RIZOSPASTIS |
Ο Αγάπιος Σαχίνης δαμάζει το ξύλο, το μετουσιώνει, το «παντρεύει» με άλλα υλικά, ενθέτει και συνθέτει μοναδικής αισθητικής αντικείμενα. Και μπορεί η μαρκετερί να αφορά στη διακόσμηση επίπλων, η δημιουργική ανησυχία ωστόσο του Αγάπιου Σαχίνη, η αγάπη του για την τεχνική αυτή, τον οδήγησαν στο να διαχωρίσει τον διάκοσμο απ' το έπιπλο, να του δώσει νέα ζωή ως αυτόνομο επιτοίχιο έργο. Τα έργα του, εκτός από τον εξαιρετικό σχεδιασμό, τη μεγάλη ακρίβεια στην εκτέλεση και τον πλούτο των υλικών (ξύλο, χαλκός, ορείχαλκος, φίλντισι κ.λπ.), διακρίνονται και για τη διαρκή προσπάθειά του να δημιουργήσει καινούρια αισθητικά αποτελέσματα.
Στα μέσα του 18ου αιώνα, το μπαρόκ εξελίχθηκε σε ροκοκό, το οποίο πρόσθεσε μεγάλη ποικιλία υλικών στη διακόσμηση των επίπλων, όπως χαλκό, έβενο, φίλντισι, ασήμι, χρυσό, μαργαριτάρια.
Ο Αγάπιος Σαχίνης μπήκε στο επάγγελμα του ξυλουργού για λόγους βιοποριστικούς, ακολουθώντας τα βήματα του πατέρα του. Τις πρώτες του μαρκετερί τις δημιούργησε το 1974, για διακόσμηση επίπλων. Γρήγορα εξοικειώθηκε με τα υλικά του και τις ιδιότητές τους, κατέκτησε την τεχνική της ένθεσης και της συγκόλλησης, «ακόνισε» τη δεξιότητά του στη λεπτοδουλειά, ικανότητα αναντικατάστατη στη μαρκετερί, πειραματίστηκε με νέα υλικά και τελειοποίησε την τεχνική του σχεδιάζοντας πρωτότυπα θέματα σε διάφορους αισθητικούς ρυθμούς ή με συνδυασμούς στοιχείων διαφορετικών ρυθμών. Οχι τυχαία, συνεπώς μέρος της τεχνικής του έχει πατενταριστεί παγκόσμια με το όνομά του.
«Είχα πολύ καλές γνώσεις πώς μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το ξύλο, κι εδώ δουλεύω περίπου 45 διαφορετικά είδη ξύλου, με διαφορετική αισθητική βαρύτητα το καθένα. Τώρα αν μέσα σε όλα αυτά βάλεις χρυσό, βάλεις ασήμι, ορείχαλκο, χαλκό, σιντέφι, αν δεν υπάρχει το μέτρο και η αξιολόγηση ώστε να τα τοποθετήσεις, κινδυνεύεις να μην υπάρξει αποτέλεσμα. Εδώ αρχίζουν να μπαίνουν άλλα ζητήματα, καλή γνώση σχεδίου διότι αυτό που κάνεις σαν μαρκετερί πρέπει πρώτα να το κάνεις ζωγραφικά, μετά να το κάνεις γραμμικό το σχέδιο και μετά να αρχίσεις να κόβεις», μας λέει...
