Και δεν το λέμε εμείς, αλλά κοτζάμ διευθύνων σύμβουλος της «BlackRock» - του μεγαλύτερου επενδυτικού fund παγκοσμίως - L. Fink, ο οποίος σε συνέδριο τον περασμένο Οκτώβρη είπε πως «κουράστηκα να ακούω ότι αυτές είναι οι σημαντικότερες εκλογές της ζωής σας. Η πραγματικότητα είναι πως σε βάθος χρόνου, δεν έχει σημασία», σημειώνοντας ότι «δουλεύουμε και με τις δύο διοικήσεις και έχουμε συζητήσεις και με τους δύο υποψηφίους».
Τέτοια ξεσπάσματα «ειλικρίνειας» δεν σημαίνουν βέβαια ότι δεν υπήρχαν διαφορές ανάμεσα στους δύο και μάλιστα μεγάλες, διαφορές που βγήκαν ορμητικά στην επιφάνεια όλο το προηγούμενο διάστημα εκφράζοντας και τον πολύ βαθύ διχασμό στο εσωτερικό της αστικής τάξης των ΗΠΑ. Αποτυπώνουν όμως το έδαφος, τις «ράγες» πάνω στις οποίες κινείται η διαπάλη αυτή.
Και στην περίπτωση της νέας διακυβέρνησης Τραμπ, αυτές οι «ράγες» δεν είναι άλλες από τη μάχη με την Κίνα για την πρωτοκαθεδρία στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, με ανοιχτά πολεμικά μέτωπα σε όλο τον κόσμο και το ενδεχόμενο μιας νέας διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης να είναι ορατό. Αυτά, λοιπόν, και καθόρισαν την εκλογή Τραμπ και θα δώσουν τον «τόνο» της διακυβέρνησής του.Ορισμένα από αυτά τα στοιχεία και τις εκτιμήσεις των αστικών επιτελείων καταγράφουμε παρακάτω.
Σε ό,τι αφορά την οικονομία, ο «ελέφαντας στο δωμάτιο» δεν είναι άλλος από μια ακόμα κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου η οποία καραδοκεί. Τα «προειδοποιητικά καμπανάκια» είναι παραπάνω από πολλά, από την κατάρρευση μιας σειράς αμερικανικών τραπεζών την άνοιξη του 2023, μέχρι τη «μαύρη Δευτέρα» του αμερικανικού (και όχι μόνο) χρηματιστηρίου τον περασμένο Ιούλη.
Είναι τα κεφάλαια που δεν βρίσκουν κερδοφόρες διεξόδους αυτά που οδηγούν ολοταχώς σε μια ακόμη καπιταλιστική κρίση, ενώ ενδεικτικές είναι και οι εκτιμήσεις και τα όσα καταγράφει σε πρόσφατη έκθεσή της η «Delloite» (βλέπε και πίνακα 1), όπως π.χ.:
Οσο για τις διακηρύξεις Τραμπ περί του «μεγαλύτερου προγράμματος απελάσεων μεταναστών στην ιστορία», αποτελούν στην πραγματικότητα «σύμπτωμα» και πολιτική «διαχείρισης» του «πλεονάζοντος» για το κεφάλαιο εργατικού δυναμικού. Αναποδογυρίζοντας μάλιστα την αιτία και το αποτέλεσμα το Ινστιτούτο Πίτερσον υπολογίζει ότι απέλαση 1,3 εκατ. εργατών θα σήμαινε συρρίκνωση της καπιταλιστικής οικονομίας των ΗΠΑ κατά 2,1% οδηγώντας την στην ύφεση.
Αυτά, κι ενώ η άγρια εκμετάλλευση, η εντατικοποίηση, οι μισθοί πείνας χτυπάνε ήδη «ταβάνι» προκαλώντας σε πολλές περιπτώσεις, όπως π.χ. του μονοπωλίου της «Amazon», την αντίδραση των εργαζομένων που οργανώνονται και παλεύουν.
Εξάλλου, μια ματιά στην «ψαλίδα» που συνεχώς ανοίγει ανάμεσα στην εκτόξευση της παραγωγικότητας και τους καθηλωμένους μισθούς (βλέπε γράφημα 1), δείχνει την προδιαγεγραμμένη πορεία αλλά ξεγυμνώνει και τους μύθους που διακινούν και εδώ τα αστικά κόμματα περί «δίκαιης καπιταλιστικής ανάπτυξης» και περί μισθών που τάχα θα ανεβαίνουν παράλληλα με την παραγωγικότητα, όπως νομοθετεί τώρα η κυβέρνηση της ΝΔ ενσωματώνοντας και τη σχετική ευρωενωσιακή Οδηγία.Την ίδια ώρα, παρά τα όσα έλεγαν οι αστοί οικονομολόγοι προεκλογικά περί της «κατανάλωσης που παρά τον πληθωρισμό αντέχει στις ΗΠΑ» και «αποτελεί ένα από τα βασικά συστατικά που τροφοδοτεί τις αντοχές της οικονομίας της» (με την αξιοποίηση τα περασμένα χρόνια και των σχετικών «επεκτατικών» πακέτων που έπεσαν από τη διακυβέρνηση των Δημοκρατικών για να στηρίξουν τον τζίρο των επιχειρηματικών ομίλων), δεν κρύβεται με τίποτα η συνεχής υποχώρηση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων, με την εκτόξευση του κόστους ζωής που ροκανίζει παραπέρα το πραγματικό λαϊκό εισόδημα, με όλες διαδοχικά τις κυβερνήσεις, Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων.
