Κυριακή 24 Μάρτη 2002
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 3
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Τραγούδια λεβεντιάς και λευτεριάς

«Ο ατρόμητος Κατσαντώνης» παίζει τον ταμπουρά του. Λεπτομέρεια από τοιχογραφία του Θεόφιλου. Αθήνα, Μουσείο Λαϊκής Τέχνης
«Ο ατρόμητος Κατσαντώνης» παίζει τον ταμπουρά του. Λεπτομέρεια από τοιχογραφία του Θεόφιλου. Αθήνα, Μουσείο Λαϊκής Τέχνης
«Καλώς ανταμωθήκαμε - εμείς οι ντερτιλήδες/ να κλάψουμε τα ντέρτια μας και τα παράπονά μας./ Πάλε καλές αντάμωσες, πάλε ν' ανταμωθούμε, στον Αγιο - Λια, στον πλάτανο, ψηλά στο κρυονέρι, που 'χουν οι κλέφτες σύνοδο και οι καπεταναραίοι...» («Το γλέντι των κλεφτών», τραγούδι της Ρούμελης). Υψηλότατα δείγματα ποιητικής και μουσικής δημιουργίας αποτελούν τα κλέφτικα τραγούδια, τα εμπνευσμένα από τον επαναστατικό αγώνα δημοτικά τραγούδια, που άνθισαν κυρίως τον 18ο αιώνα σε Στερεά Ελλάδα, Θεσσαλία, Ηπειρο και Δυτική Μακεδονία.

Δημιουργημένα σε μια εποχή προετοιμασίας για την απελευθέρωση, επικεντρώνονται στην «εξαιρετική ψυχή του ήρωα» και αποτελούν «το αδρό σχεδίασμα της καινούριας μορφής του Ελληνα» (Γ. Αποστολάκης), αυτής που θα δημιουργήσει το 1821. Βαθιά συγκίνηση θεμελιώνει τη σύλληψη του κλέφτικου τραγουδιού, ενώ η μουσική του χαρακτηρίζεται από ρυθμό εντελώς ελεύθερο. Τα κλέφτικα τραγούδια χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: Σ' εκείνα που αναφέρονται ειδικά σε ένα πρόσωπο (του Ζίδρου, του Στουρνάρη, του Γυφτάκη, κ.ά.) ή σε περιστατικά και σ' εκείνα που μιλούν για τη ζωή των κλεφτών, τις δυσκολίες ή τα καλά της.

Τίποτα άλλο πέρα από τα κλέφτικα τραγούδια, σημειώνει ο Δημήτρης Φωτιάδης στην «Επανάσταση του '21», «δεν μπορεί να μας δώσει την ατμόσφαιρα που ζούσαν, τα συναισθήματά τους, τον πόθο τους για λευτεριά, την αντρίκεια ανάσα τους, τις νοσταλγίες τους, την αγάπη τους στη ζωή, μα και την περιφρόνησή τους στο θάνατο - μ' ένα λόγο τον κόσμο τους. Αυτά τα τραγούδια, που φτιάχτηκαν από ανώνυμους λαϊκούς ποιητές και που τραγουδήθηκαν στα χρόνια της σκλαβιάς, στέκονται μια από τις πολύτιμες κληρονομιές του λαού μας - πηγή που πάντα θα σκύβουμε σ' αυτή για να χορτάσουμε τη δίψα μας για λεβεντιά και λευτεριά». Και όπως επισημαίνει ο Αλέξης Πολίτης, «με τα κλέφτικα αναζωογονήθηκε η ποίηση του Εθνους... Το όραμα της λευτεριάς άστραψε σε μερικούς αρματολούς και κλέφτες από την πάλη τους με τον εχθρό. Ο δημοτικός ποιητής εμβολίασε την ποίηση με το όραμα αυτό. Ευτύχησε έτσι να τονώσει τη λαχτάρα της λευτεριάς που υπήρχε στο λαό, να τη φέρει στην επιφάνεια και να της δώσει μορφή: Ανάσυρε από την ψυχή τη λευτεριά και την έφερε στο στόμα και στ' αυτιά της κοινωνίας του...».