Εκφράζει και σε μας τον ενθουσιασμό του για την εξερεύνηση αυτών των δρόμων: «Μελετώντας τι υπάρχει σε παγκόσμιο επίπεδο, ζητώντας και απαιτώντας απ' τον Αγάπιο αν μπορεί να το πλησιάσει και να το ξεπεράσει... επιμένοντας σε αυτήν την πολυσυλλεκτικότητα που η ιδεολογία μας έχει και στη δημιουργική της προσαρμογή στις ανάγκες, στις συνθήκες, στις απαιτήσεις του κινήματος, ακριβώς αυτό το πράγμα το αξιοποίησα και προσπάθησα να το εφαρμόσω και στην τεχνική του μαρκετερί. Είναι μια τεχνική. Εγώ προσπάθησα να κάνω ένα βήμα πιο μακριά και στη χρησιμοποίηση των υλικών και στη σύνθεση των υλικών. Το κάθε υλικό έχει τη δική του αισθητική βαρύτητα κι εδώ είναι ένα τεράστιο στοίχημα που πολλές νύχτες και μέρες χρειάστηκαν στο να καταφέρω αυτή την αισθητική ισορροπία να την εντάξω σε έναν κοινό βηματισμό ώστε το τελικό αισθητικό αποτέλεσμα να μην αφήνει αδιάφορο τον θεατή αλλά ταυτόχρονα να προσθέτει σ' αυτό που λέμε "εξέλιξη". Σ' αυτήν τη στατικότητα λοιπόν που υπήρχε και ήταν κάπως μονότονη σε ό,τι έχει να κάνει με τη διακόσμηση των επίπλων, προσθέτοντας βέβαια μία μεγαλύτερη αξία, όμως μέχρι εκεί, τόλμησα να σηκώσω πλέον το αντικείμενο στον τοίχο».
Στα υλικά που χρησιμοποιεί ο Αγάπιος Σαχίνης στα έργα του, συμπεριλαμβάνονται η ελληνική καρυδιά, ρίζα καραγάτσι, χαλκός, ορείχαλκος, ανοξείδωτο μέταλλο (inox), φίλντισι, ρίζα λεμονιάς, τριανταφυλλιά, έβενος, ρίζα μαδρόνας, αχλαδιά, σφένδαμος, κερασιά, ρίζα λεύκας, παλίσανδρος, ρίζα ελιάς κ.ά.
Την αφετηρία της πολυκύμαντης πορείας του δεν την ξεχνά. Στο χαγιάτι του ξενώνα του με την εκπληκτική θέα, μας λέει: «Εγώ εργάτης είμαι, δουλεύω σαν καλλιτέχνης... Δεν μπορείς να ξεχωρίσεις την οντότητά σου την ανθρώπινη, τις επιλογές αυτής της οντότητας, με αυτό που κάνεις στην καθημερινότητά σου, είτε είσαι οικοδόμος είτε είσαι πάλι οικοδόμος σε ένα άλλο επίπεδο που έχει να κάνει με τον χρωστήρα, το πινέλο, τη χαρακτική, με τη δουλειά που κάνω εγώ, κατά συνέπεια οικοδομείς κι εσύ. Πράγματα που κάτι λένε, σε άλλους πολλά, σε άλλους λίγα και σε άλλους τίποτα. Δεν μπορώ να τα ξεχωρίσω, γιατί είναι και αντιεπιστημονικό να τα ξεχωρίσεις. Κατά συνέπεια, αυτά που έχετε δει εδώ είναι το απαύγασμα, το επιμύθιο, αν θέλετε, μιας πορείας, προσωπικής, οικογενειακής, συλλογικής, σαν Κόμμα, με τις δυσκολίες της, με τις χαρές, τις λύπες (...) Είναι σαν μπαταρίες που γεμίζουν και την κατάλληλη στιγμή σου δίνουν αυτό που χρειάζεσαι προκειμένου να δημιουργήσεις...».
Ο Αγάπιος Σαχίνης γεννήθηκε την Πρωτομαγιά του 1947 στα προσφυγικά παραπήγματα της Κάτω Τούμπας Θεσσαλονίκης. Τα παιδικά του χρόνια δύσκολα, ο πατέρας του, Δημήτρης, επιπλοποιός στο επάγγελμα, πέρασε μεγάλο χρονικό διάστημα στις φυλακές ως πολιτικός κρατούμενος. Το 1955, λόγω της πολιτικής τοποθέτησης της οικογένειάς του, αναγκάζεται να εγκαταλείψει το ημερήσιο Γυμνάσιο και συνέχισε δουλεύοντας το πρωί και φοιτώντας στο νυχτερινό Γυμνάσιο το βράδυ. Συμμετείχε στο εργατικό και σπουδαστικό κίνημα, ενώ το 1962 εκλέχτηκε πρόεδρος της Συντονιστικής Επιτροπής Μαθητών Νυχτερινών Γυμνασίων. Την 21η Απριλίου 1967 διέφυγε τη σύλληψη, αλλά συνελήφθη μαζί με τον πατέρα του λίγους μήνες μετά, τον Αύγουστο, καταδικάστηκε σε 20 χρόνια φυλάκιση και 10 χρόνια στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων.
