ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ
Από πολύ νωρίς, ήδη από το 1938, οπότε αποφοιτά από το Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, όπου γνωρίζει την αριστερών πεποιθήσεων συμφοιτήτριά του και πρώτη σύζυγό του, Μέρι Σλάτερι, επιλέγει η συγγραφή του να έχει ξεκάθαρους πολιτικούς και κοινωνικούς στόχους.
Δεν συστήνει στο θεατρικό κοινό το κλειστοφοβικό ψυχολογικό θέαμα, το οποίο αυτοκαταστρέφεται από αδιέξοδες ανεπίδοτες κινήσεις επικοινωνίας.
Δεν αναζητά τα σημεία έμπνευσής του σ' ένα εγωιστικό εγώ, το οποίο εστιάζει στον παντοκράτορα οφθαλμό - εαυτό. Ξεριζώνει κάθε είδους φτηνό μελοδραματικό ψυχόδραμα προς υπεράσπιση των ταλανιζόμενων υποκειμένων της Ιστορίας, χτυπημένων από την ανέχεια, την ανεργία, την εξαθλίωση.
Για να θυμηθούμε τον βραχύβιο πρωτοπόρο Γερμανό επαναστάτη επιστήμονα και θεατρικό συγγραφέα Γκέοργκ Μπίχνερ (1813 - 1837), ο Αρθουρ Μίλερ στο γράψιμό του συνδυάζει την πένα και το νυστέρι, σε τέτοιο βαθμό ώστε να αναδεικνύονται, σε βαθμό αποκάλυψης, τα οπισθοδρομικά πεπραγμένα του καπιταλιστικού συστήματος.
«Αυτό που έλειπε», εύστοχα σημειώνει η Κύπρια καθηγήτρια Ελληνικής Φιλολογίας στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση της Κύπρου Μαρία Χαμάλη, «από το σύγχρονό του κοινωνικό θέατρο ήταν η ικανότητά του να ενσωματώνει τον ψυχικό κόσμο του ανεξάρτητου ατόμου στον κοινωνικό. Το κοινωνικό θέατρο της δεκαετίας του 1930 γίνεται κατά βάση διδακτικό ή προπαγανδιστικό, που εντέλει δεν αφορά το σύνολο αλλά την εξαίρεση.
Για τον Miller, κοινωνικό θέατρο στη σύγχρονη εποχή δεν ήταν αυτό που εξέφραζε συγκεκριμένες πολιτικές ιδεολογίες ή έμπαινε σε μετωπική σύγκρουση με την εξουσία, αλλά αυτό που κατόρθωνε να αποδώσει την τραγικότητα του "κοινού", απλού ανθρώπου, εξερευνώντας όχι μόνο τις πράξεις του αλλά και τα κίνητρα της πράξης του.
Μέσα από αυτή την πεποίθηση, κατορθώνει να φτιάξει ένα κοινωνικό θέατρο βαθιά ψυχολογικό, συνδυάζοντας τα δυο στοιχεία που έλειπαν από το κοινωνικό θέατρο της δεκαετίας του 1930 και του 1940» («Αμερικανική δραματουργία και ελληνική σκηνή, 1931 - 1965. Eugene O' Neill. Tennessee Williams. Arthur Miller», εκδόσεις «Σοκόλη», 2021).
«Χρησιμοποιεί σε μεγάλο βαθμό ως κοινωνικό πλαίσιο τη δεκαετία του 1930, γιατί την αντιλαμβάνεται ως μια περίοδο κρίσης πολύ βαθύτερης από οικονομική. Είναι μια περίοδος κρίσης της αμερικανικής ηθικής, μέσα από τη βίαιη διάψευση των εθνικών μύθων και την αποκαρδιωτική αποκάλυψη της υποκρισίας της αμερικανικής κοινωνίας.
