Παρουσιάστηκε χτες ο νέος μηχανισμός καθορισμού του κατώτατου μισθού που θα εφαρμοστεί από το 2027
Με το νέο νομοθέτημα, η κυβέρνηση επιδιώκει και μετά το 2027, δηλαδή 15 ολόκληρα χρόνια μετά την αντεργατική ΠΥΣ του 2012, ο καθορισμός του κατώτατου μισθού να παραμείνει στα χέρια των αστικών κυβερνήσεων, του κράτους και του κεφαλαίου, αποκλείοντας διά παντός τα συνδικάτα από αυτήν τη διαδικασία και πλέον να διαμορφώνεται υπό τον μανδύα ενός δήθεν ουδέτερου «μαθηματικού τύπου», ενώ στην πράξη θα εξασφαλίζει την απρόσκοπτη κερδοφορία των επιχειρήσεων.
Η θεσμοθέτηση του μαθηματικού τύπου με τον οποίο θα διαμορφώνεται ο εκάστοτε κατώτατος μισθός θα περιλαμβάνεται σε νομοσχέδιο που θα ενσωματώνει και τη σχετική Οδηγία της ΕΕ (2041) για τους δήθεν «επαρκείς κατώτατους μισθούς» και τη δημιουργία «ευνοϊκών συνθηκών για την ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων», όπως ισχυρίζεται η κυβέρνηση. Στην πραγματικότητα πρόκειται για άλλη μια Οδηγία που θωρακίζει την ανταγωνιστικότητα και την κερδοφορία των επιχειρηματικών ομίλων και συνολικά της ΕΕ σε βάρος των εργατικών δικαιωμάτων.
Γι' αυτό και ο πρωθυπουργός Κυρ. Μητσοτάκης έκανε λόγο για «κομβική πρωτοβουλία» και «σημαντική μεταρρύθμιση», προβάλλοντας τον ισχυρισμό πως δήθεν θωρακίζει «το εισόδημα απέναντι σε κάθε απειλή περιορισμού του», ενώ πρόσθεσε πως φροντίζει παράλληλα «και τον έτερο αναγκαίο χώρο της παραγωγής, την επιχειρηματικότητα, την οποία ελαφρύνει από βάρη». Σε αυτό το πλαίσιο, υπενθύμισε πως απάλλαξε τους εργοδότες από ασφαλιστικές εισφορές 4,4 μονάδων που θα φτάσουν τις 6 μονάδες στο τέλος της κυβερνητικής θητείας, χαρίζοντας στις επιχειρήσεις εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ κάθε χρόνο.
Σύμφωνα με τις ανακοινώσεις της υπουργού Εργασίας, Νίκης Κεραμέως, ο λεγόμενος «αυτόματος καθορισμός του κατώτατου μισθού» θα γίνεται από το 2028 με βάση τον πληθωρισμό και την «αύξηση της παραγωγικότητας», κριτήρια που κάθε χρόνο θα καθορίζονται από την ΕΛΣΤΑΤ. Και μόνο η σύνδεση της «αύξησης της παραγωγικότητας» με τα επίπεδα του κατώτατου μισθού σημαίνει ότι αυτός θα διαμορφώνεται με κριτήριο την προσαρμογή του στην εντατικοποίηση της εργασίας και στην ενίσχυση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων, ενώ απουσιάζουν παντελώς τα κριτήρια της κάλυψης των αναγκών των ίδιων των εργαζομένων.
Αλλωστε, η υπουργός δεν έκρυψε ότι το μεγάλο άγχος της κυβέρνησης είναι η περίφημη «προβλεψιμότητα» που πρέπει να έχουν οι επιχειρήσεις όσον αφορά την πορεία των μισθών, δηλαδή τα κέρδη τους.
Επιπλέον, η υπουργός επιβεβαίωσε ότι ο «νέος μηχανισμός» και ο λεγόμενος «μαθηματικός τύπος» είναι ανάλογοι με αυτόν που εφαρμόζεται και στην περίπτωση των συντάξεων. Δηλαδή επιβεβαίωσε πως θα πρόκειται για μισθό πείνας, αφού φτάνει να αναλογιστεί κανείς ότι για το 2025, με κριτήρια τον πληθωρισμό και την αύξηση του ΑΕΠ, οι συντάξεις του 2025 θα δουν την τεράστια «αύξηση» 2,2% έως 2,5%!
Οσο για τον κυβερνητικό ισχυρισμό ότι ο νέος μηχανισμός εξασφαλίζει τη «μη μείωση του κατώτατου μισθού», πρόκειται για άλλη μια καραμπινάτη κοροϊδία, αφού οι εργαζόμενοι δεν ξεχνούν πως το 2012, μέσα σε μια νύχτα, για λογαριασμό του κεφαλαίου, η τότε κυβέρνηση μείωσε τον ισχύοντα κατώτερο μισθό κατά 22% και 32% για τους νέους εργαζόμενους, ενώ κατάργησε και την ΕΓΣΣΕ. Και αυτόν τον κομμένο μισθό κράτησαν σε ισχύ όλες οι κυβερνήσεις που ακολούθησαν (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ) μέχρι τον Φεβρουάριο του 2019. Η ίδια κοροϊδία γίνεται και σε βάρος των δημοσίων υπαλλήλων, αφού η επέκταση του μηχανισμού και στο Δημόσιο δεν απαντά στο βασικό αίτημά τους για επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού που βάναυσα τους αφαιρέθηκαν τα χρόνια των μνημονίων, κάτι που συνεχίζει να εφαρμόζεται μέχρι σήμερα.
Υποκριτικός είναι και ο ισχυρισμός της κυβέρνησης πως η ευρωπαϊκή Οδηγία, που θα ενσωματώσει, δήθεν θα ενισχύσει τις «ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις» και τη σύναψη Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας. Καθώς η σχετική Οδηγία στην καλύτερη περίπτωση παραμένει ένα ευχολόγιο, είναι δομημένη με βασικό κριτήριο την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών μονοπωλίων, ενώ η κυβέρνηση συνεχίζει να απορρίπτει κάθε πρόταση και διεκδίκηση των συνδικάτων για κατάργηση των αντεργατικών νόμων και ειδικά αυτών που επιτρέπουν στους εργοδότες να μην προσέρχονται σε διαπραγματεύσεις για την υπογραφή Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας. Ακόμα, και όταν κάποιες υπογράφονται πολλές φορές δεν κηρύσσονται υποχρεωτικές για το σύνολο του κλάδου. Ετσι, η κάλυψη των εργαζομένων από κάποια Συλλογική Σύμβαση Εργασίας στη χώρα μας δεν ξεπερνά σήμερα το 25% και μπροστά σε αυτήν την κατάσταση η κυβέρνηση της ΝΔ «σφυρίζει αδιάφορη» και προετοιμάζει «κοινωνικούς διαλόγους» και Επιτροπές των κοινωνικών εταίρων!