«Οσα έχει γράψει, έχει δείξει ή έχει διδάξει βρίσκονται παραταγμένα την ώρα της σκηνοθεσίας απέναντί σου και προσκαλούν σε διαλεκτική αναμέτρηση»
Η φωτογραφία του χαμογελαστού σκηνοθέτη Σταύρου Ντουφεξή, την οποία «τσιμπήσαμε» από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και δημοσιεύουμε σήμερα, προέρχεται από το Κέντρο Αρχαίου Δράματος - ΔΕΣΜΟΙ, που ίδρυσε η αείμνηστη τραγωδός Ασπασία Παπαθανασίου (1918-2020).
Σ' αυτόν τον χώρο της περιοχής Παγκρατίου, επί της οδού Αρκτίνου 12, κοντά στο Καλλιμάρμαρο, ο μαθητής του Μπέρτολτ Μπρεχτ και της Ελένε Βάιγκελ έβαλε στο παιχνίδι του επικού παραδείγματος τη νεότερη και νεότατη γενιά ηθοποιών.
Ο τότε 62χρονος δάσκαλος, ώριμος κι αποφασισμένος ως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμά του, πάντα λιτός, κρατώντας τον σκελετό του έργου, χωρίς τίποτα το παραπανίσιο, ετοιμάζει τις «Ικέτιδες» του Αισχύλου στο πρωτότυπο, τις οποίες παρουσιάζει το καλοκαίρι του 1994 στην Επίδαυρο.
Ομως, κι αυτό το Σαββατοκύριακο δεν θα σταθούμε στις προσπάθειες αυτού του ταγμένου θεατράνθρωπου αναφορικά με το αρχαίο δράμα. Προέχει να ολοκληρώσουμε, σ' αυτό το δεύτερο μέρος, το αφιέρωμα στο πρώτο ελληνικό ανέβασμα του αντιπολεμικού έργου του Μπέρτολτ Μπρεχτ, «Τα οράματα της Σιμόν Μασάρ».
Καταφεύγουμε στα δημοσιεύματα εκείνης της εποχής, για να δώσουμε την εικόνα των συνθηκών, μέσα στις οποίες ανεβαίνει η πρωτόφαντη παράσταση.
«Η ιστορική συνέπεια στον Μπρεχτ είναι φαινομενικά μικρότερη απ' ό,τι άλλων συγγραφέων. Δεν παύει ωστόσο να είναι συνεπής. Ετσι, η Σιμόν Μασάρ θα μπορούσε να διανύση την ασυνείδητα ιστορική της πορεία σε κάθε αυλή πανδοχείου, σε κάθε χώρα που υπέστη τη γερμανική κατοχή και ακόμα γενικότερα σε κάθε χώρα που υπέστη μια εξωτερική καταπίεση.
Προϊόν της συνεργασίας του Μπρεχτ με τον Φόιχτβανγκερ αποτελούν "Τα οράματα της Σιμόν Μασάρ". Είναι η πρώτη ουσιαστικά συνεργασία του με άλλον συγγραφέα, κατά την οποία (...) υπήρξε και μεγάλη σύγκρουση απόψεων. Κίνητρο για τον Μπρεχτ στην πραγματοποίηση του έργου υπήρξε η καταπληκτική ταχύτητα, με την οποία κατέλαβαν το γαλλικό έδαφος. Ο Μπρεχτ το αποδίδει στο γεγονός ότι οι Γερμανοί βρήκαν την αστική τάξη της Γαλλίας πρόθυμη να συνεργασθή με τον κατακτητή.
Κι αυτό ακριβώς δείχνει το έργο: Μια οικογένεια που έχει ένα πανδοχείο, προσπαθεί κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, να κερδίση την δική της μάχη: να μην χάση, δηλαδή, την επιχείρησή της και να μην καταπατήσουν οι εργάτες τα προνόμιά της. Η Σιμόν Μασάρ, μια από τις πιο τρυφερές φιγούρες του Μπρεχτ, εργάζεται στο βενζινάδικο του πανδοχείου. Η αγωνία για τον αδελφό της, που βρίσκεται στο μέτωπο, και η έλλειψη πατριωτισμού, που παρατηρεί γύρω της, την σπρώχνουν να ταυτισθή με την προσωπικότητα της Ζαν ντ' Αρκ, ενώ παράλληλα την οδηγούν στην αντίσταση.
Η παράσταση (...) δεν είναι μια μουσειακή αναπαράσταση, κάτι που ούτε ο ίδιος ο Μπρεχτ θα το ήθελε. Γνώμονάς μας σ' όλη τη διάρκειά της υπήρξε το αρτίστικο του μπρεχτικού θεάτρου. Ακόμη, είδαμε όλα τα όνειρα του έργου μέσα από την οπτική της Σιμόν Μασάρ κι όλοι να την βοηθήσουμε».
