«Μέχρις ότου ξεριζωθεί από τον τόπο μας κάθε ίχνος φασισμού»
Το περασμένο Σαββατοκύριακο, δημοσιεύσαμε το πρώτο μέρος στη μνήμη του πρωτομάρτυρα ΕΠΟΝίτη φοιτητή της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Νίκου Μπαλή. Σήμερα, συνεχίζουμε από εκεί που είχαμε σταματήσει. Από τη μεγάλη παλλαϊκή διαδήλωση, στις 16 Απρίλη 1943, ενάντια στην πολιτική επιστράτευση, η οποία λυσσαλέα χτυπιέται από τους ναζί κατακτητές, που προβαίνουν σε αναρίθμητες συλλήψεις.
Ανατρέχουμε και πάλι στη μαρτυρία του κομμουνιστή ποιητή Γιώργου Καφταντζή, έτσι όπως αποτυπώνεται στο βιβλίο του «Το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης στον καιρό της Κατοχής». Τις επόμενες μέρες, όλη η Θεσσαλονίκη βουίζει από διαμαρτυρίες για την άμεση απελευθέρωση των κρατουμένων:
«Για τη σωτηρία των συλληφθέντων, που κρατούνταν στο ύπαιθρο κάτω από άθλιες συνθήκες και που χαρακτηρίστηκαν όμηροι, συνεπώς κινδύνευαν να εκτελεστούν με το πρώτο σαμποτάζ, άρχισε αμέσως μια πρωτοφανής κινητοποίηση.
»Επιτροπές καθηγητών, γονέων και φοιτητών, οργανώσεις, σωματεία κ.λπ. με παραστάσεις στο Μέρτεν (σ.σ. ο Μαξ Μέρτεν, εγκληματίας πολέμου, επικεφαλής του Συμβουλίου Διοίκησης Πολέμου στη Θεσσαλονίκη), Σιμωνίδη (σ.σ. ο γενικός διοικητής Μακεδονίας, 20.6.1941 - 6.10.1944), Γεννάδιο (σ.σ. ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης), παντού, απαιτούσαν την απελευθέρωσή τους».
Από τους 128 (άλλες πηγές τους ανεβάζουν σε 140) κρατούμενους φοιτητές, στο κολαστήριο του Στρατοπέδου «Παύλος Μελάς», μόνον έναν δεν απολύουν, τον Νίκο Μπαλή. Ο λόγος είναι ερμηνεύσιμος, όπως διαβάζουμε έναν χρόνο μετά τη δολοφονία του, σ' ένα κείμενο μνήμης. Ανυπόγραφο δημοσιεύεται, στο δεκαπενθήμερο περιοδικό «Ο Φοιτητής» της ΕΠΟΝ Πανεπιστημίου του ΑΠΘ (αριθ. 2, 7 Απρίλη 1945): «ΗΡΩΕΣ ΦΟΙΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ» (υπέρτιτλος) - «ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΛΗΣ» (τίτλος):
Ενδιάμεσα μεταφέρεται για ανελέητη ανάκριση στο εφιαλτικό κρατητήριο «510» επί της οδού Ιταλίας 1 (σημερινής 28ης Οκτωβρίου), όπου στεγαζόταν η ομώνυμη μονάδα της Γερμανικής Στρατονομίας. Τον ξαναγύρισαν στο «Παύλος Μελάς» μέχρι την προσωρινή αποφυλάκισή του, στις 6 Σεπτέμβρη 1943.
Δεν θα περάσουν ούτε τέσσερις μήνες, οπότε τον ξαναπιάνουν, στις 2 Γενάρη 1944. «Τα περιστατικά της σύλληψης αυτής συνθέτουν ένα δράμα μεγάλης ατυχίας και μοιραίων συμπτώσεων», αφηγείται και πάλι ο Γ. Καφταντζής.
Και συνεχίζει, περιγράφοντας το πώς πέφτει ξανά στη γερμανική δαγκάνα ο Νίκος Μπαλής: «Οι Γερμανοί έψαχναν στη γειτονιά του για κάτι κλεμμένα λάστιχα αυτοκινήτων. Μα ο Νίκος που δεν ήξερε αυτή τη λεπτομέρεια και είχε όπως πάντα στην τσάντα του προκηρύξεις - γι' αυτό τη λέγαμε κινητή μπαρουταποθήκη - τις έκρυψε πίσω από μία στοίβα ξύλα στην αυλή.
