Παρέμβαση στην ακρόαση φορέων από την Ομοσπονδία Οικοδόμων Ελλάδας
Eurokinissi |
Χθες ήταν η μέρα της ακρόασης φορέων στην αρμόδια Επιτροπή, με τον Γιάννη Τασιούλα, πρόεδρο της Ομοσπονδίας Οικοδόμων, να αναδεικνύει την πραγματική στόχευση του νομοσχεδίου, που είναι να διατηρεί μόνιμα σε χαμηλά επίπεδα όλους τους μισθούς.
Ανέδειξε ότι το νομοσχέδιο νομιμοποιεί την αθλιότητα της κατάργησης των διαπραγματεύσεων για την υπογραφή ΣΣΕ. Και υπενθύμισε ότι από το 2012, όταν «σε μια νύχτα μειώθηκε ο κατώτατος μισθός από 22% έως 32% με την ΠΥΣ, έγιναν διάφορες παρεμβάσεις όλων των κυβερνήσεων, πάντα στο όνομα της "προστασίας" των εργαζομένων και των μισθών τους, με πιο χαρακτηριστικό τον νόμο Βρούτση - Αχτσιόγλου, με βάση τον οποίο ο εκάστοτε υπουργός Εργασίας καθορίζει τον κατώτατο μισθό».
Αυτή η «προστασία» οδήγησε «σήμερα ο κατώτατος μισθός να είναι λίγο πάνω από τα επίπεδα του 2012, ενώ το κόστος ζωής έχει φτάσει στα ύψη και ο πραγματικός μέσος μισθός είναι μειωμένος κατά 14,81% σε σχέση με το 2011», ανέφερε, και πρόσθεσε:
«Φτάνει πια με την "προστασία" των κυβερνήσεων. Εχουμε καταλάβει πια όλοι τα αποτελέσματά της.
Ο μηχανισμός που ενσωματώνεται τώρα για τον κατώτατο μισθό είναι ένας μόνιμος "κόφτης", αναβαθμίζει τις προηγούμενες αντεργατικές παρεμβάσεις, με στόχο να κρατηθεί ο κατώτατος μισθός στα ελάχιστα και να συμπιεστούν όλοι οι μισθοί προς τα κάτω».
«Το ερώτημα είναι "ποιος ωφελείται;" Πάντως όχι οι εργαζόμενοι», υπογράμμισε ο Γ. Τασιούλας και συνέχισε:
«Οι εργαζόμενοι διεκδικούν άλλα από αυτά που νομοθετούνται στο όνομα της "προστασίας" τους. Διεκδικούν να επανέλθουν οι ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις, που δεν υπάρχουν σήμερα, να επανέλθουν η ευνοϊκότερη Σύμβαση, που δεν υπάρχει, η υποχρεωτικότητα και η επέκταση των ΣΣΕ που υπογράφονται και που αρνούνται από το υπουργείο Εργασίας να τις επικυρώσουν, με συνέπεια οι επιχειρηματίες να πληρώνουν τα ελάχιστα». Εφερε μάλιστα ως χαρακτηριστικό παράδειγμα τη Σύμβαση που έχει υπογράψει η Ομοσπονδία Οικοδόμων με το σύνολο των εργοδοτικών οργανώσεων, η οποία από το 2022 μέχρι και σήμερα δεν κηρύσσεται ως γενικώς υποχρεωτική και δεν επεκτείνεται.
Επομένως, «ποιος ωφελείται που δεν υπάρχουν όλα αυτά; Ποιος προστατεύεται; Οχι οι εργαζόμενοι, αλλά οι εργοδότες!».
Τόνισε ακόμα ότι η αναβάθμιση σε μόνιμο «κόφτη» της διαδικασίας του κατώτατου μισθού είναι στην ουσία χτύπημα σε ό,τι έχει απομείνει σε αυτό που ονομάζεται Εργατικό Δίκαιο και στη βασική υποτίθεται αποστολή του Εργατικού Δικαίου, που είναι η προστασία του αδύναμου, δηλαδή του εργαζόμενου. «Η κυβέρνηση η σημερινή και οι προηγούμενες παρεμβαίνουν για να προστατεύουν τον ισχυρό και την κερδοφορία του, και όχι τους εργαζόμενους», σημείωσε και έφερε ένα πολύ διαφωτιστικό παράδειγμα για το πώς η ευνοϊκότερη ρύθμιση εφαρμόζεται μόνο όταν συμφέρει τους ομίλους.
«Για τον κατώτατο μισθό παρεμβαίνετε με προσπάθεια συγκεκριμένη για να κρατηθεί σε χαμηλά επίπεδα, να μην μπορούν οι εργαζόμενοι να τύχουν ακόμα και της ευνοϊκότερης ρύθμισης, της κλαδικής τους Σύμβασης. Ομως στους επιχειρηματίες, π.χ. της Ενέργειας, η κυβέρνηση το αντιμετωπίζει διαφορετικά: Εκεί λ.χ. η τελική τιμή του ρεύματος που έρχεται στον λογαριασμό της ΔΕΗ καθορίζεται με βάση την υψηλότερη τιμή παραγωγής ανάμεσα στους διαφορετικούς παραγωγούς, χρησιμοποιείται δηλαδή η ανώτερη τιμή. Η αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης έχει ισχύ για τους εργοδότες, για τους εργαζόμενους όμως όχι».
Απαντώντας μάλιστα στον ισχυρισμό της κυβέρνησης ότι «δεν θα μειωθούν οι μισθοί», θύμισε ότι «το 2012 δεν είναι πολύ μακρινό. Οπότε, γνωρίζουμε από πρώτο χέρι ότι μπορούν να μειωθούν οι μισθοί, αφού υπάρχουν και οι εξαιρέσεις μέσα στο νομοσχέδιο που δεν επιτρέπουν τις αυξήσεις, και ξέρουμε ότι σε μια αντίστοιχη περίπτωση κρίσης θα συμβεί αυτό που είχε συμβεί και το 2012. Αλλωστε, οι εργαζόμενοι τη Σύμβαση δεν τη χρειάζονται μόνο όταν έχει ανάπτυξη και κερδοφορία οι επιχειρήσεις. Τη χρειάζονται για να καλύψουν βασικές ανάγκες και στην κρίση».
«Κατά συνέπεια, το νομοσχέδιο πρέπει να αποσυρθεί», συνέχισε, μεταφέροντας το αίτημα των συνδικάτων, και κατέληξε:
«Η προστασία των εργαζομένων, του κατώτατου μισθού και των κλαδικών Συμβάσεων περνάει μέσα από την επαναφορά των ελεύθερων κλαδικών συλλογικών διαπραγματεύσεων. Περνάει μέσα από την επαναφορά των παραπάνω προβλέψεων για τις ΣΣΕ, όπως και των τριετιών, που έχουν διαγραφεί, λες και έχει διαγραφεί ένα κομμάτι της ζωής μας από το 2012 μέχρι το 2023, την επαναφορά της μετενέργειας, τη δυνατότητα μονομερούς προσφυγής στον ΟΜΕΔ. Αυτά ζητούν οι εργαζόμενοι και τα συνδικάτα τους».