Πέρα από ορισμένα ενδιαφέροντα στατιστικά στοιχεία, δεν υπήρξε κάποια ιδιαίτερη έκπληξη. Για τα BAFTA τις περισσότερες υποψηφιότητες συγκεντρώνει το «Dune» του Ντενί Βιλνέβ, σε 11 κατηγορίες, ενώ ακολουθούν η «Εξουσία του Σκύλου» της Τζέιν Κάμπιον με 8 υποψηφιότητες και το «Belfast» του Κένεθ Μπράνα με 6. Στα Οσκαρ προηγείται η «Εξουσία του Σκύλου» με 12 υποψηφιότητες, ακολουθεί το «Dune» με 10 και τρίτο έρχεται και πάλι το «Belfast» με 7, ισοψηφώντας με το «West Side Story» του Στίβεν Σπίλμπεργκ. 6 υποψηφιότητες συγκέντρωσε «Η Μέθοδος των Γουίλιαμς» του Ρεϊνάλντο Μάρκους Γκριν, που θα προβληθεί στις ελληνικές αίθουσες αυτόν τον μήνα, ενώ από 4 μοιράζονται «Το Μονοπάτι των Χαμένων Ψυχών» του Γκιγιέρμο ντελ Τόρο, το «Μην Κοιτάτε Πάνω» του Ανταμ ΜακΚέι και το «Drive My Car» του Ριουσούκε Χαμαγκούτσι, που αναμένεται στις ελληνικές αίθουσες στις αρχές Οκτώβρη. Η Ακαδημία θα επιτρέψει και φέτος να διαγωνιστούν ταινίες που βγήκαν απευθείας σε πλατφόρμες, λόγω πανδημίας, καταρρίπτοντας έτσι για δεύτερη φορά στα 94 χρόνια τον αδιαπραγμάτευτο κανόνα της προβολής των υποψήφιων ταινιών απαραίτητα σε κινηματογραφική αίθουσα... Η φετινή απονομή θα βρει για δεύτερη φορά την Τζέιν Κάμπιον υποψήφια για το Οσκαρ Σκηνοθεσίας, και πάλι απέναντι στον Στίβεν Σπίλμπεργκ, που σπάει όλα τα κοντέρ, καθώς είναι υποψήφιος για έκτη δεκαετία στην καριέρα του! Πάντως τόσο στα BAFTA όσο και στα Οσκαρ η κατηγορία που ξεχωρίσαμε ως ενδιαφέρουσα είναι εκείνη των ντοκιμαντέρ, γεγονός που μας φέρνει στα δικά μας, καθώς ανακοινώθηκε ότι το 24ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης θα διεξαχθεί από 10 έως 20 Μάρτη στις αίθουσες της συμπρωτεύουσας. Μάλιστα, το Διεθνές Διαγωνιστικό του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ λειτουργεί και ως «διαβατήριο» για τα Οσκαρ, καθώς η ταινία που θα αποσπάσει τον «Χρυσό Αλέξανδρο» βρίσκει αυτόματα θέση στη λίστα προεπιλογής για το Οσκαρ Καλύτερου Ντοκιμαντέρ.
Λίγα χρόνια μετά το «Εγκλημα στο Οριάν Εξπρές» ο Μπράνα επιστρέφει σε μεταφορά έργου της Κρίστι, συνεργαζόμενος και πάλι με τον Μάικλ Γκριν στο σενάριο και με τον Χάρη Ζαμπαρλούκο στη διεύθυνση φωτογραφίας, τον οποία πρόσφατα είδαμε και στο «Belfast». Στο σενάριο έχουν προστεθεί αρκετοί εμβόλιμοι ρόλοι που δεν υπάρχουν στο μυθιστόρημα και έχει δοθεί μια καινούργια, μοντέρνα ματιά στην υπόθεση. Η παραγωγή είναι πραγματικά εντυπωσιακή, τόσο στα κουστούμια όσο και στα σκηνικά, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις κατασκευές των χώρων, αφού τα γυρίσματα έγιναν στην πλειοψηφία τους μέσα σε στούντιο, αναπαριστώντας πιστά τους αληθινούς χώρους...
Αυτή η επίπλαστη σκηνική τελειότητα, όμως, αφαιρεί δυστυχώς τη μοναδική αίσθηση του φθαρτού και άγριας ομορφιάς τοπίου του Νείλου. Ακόμα και η φωτογραφία είναι τέλεια, σαν ψεύτικη, δεν έχει το παραμικρό ελάττωμα... Η μεγαλύτερη όμως ατέλεια είναι ο πολύς ανεκμετάλλευτος κινηματογραφικός χρόνος που αφήνει η ταινία. Το μυστήριο, η πιθανότητα να είναι ο καθένας ένοχος, μπαίνουν από το δεύτερο μισό και μετά. Με λίγα λόγια, δεν έχει σε καμία περίπτωση την ατμόσφαιρα ούτε του βιβλίου, ούτε της κλασικής πλέον ταινίας...