Ολες οι παρελθοντολογικές αξίες τίθενται υπό αμφισβήτηση, ακόμη και οι ίδιες οι ανθρώπινες σχέσεις, οι οποίες υποχωρούν υπό την πίεση της επιδίωξης της επιτυχίας. Η διάψευση του αμερικανικού ονείρου θέτει υπό αμφισβήτηση την ίδια την υπόσταση της αμερικανικής κοινωνικής ιδεολογίας.
Επιτίθεται στο καπιταλιστικό σύστημα θεωρώντας ότι υπονομεύει την ταυτότητα του ανεξάρτητου ατόμου, ότι δημιουργεί ψεύτικες ανάγκες και φρούδες ελπίδες και ότι αντικαθιστά τις διαπροσωπικές σχέσεις με οικονομικές».
Τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται το θέατρο, ως όπλο εναντίον της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας και συνηγορία υπέρ του συνηθισμένου ανθρώπου της εργασίας και του μεροκάματου, τον αποτυπώνει ο Αρθουρ Μίλερ στο μικρό θεωρητικό δοκίμιό του «Η τραγωδία και ο συνηθισμένος άνθρωπος» («Tragedy and the Common Man», «New York Times», 27 Φλεβάρη 1949).
Ολόκληρο το αποδίδει στα ελληνικά ο καθηγητής Ιστορίας του Θεάτρου στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Αντώνης Γλυτζουρής και το δημοσιεύει στο περιοδικό «Σκηνή», το περιοδικό του Τμήματος Θεάτρου του ΑΠΘ.
Το τραγικό δικαίωμα είναι μια κατάσταση ζωής, μια κατάσταση στην οποία η ανθρώπινη προσωπικότητα είναι σε θέση να ανθίζει και να συνειδητοποιεί τον εαυτό της (...) Η τραγωδία φωτίζει - και έτσι πρέπει, αφού δείχνει ηρωικά με το δάχτυλο τον εχθρό της ελευθερίας του ανθρώπου. Η ώθηση προς την ελευθερία είναι η ποιότητα που εξυψώνει στην τραγωδία. Η επαναστατική αμφισβήτηση του σταθερού περιβάλλοντος είναι αυτό που τρομάζει. Με κανέναν τρόπο ο συνηθισμένος άνθρωπος δεν αποκλείεται από τέτοιες σκέψεις ή τέτοιες ενέργειες.
Η δυνατότητα της νίκης πρέπει να είναι παρούσα στην τραγωδία (...) Το στοιχείο της θλίψης επιτυγχάνεται όταν ο πρωταγωνιστής είναι, δυνάμει της ανοησίας του, της αναισθησίας του ή του ίδιου του αέρα που αποπνέει, ανίκανος να παλέψει με μια ανώτερη δύναμη. Το πάθος είναι πραγματικά η κατάσταση λειτουργίας του απαισιόδοξου. Αλλά η τραγωδία απαιτεί μια σωστότερη ισορροπία ανάμεσα στο τι είναι δυνατό και τι αδύνατο. Και είναι περίεργο, αν και διδακτικό, ότι τα έργα που θαυμάζουμε, εδώ και αιώνες, είναι οι τραγωδίες. Σε αυτές, και σε αυτές μόνο, έγκειται η πεποίθηση - αισιόδοξη, αν προτιμάτε - για τη δυνατότητα τελειοποίησης του ανθρώπου.
© Jane Hobson 07798 794205 ww |
ΥΓ: XIII Κλαίει ο ουρανός με δάκρυα πυρωμένα / Πέφτουν επί γης κατακαίοντας όρθια / Φυτά λυγίζουν ρίχνονται σε μαρασμό / Με δάκρυα κλαίει ο ουρανός ξενυχτώντας / Τα πεσμένα θρηνολογεί κλαδιά σπαρακτικά / Σηκώνονται χορευτικά ρίχνουν τα φύλλα / Κι αυτά φυλλορροούν καυτά δακρύζοντας