Σε βάθος χρόνου δύο δεκαετιών στις ΗΠΑ:
Κάπως έτσι η ταξική «ψαλίδα» συνεχώς ανοίγει στις ΗΠΑ, όπου, σύμφωνα με τα στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας, το 50% των πιο φτωχών Αμερικανών «κατέχει» πλέον το... 2,6% του πλούτου της χώρας, την ώρα που το 10% των πιο πλούσιων κατέχει πάνω από το 67%, το 1% των πλουσιότερων περισσότερο από το 30% και το 0,1% των πλουσιότερων το 14%.
«Ενα το κρατούμενο», λοιπόν, είναι ότι τα επόμενα χρόνια έρχεται ακόμη μεγαλύτερη, ολομέτωπη επίθεση στην εργατική τάξη, που με νέες θυσίες θα κληθεί να πληρώσει τον «νυν υπέρ πάντων» αγώνα της αστικής τάξης, τη μάχη με την Κίνα για την πρωτοκαθεδρία στο ιμπεριαλιστικό σύστημα.
Το «δεύτερο κρατούμενο» αφορά την προσπάθεια να βρουν αλλού διεξόδους τα συσσωρευμένα κεφάλαια που προκαλούν «ασφυξία» στην καπιταλιστική οικονομία.
Ποια είναι τα δεδομένα;
Με αυτά τα δεδομένα και με «προμετωπίδα» την «ενεργειακή επάρκεια», την «αυτάρκεια» και τη «μείωση του πληθωρισμού», η νέα προεδρία Τραμπ δηλώνει ότι θα δώσει εν μέρει προτεραιότητα σε ανταγωνιστικά συμφέροντα, όπως αυτά των ορυκτών καυσίμων, αξιοποιώντας ως μοχλούς τον επαναπροσανατολισμό των κρατικών κονδυλίων όπως και νέες τεράστιες φοροαπαλλαγές και λοιπά προνόμια στους επιχειρηματικούς ομίλους σε συνέχεια των όσων νομοθέτησε στην πρώτη του θητεία (και «εμπλούτισε» η προεδρία Μπάιντεν όπως π.χ. με την επιδότηση του ενεργειακού κόστους τους).
Την ίδια ώρα, η πορεία φθοράς, η απώλεια «θέσεων» και η αμφισβήτηση της πρωτοκαθεδρίας των ΗΠΑ στο ιμπεριαλιστικό σύστημα αποτυπώνονται και σε μια σειρά από άλλα οικονομικά στοιχεία, όπως, π.χ.:
Σημειωτέον, τα παραπάνω δείχνουν και από μια ακόμη άποψη ότι καμία μορφή διαχείρισης δεν μπορεί να λύσει τις ίδιες τις εγγενείς αντιφάσεις στο καπιταλιστικό σύστημα: Ολα τα «γιατροσόφια» της αστικής διαχείρισης που επιστρατεύτηκαν για να αντιμετωπίσουν τόσο την κρίση του 2009, όσο και την πανδημία, απλά «έμπλεξαν κι άλλο το κουβάρι», μεγεθύνοντας το πρόβλημα. Οπως έλεγε πρόσφατα και ο πρώην συνεργάτης του Σόρος και νυν πρόεδρος της «Beeland Interests Inc», J. Rogers, η ιστορία δείχνει ότι πλησιάζουμε σε μια ύφεση, «αλλά δεν ξέρω πότε. Ξέρω ότι θα υπάρξει ξανά ύφεση και ξέρω ότι θα είναι εξαιρετικά άσχημη», εκτιμώντας ότι «η ύφεση έχει καθυστερήσει και αυτό θα δημιουργήσει περισσότερα οικονομικά προβλήματα».
Στην πραγματικότητα, όλα τα παραπάνω αποτυπώνουν ότι (και) η αμερικανική οικονομία χρειάζεται κάτι πιο «δραστικό» για να αντιμετωπίσει το τεράστιο πρόβλημα που βρίσκεται στο DNA του συστήματός τους και αυτό δεν είναι άλλο από την αποφασιστικότερη στροφή στην πολεμική οικονομία, σε συνθήκες που τον τόνο δίνει η «εφ' όλης της ύλης» αντιπαράθεση με το ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο.