Η σκηνοθετική προσέγγιση του Νάγκι και η φωτογραφία της ταινίας (Τ. Ντόμπος) είναι πραγματικά επιβλητικές, όπως αξιοπρόσεκτο είναι και το γεγονός ότι παίζουν αποκλειστικά ερασιτέχνες ηθοποιοί.
Τι θέλει όμως να μας πει η ταινία; Μήπως μέσα από την παθητικότητα και την αδιαφορία του στρατιώτη απέναντι στη βία του φασισμού θέλει ενδεχομένως να ταρακουνήσει και τον σημερινό θεατή, στο αν τελικά παίρνει θέση απέναντι στη σύγχρονη βαρβαρότητα που τον περιβάλλει; Δεν γνωρίζουμε. Είναι όλα υποθέσεις. Ο Νάγκι δεν καταφέρνει ουσιαστικά να αναδείξει ούτε αυτήν την πλευρά, διότι σεναριακά δεν δημιουργεί καμία εσωτερική αντιπαράθεση στον ήρωα. Δεν τον δείχνει ούτε στιγμή να νοσταλγεί το σπίτι του, δεν υπάρχει κανένας εσωτερικός μονόλογος που να τον δείχνει, έστω, να θέλει να φύγει από αυτόν τον πόλεμο που δεν είναι δικός του, που να τον κάνει να αναρωτιέται τι γυρεύει έξω από την πατρίδα του. Στη θέση όλων αυτών βρίσκεται μια απέραντη σκυθρωπή σιωπή... Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι ο Νάγκι δεν καταφέρνει να πάρει σαφή θέση. Αραγε μας ενδιαφέρει μια «ίσων αποστάσεων» αφήγηση; Μήπως τελικά συσκοτίζει αντί να φωτίζει τις αιτίες; Ρητορικό το ερώτημα.
Δύο δισεκατομμύρια γήινα χρόνια στο μέλλον, η τελευταία γενιά ανθρώπων βρίσκεται στο χείλος του αφανισμού. Από τον μακρινό, εποικισμένο τους πλανήτη, στέλνουν ένα ύστατο κινηματογραφημένο μήνυμα στους σημερινούς κατοίκους της Γης.
Πρώτη ταινία του - εκλιπόντος πλέον - Ισλανδού συνθέτη κινηματογραφικής μουσικής Γιόχαν Γιοχάνσον, βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας του Ολαφ Στέιπλεντον. Ο Γιοχάνσον επιλέγει να οπτικοποιήσει επιλεγμένα κομμάτια του μυθιστορήματος, κινηματογραφώντας ασπρόμαυρα και αργόσυρτα πτυχές ή και ολόκληρα κάποια από τα υπέροχα spomenik. Πρόκειται για εκατοντάδες μνημεία διάσπαρτα σε όλες τις περιοχές της πρώην Γιουγκοσλαβίας και έχουν τεράστιο ενδιαφέρον, τόσο για την ιδιαίτερη και μοντέρνα αισθητική τους (μινιμαλισμός, αφηρημένος εξπρεσιονισμός κ.λπ.) όσο και για την ιστορία τους, καθώς το καθένα από αυτά στήθηκε για να τιμήσει μάχες και πεσόντες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο Γιοχάνσον επέλεξε να χρησιμοποιήσει αυτά τα μνημεία απογυμνώνοντάς τα από την ιστορική σημασία τους, χρησιμοποιώντας μόνο την αισθητική πλευρά τους. Με αυτόν τον τρόπο αποσυνδέει πλήρως το έργο τέχνης τόσο από το περιεχόμενό του, όσο και από τις ιστορικές συνθήκες στις οποίες δημιουργήθηκε. Τα δείχνει ως ερείπια του ανθρώπινου πολιτισμού, ώστε να ντύσει ένα κατά τα λοιπά ιδεαλιστικό σενάριο που έρχεται από το μέλλον. Η ταινία παρουσιάζεται ως ένα επιβλητικό arthouse, με μετα-αποκαλυπτικό χαρακτήρα, ίδιον της εποχής, και είναι εξόχως κουραστική ακόμα και για τους πιο «σκληρούς» σινεφίλ...