Κατ' εξοχήν λυρικό στη γνησιότερή του μορφή, το κλέφτικο τραγούδι, όπως σημειώνει ο Λίνος Πολίτης στην «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας», εκφράζει «το αδρό και πολεμικό πνεύμα των βουνίσιων κατοίκων της Ηπείρου και της Στερεάς, που ως "κλέφτες" ή "αρματολοί" είχαν κάνει συνήθεια της ζωής τους τ' άρματα»... «Οι τραχείς αυτοί κι εμπειροπόλεμοι βουνίσιοι», που κράτησαν το βάρος του απελευθερωτικού αγώνα, ήταν «αυτοί που τραγουδούσαν και αυτούς που τραγουδούσε το κλέφτικο τραγούδι: Ο Καραϊσκάκης, ο Κολοκοτρώνης, ο Μακρυγιάννης. Ο τελευταίος, κλεισμένος στην Ακρόπολη, θα δώσει έκφραση στη λύπη του, αυτοσχεδιάζοντας ένα κλέφτικο τραγούδι: "Ο ήλιος εβασίλεψε - Ελληνά μου, βασίλεψε -/ και το φεγγάρι εχάθη,/ κι ο καθαρός αυγερινός που πάει κοντά στην πούλια..."».

Οι πιο ξακουστοί «κλέφτες» γίνονταν τραγούδι στα χείλη του λαού. Και πώς άλλωστε, αφού όπως έλεγε ο Κολοκοτρώνης, «το κλέφτης βγήκε από την εξουσία» και το να γίνει κανείς κλέφτης ήταν καύχημα για τον ίδιο και τους δικούς του; Οταν ο τουρκικός κατατρεγμός ή η αδικία των κοτζαμπάσηδων γίνονταν αβάσταχτα, ένα φοβέρισμα απόμενε στους ραγιάδες: «Σηκώνομαι κλέφτης!». Η ζωή τους δύσκολη, τυραννισμένη. «Οι κλέφτες είμαστε ελεύθεροι», λέει στη διήγησή του ο Κολοκοτρώνης, «αλλά τι ζωή, τι άνθρωποι! Βασανισμένοι, αΐσκιωτοι, άγριοι εις τες σπηλιές, τα βουνά, εις τα χιόνια σαν τα θηρία, με τα οποία συζούσαμε».

Οι τρανοί αρματολοί και κλέφτες και οι ξακουστοί ήρωες του Εικοσιένα (Κολοκοτρώνης, Καραϊσκάκης, Ανδρούτσος, Νικηταράς, Μπότσαρης, Διάκος κ.ά.) έχουν δικά τους τραγούδια. Τις μάχες για τη λευτεριά τις ξαναζούμε μέσα σ' αυτά. Τα Δερβενάκια αντικρίζουν το Μανιάκι, το Μεσολόγγι την Αράχοβα... «Φύσα, μαΐστρο δροσερέ κι αέρα του πελάγου/ να πας τα χαιρετίσματα στου Δράμαλη τη μάνα/ Της Ρούμελης οι μπέηδες, του Δράμαλη οι αγάδες/ στο Δερβενάκι κείτονται, στο χώμα ξαπλωμένοι...».

Τα δημοτικά τραγούδια για το νέο Ελληνισμό, γράφει ο Δ. Φωτιάδης, ήταν «ό,τι για τον αρχαίο ελληνικό κόσμο τα ομηρικά έπη». Βγαλμένα από την καρδιά ανώνυμων ποιητών, μίλαγαν με μοναδικό τρόπο στην καρδιά της «ολότητας». «Για τον υπόδουλο λαό, τον αγράμματο, μα μεγαλόψυχο και γενναίο, το δημοτικό τραγούδι είναι το "βιβλίο", το "περιοδικό", το "χρονικό" του καιρού του. Μ' αυτό, με το δικό του τρόπο, "γνωστοποιούσε", όχι μονάχα τα σημαντικά, παρά και τα καθημερινά περιστατικά της ζωής του».


Ρουμπίνη ΣΟΥΛΗ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