Κρατήθηκε για 5 χρόνια κατά σειρά στις φυλακές Θεσσαλονίκης, Αλικαρνασσού, Αίγινας και Αβέρωφ. Απολύθηκε το 1968 αλλά αντί να αφεθεί ελεύθερος οδηγήθηκε στην εξορία, στο Λακκί και το Παρθένι της Λέρου, απ' όπου απολύθηκε το 1972.
«...Στα χρόνια της φυλακής και της εξορίας μού δόθηκε η δυνατότητα να μελετήσω σχέδιο και ζωγραφική, να μελετήσω ιστορία της τέχνης και λογοτεχνία αξιοποιώντας με τον καλύτερο τρόπο τον χρόνο που είχα στη διάθεσή μου, αλλά και τον πλούτο των γνώσεων που είχαν συγκρατούμενοί μου γνωστοί φτασμένοι καλλιτέχνες», έχει πει.
Μας μιλάει για τη δική του «μεγάλη σχολή»: «Φυλακή και εξορία. Εκεί έμαθα χαρακτική, μπατίκ, ζωγραφική, σχέδιο, ήταν και η ηλικία μου, 19 χρόνων, όλα αυτά τα μάζευα, σαν μικρό με πρόσεχαν και οι σύντροφοι. Οταν λοιπόν ξεκίνησα να φτιάχνω αυτά τα πράγματα και την απαίτησή μου να σηκώσω τα θέματα στον αέρα, χρησιμοποίησα την τεχνική του μπατίκ, διότι εσείς βλέπετε το θέμα από μπροστά, όμως εγώ έχω κάνει δουλειά μπατίκ από πίσω, η οποία δεν φαίνεται, φαίνεται μόνο στο αισθητικό αποτέλεσμα και αναρωτιέται ο θεατής, πώς βγήκε αυτό έτσι; Από μπροστά δεν μπορεί να γίνει, είναι αδύνατο. Ομως, έχει δουλειά από πίσω με αυτήν την τεχνική (...) Βλέποντας τα αποτελέσματα αυτών των τεχνικών με συνεπήρε αυτή η ιστορία, είδα ότι μου ανοίγεται ένας άλλος δρόμος για να βγάλω άλλα πράγματα στον αέρα. Και λέω ότι το τραγούδι "Τίποτα δεν πάει χαμένο" έχει βάση. Μεγάλο σχολείο η φυλακή. Πολύ μεγάλο σχολείο, σε πολλά επίπεδα, πέρα απ' το ανθρώπινο, το πώς συνδιαλέγεσαι, το πώς αντιλαμβάνεσαι τη συμπαράσταση στον διπλανό σου, πώς αισθάνεσαι το "μόνος τίποτα, όλοι μαζί πολλά", αλλά ταυτόχρονα και η διάθεση των συντρόφων που είχαν γνώση να μην την κρατήσουν για τον εαυτό τους, να τη μοιραστούν».
Μνημονεύει τον Γ. Φαρσακίδη, τον Καραγιάννη... «Ολοι αυτοί οι σύντροφοι ήταν ένα μωσαϊκό, το οποίο σου έδινε μια άλλη αίσθηση και δυνατότητα και ανάγκη να μάθεις, να κερδίσεις απ' τον καθένα ό,τι μπορείς, ώστε εσύ να μπορέσεις σε αυτά όλα δημιουργικά να βάλεις τον δικό σου χαρακτήρα και να δεις τι καλύτερο μπορείς να κάνεις», μας λέει.