»Τις βρήκαν οι Γερμανοί και το μεγαλόψυχο παλικάρι για να μην πληρώσουν οι σύνοικοι, μαρτύρησε στους Γερμανούς πως αυτός τις έκρυψε». Μετά τη σύλληψή του, οδηγείται στο κολαστήριο «510», όπου κρατείται επί δεκατρείς μέρες, άγρια βασανιζόμενος από τους Γερμανούς στρατονόμους. Ξανά πίσω στο «Παύλος Μελάς» κι από κει τον περιμένει η εκτέλεση την Παρασκευή, στις 3 Μάρτη 1944, στο 4ο χιλιόμετρο του δημόσιου δρόμου, που ενώνει τη Θεσσαλονίκη με το Κιλκίς.
Αποσπασματικά την παραθέτουμε:
«(...) Από τον θάλαμόν μας εκλήθη ο Νικόλαος Μπαλής να πληρώση με το αίμα τον σκληρόν φόρον του κατακτητού. Εδειξε θάρρος απαράμιλλον! Ούτε στιγμήν δεν εδάκρυσε. Ούτε παράπονόν τι διεγράφη στο πρόσωπόν του. Τουναντίον το σταθερόν και γλυκύ μειδίαμά του επλαισίωνε το ήρεμον πρόσωπόν του. Με βήμα σταθερόν... βγήκε, προχώρησε προς τους πεταλάδες και εδέχθη ψύχραιμα να τον δέσουν με χειροπέδας. Οταν έβγαινε από τον θάλαμον μάς αποχαιρέτησεν όλους ομού με την φωνήν ''Αδέλφια αντίο. Αν έφταιξα σε κανέναν ας με συγχωρήση". Εξήντα νέοι κρατούμενοι απετέλεσαν την φοβεράν εκατόμβην.
»(...) Ο δυστυχισμένος ο Μπαλής, μόλις ετοιμάσθηκε έτρεξε και μ' αγκάλιασε και με φίλησε σαν να φιλούσε τον πατέρα του. Αυτός ο κοντός στο σώμα απεδείχθη γιγάντιος γίγας στην ψυχή. Αλησμόνητο παιδί. Αξέχαστος θα μείνης (...)».
«Πατέρα μου μη λυπηθείς για το θάνατό μου. Οποιος ξέρει να ζει, ξέρει και να πεθαίνει. Δεν είμαι ο μόνος που σκοτώνεται για την Ελλάδα και την ανθρωπότητα. Να παρηγορείς τη μητέρα μου και να ξέρεις ότι το μυστικό για το οποίο με βασάνιζαν, το πήρα μαζί μου για τον άλλο κόσμο και σώθηκαν οι σύντροφοί μου. Το σακάκι μου το πράσινο να το φοράς, ώσπου να κουρελιαστεί για να με θυμάσαι και να συνεχίσεις τον αγώνα μας μέχρις ότου ξεριζωθεί από τον τόπο μας κάθε ίχνος φασισμού.
Νίκος».
ΥΓ. Οι τρεις τελευταίες στροφές από το ποίημα «Ο Μαραθώνιος της Ειρήνης», το οποίο έγραψε ο Κύπριος κομμουνιστής ποιητής Τεύκρος Ανθίας (ψευδώνυμο του Ανδρέα Παύλου, 1903 - 1968), στις 28 Απρίλη 1963, ακριβώς έναν μήνα πριν από τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη: «Και να! Στον Τύμβο είναι γιορτή, γιορτή στο Μαραθώνα... / Ενας αϊτός ανέβηκε / κι' από ψηλά κατέβηκε / να πάει στον Παρθενώνα. // Λαμπράκη, εσ' ήσουν ο αϊτός ο Μαραθωνοδρόμος, / κ' η ειρήνη πανηγύρισε / π' ο Μαραθώνας νίκησε / και τώρα ψέλνει ο δρόμος: // Ελλάδα μου μανούλα μου, / Αθήνα αδελφούλα μου, / όσο κυλούν οι αιώνες / οι Παρθενώνες σου θα ζουν / βαθύριζοι και θα νικούν / του κόσμου οι Μαραθώνες».