσμα της πολιτικής της «απελευθέρωσης» της Ενέργειας και του «πράσινου New Deal», που διαχρονικά στηρίζουν όλα τα αστικά κόμματα και υλοποιούν διαδοχικά όλες οι κυβερνήσεις την τελευταία 25ετία. Της «μονοκαλλιέργειας» των πανάκριβων ΑΠΕ, που είναι στα χέρια του κεφαλαίου, χάριν της «πράσινης μετάβασης». Του κλεισίματος λιγνιτικών μονάδων και των τελών εμπορίας ρύπων που επιβάλλονται στον λιγνίτη, για να γίνει «ασύμφορος» και για να χρηματοδοτούνται οι επιχειρηματικοί όμιλοι. Συνολικά των «πράσινων» χαρατσιών, που σύμφωνα με τα ίδια τα στοιχεία της Κομισιόν αποτελούν πάνω από το 41% των τιμών της Ενέργειας! Της επιλογής του εισαγόμενου φυσικού αερίου ως «μεταβατικού καυσίμου» στον σχεδιασμό της «πράσινης μετάβασης», που αυξάνει το κόστος της ηλεκτροπαραγωγής, το οποίο μετακυλίεται στον λαό, όπως και την ενεργειακή εξάρτηση και την έκθεση στους γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς. Της «διασύνδεσης με την ενιαία αγορά ηλεκτρισμού». Με άλλα λόγια, όσο περισσότερο επεκτείνονται τα πεδία της «πράσινης» κερδοφορίας για το κεφάλαιο τόσο ο λαός πληρώνει τα σπασμένα, μεταξύ άλλων και με την ακρίβεια, που δεν πρόκειται να υποχωρήσει ούτε μετά από τρία χρόνια, αφού το κόστος της ακριβότερης «πράσινης» ηλεκτροπαραγωγής ενσωματώνεται σταδιακά και στις τιμές των εμπορευμάτων.

Πιέζουν για πιο ακριβές τιμές ρύπων

Η Επιτροπή παρατηρεί και συμπεραίνει ότι το σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων ρύπων στην ΕΕ δεν είναι αρκετό για να υποστηρίξει τη μετάβαση από τον άνθρακα στο φυσικό αέριο, καλώντας έτσι έμμεσα σε περαιτέρω αυξήσεις στις τιμές δικαιωμάτων ρύπων ούτως ώστε το φυσικό αέριο να καταστεί εκ νέου φθηνότερο καύσιμο για ηλεκτροπαραγωγή. Οπως γίνεται κατανοητό, η υλοποίηση μιας τέτοιας απόφασης θα οδηγήσει σε ακόμα μεγαλύτερη αύξηση των τιμών ηλεκτρισμού και μεγαλύτερη έκθεση στις αρνητικές διακυμάνσεις των διεθνών τιμών φυσικού αερίου.

Ενα ακόμα στοιχείο που δείχνει να ανησυχεί την Επιτροπή είναι η προέλευση του άνθρακα. Οπως σημειώνεται, ο συνολικός όγκος εισαγωγών άνθρακα αυξήθηκε κατά 25% στην ετήσια σύγκριση, κοστίζοντας 1,9 δισ. ευρώ μόνο το τρίτο τρίμηνο.

Το μεγαλύτερο μέρος των εισαγωγών άνθρακα, 69% επί του συνόλου, προήλθαν από τη Ρωσία, που αποτελεί μακράν τον μεγαλύτερο εξαγωγέα άνθρακα στην Ευρώπη, ενισχύοντας έτσι περαιτέρω αυτό που η ΕΕ επιδιώκει εδώ και χρόνια να αποφύγει, δηλαδή την «εξάρτηση από ρωσικές εισαγωγές καυσίμων»...

Πάντως μέχρι σήμερα, όπως επιβεβαιώνουν τα στοιχεία της έκθεσης, η διαδικασία ανόδου των τιμών αναδεικνύει ξανά τις μεγάλες αντιθέσεις και τις ανισότιμες σχέσεις αλληλεξάρτησης στο εσωτερικό της ΕΕ.

Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την ανάλυση του διασυνοριακού εμπορίου ηλεκτρισμού μεταξύ των χωρών της ΕΕ, οι μεγάλοι κερδισμένοι φαίνεται να είναι η περιοχή της Κεντρικής Ευρώπης (Αυστρία, Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Ελβετία), που ενίσχυσε τη θέση της ως καθαρού εξαγωγέα ηλεκτρικής Ενέργειας, ιδίως η Γαλλία, που αύξησε την παραγωγή από τους πυρηνικούς αντιδραστήρες κατά 30%.

Ετσι, οι παραπάνω χώρες, αξιοποιώντας τις πολλαπλές δυνατότητες παραγωγής ηλεκτρισμού (πυρηνικά, φυσικό αέριο, άνθρακας, διαφοροποιημένες ΑΠΕ κ.λπ.), αποτέλεσαν τη βασική πηγή εξαγωγών ηλεκτρισμού προς τις υπόλοιπες περιοχές της ενεργειακής ένωσης, εξάγοντας συνολικά 21 Twh (τεραβατώρες), αύξηση 118% συγκριτικά με το τρίτο τρίμηνο του 2021. Αντίστοιχα, η Νοτιοανατολική Ευρώπη (περιφέρεια όπου ανήκει και η Ελλάδα) κατέγραψε υψηλό έλλειμμα έναντι της ζήτησης, προχωρώντας σε συνολικές εισαγωγές ηλεκτρισμού 2 Twh, αύξηση 29% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2020.

Τέλος, σε σχέση με τις τιμές λιανικής, αξίζει να αναφέρουμε ότι στην Ελλάδα κατά το εξεταζόμενο χρονικό διάστημα οι μεγάλοι βιομηχανικοί καταναλωτές (ετήσια κατανάλωση μεταξύ 70.000 MWh και 150.000 Mwh) πλήρωναν τελική τιμή στους προμηθευτές λιγότερα από 8 λεπτά του ευρώ την κιλοβατώρα (δεν υπολογίζονται σε αυτήν την τιμή τα τέλη που επιστρέφονται στους βιομηχάνους και άλλες κρατικές επιδοτήσεις του ενεργειακού κόστους), τη στιγμή που ένα νοικοκυριό πλήρωνε περίπου 17 λεπτά (16,81) την κιλοβατώρα, δηλαδή υπερδιπλάσια τιμή σε σχέση με τους βιομηχάνους.


Φ. Κ.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