Αν και σύντομο, ωστόσο είναι εξόχως περιεκτικό το σημείωμα του Σταύρου Ντουφεξή στο πρόγραμμα:
«Νομίζω πως για τον σκηνοθέτη, η ώρα της σκηνοθεσίας, και μάλιστα μπρεχτικού έργου, είναι η πιο ακατάλληλη για θεωρητικά κείμενα κι ανακοινώσεις:
1) Γιατί τα έργα του, με την ανοιχτή τους κι "ανολοκλήρωτη" φόρμα παρακινούν και παρασύρουν σε διαρκείς πειραματισμούς κι αναζητήσεις που αν δεν υπήρχε η "καρμανιόλα" της πρεμιέρας, θα συνεχιζόταν για πολύ ακόμα.
2) Οσα έχει γράψει, έχει δείξει ή έχει διδάξει βρίσκονται παραταγμένα την ώρα της σκηνοθεσίας απέναντί σου και προσκαλούν σε διαλεκτική αναμέτρηση.
3) Γιατί όποιος τον πλησίασε σαν δάσκαλο ή σαν άνθρωπο, τον έχει διαρκώς μπροστά του σαν ευλογημένη κατάρα και μετράει πάνω του τις κινήσεις, την ποιητική αληθινότητα της χειρονομίας (gestus), τις εκφράσεις, τους ρυθμούς, την αληθινότητα και την εξίσωση των καταστάσεων, την "προσωρινότητα" των συγκινήσεων, την ευθυβολία της γλώσσας, το μέτρο του σοβαρού και του αστείου, την διδαχή, το ύφος και το ήθος των πάντων.
National Theater of Greece |
Συντελεστές:
Δημήτρης Οικονομίδης (μετάφραση), Σταύρος Ντουφεξής (σκηνοθεσία), Νίκος Πολίτης (σκηνογραφία-ενδυματολογία), Χανς Αϊσλερ (μουσική), Ελλη Νικολαΐδου (μουσική διδασκαλία), Φάνης Χηνάς (Ρομπέρ), Δάνης Κατρανίδης (Μορίς), Κώστας Καστανάς (Ζορζ), Ιάκωβος Ψαρράς (Μπάρμπα Γουσταύος), Ράνια Οικονομίδου (Σιμόν Μασάρ), Δημήτρης Μαλαβέτας (Ανρί Σουπό), Σίμος Τύμβιος (Γάλλος συνταγματάρχης), Σίμων Πάτροκλος (Ενας λοχίας, Ενας αστυνομικός, Γερμανός φρουρός, Ενας αστυφύλακας), Κώστας Σαπουντζιδάκης (Ενας σκαπανέας, Δεύτερος πρόσφυγας, Γερμανός φρουρός), Γιώργος Κάφκας (Ενας σκαπανέας, Ενας αστυνομικός, Γερμανός φρουρός, Ενας λαβαροφόρος), Γιάννης Αργύρης (Φιλίπ Σαβέ), Χρήστος Βαλαβανίδης (Αγγελος, Ενας Γερμανός στρατιώτης), Τζόλλυ Γαρμπή (Κυρία Μασάρ), Σπύρος Παπαφραντζής (Κύριος Μασάρ), Μιχάλης Μαραγκάκης (Ενας πρόσφυγας), Πόπη Παπαδάκη (Γυναίκα με το μωρό), Θεανώ Ιωαννίδου (Κυρία Σουπό), Ασπασία Κράλλη (Υπηρέτρια Τερέζ), Θόδωρος Μορίδης (Ονορέ Φετέν), Ταϋγέτη Μπασούρη (Μία μοναχή), Αρετή Πιτσίκα (Μία μοναχή), Αλέξανδρος Αντωνόπουλος (Εκφωνητής), Θόδωρος Δημήτριεφ (Μεγάλη φωνή).
ΥΓ. Εξι χρόνια μετά την απουσία του αδελφού του Βιτόριο (1929-2018), «έφυγε» από κοντά μας κι ο αδελφός του, Πάολο Ταβιάνι (1929-2024). Οι δυο μαρξιστές σκηνοθέτες μάς άφησαν κληρονομιά κινηματογραφικά έργα, τα οποία αναλύουν και αναδεικνύουν τα δεινά του καπιταλισμού. Σταθμοί στην πορεία τους οι ταινίες «Αλονζανφάν» (1974), «Πατέρας αφέντης» (1977), «Η νύχτα του Σαν Λορέντζο» (1982), «Χάος» (1984).