Οπως χαρακτηριστικά δήλωνε ο επικεφαλής της JPMorgan Chase & Co., Τζέιμι Ντάιμον, στην ετήσια εκδήλωση του Διεθνούς Χρηματοοικονομικού Ινστιτούτου (IIF) στην Ουάσιγκτον πρόσφατα, οι οικονομικές προοπτικές «έχουν μηδαμινή σημασία σε σύγκριση με τη γεωπολιτική κατάσταση που αντιμετωπίζουμε», λέγοντας ότι οι εχθροί των ΗΠΑ «μιλούν ξεκάθαρα για τη διάλυση του συστήματος» και τονίζοντας πως «ο Γ' Παγκόσμιος Πόλεμος έχει ήδη ξεκινήσει. Ηδη, διεξάγονται μάχες σε πολλές χώρες»!
Αλλωστε, παρά τα παραμύθια περί... φιλειρηνικού Τραμπ, το ίδιο το πρόγραμμά του προβλέπει την «εκτόξευση» των στρατιωτικών δαπανών, ενώ και μόνο η πείρα της πρώτης θητείας του με την εκτόξευση των δαπανών αυτών (βλέπε και γράφημα 3), την ίδια ώρα μάλιστα που προχωρούσε η «αναδιάταξη» των στρατιωτικών δυνάμεων των ΗΠΑ (π.χ. απόσυρση από Αφγανιστάν) ώστε αυτές να εστιάσουν στην Κίνα, μιλάει από μόνη της.
Πολύ περισσότερο που η πολεμική οικονομία δεν αφορά αποκλειστικά τις πολεμικές δαπάνες, αλλά συνολικά τον προσανατολισμό της οικονομικής πολιτικής στο βασικό ζητούμενο, που με σαφήνεια περιγράφεται στο πρόγραμμα της προεδρίας Τραμπ:
«Μακράν ο σημαντικότερος κίνδυνος για την ασφάλεια, τις ελευθερίες και την ευημερία των Αμερικανών είναι η Κίνα. Η Κίνα είναι από κάθε άποψη το πιο ισχυρό κράτος στον κόσμο, εκτός από τις ίδιες τις Ηνωμένες Πολιτείες. Προφανώς φιλοδοξεί να κυριαρχήσει στην Ασία και στη συνέχεια, από αυτή τη θέση, να γίνει παγκόσμια κυρίαρχη. Εάν το Πεκίνο μπορούσε να επιτύχει αυτόν τον στόχο, θα μπορούσε να υπονομεύσει δραματικά τα βασικά συμφέροντα της Αμερικής, μεταξύ άλλων με τον περιορισμό της πρόσβασης των ΗΠΑ στην πιο σημαντική αγορά του κόσμου. Η αποτροπή αυτού του γεγονότος πρέπει να είναι η κορυφαία προτεραιότητα της αμερικανικής εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής».
Με βάση, λοιπόν, αυτήν την (κοινή για όλες τις πτέρυγες των ΗΠΑ) εκτίμηση, η προεδρία Τραμπ προαναγγέλλει τόσο την προσπάθεια να μπει «σφήνα» στην προσπάθεια διαμόρφωσης του ευρασιατικού στρατοπέδου, ιδιαίτερα στις σχέσεις Ρωσίας - Κίνας, και την επικέντρωση του «στόχαστρου» στην Κίνα, με στρατιωτικά αλλά και οικονομικά μέτρα, αφού, όπως έγραφε και η «Deloitte», «οι γεωπολιτικές συγκρούσεις δεν διεξάγονται μόνο με όπλα - η εμπορική πολιτική αποτελεί όλο και περισσότερο πεδίο ανταγωνισμού».
Στοιχεία αυτού του παζλ - επί της ουσίας της πολεμικής προετοιμασίας - είναι:
Το βασικό βέβαια ζητούμενο είναι άλλο, και περιγράφεται κι αυτό γλαφυρά στο προαναφερόμενο «project2025» των «δεξαμενών σκέψης» που πρόσκεινται στον Τραμπ: «Η τεχνολογία είναι ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση της πρωτοκαθεδρίας μας στον πόλεμο, αλλά πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί απέναντι στο τραγούδι των Σειρήνων ότι η τεχνολογία από μόνη της μπορεί να μας προστατεύσει (...) Επειδή ο πόλεμος θα συνεχίσει να είναι η πιο αγχωτική και επιδραστική ανθρώπινη προσπάθεια, τα πιο ισχυρά οπλικά συστήματα θα παραμείνουν τα έξι εκατοστά μεταξύ των αυτιών των πολιτών μας και της δύναμης της καρδιάς τους και του περιεχομένου της ψυχής τους». Αυτήν ακριβώς την «ψυχή» των λαών που όλα τα ιμπεριαλιστικά κέντρα προσπαθούν να στρατεύσουν στον πόλεμο για τα συμφέροντά τους.