Ταυτόχρονα, παίζει ΠΑΟΚ - ΑΕΚ στην Τούμπα, ντέρμπι τίτλου, αν δεν χάσουμε παίρνουμε το πρωτάθλημα.
Είναι απ' τις λίγες φορές που σκέφτομαι να προφασιστώ ασθένεια και να κάτσω σπίτι να δω το ματς. Αν δεν ήταν ο ακαταμάχητος συνδυασμός ΚΚΕ - Μικρούτσικου, μπορεί και να έμπαινα σε πειρασμό.
Στην πρόβα ήχου όλο με πειράζει.
«Ρε ΑΕΚάκι, κοίτα μη φαλτσάρεις το βράδυ, εδώ θέλω να 'χεις το νου σου, ε;».
Και δωσ' του να πνίγεται στα γέλια.
Ξεκινάει η εκδήλωση. Ο Κουτσούμπας διαβάζει ένα συγκλονιστικό κείμενο για το έργο του Θάνου, πολιτικά άψογο αλλά και εκπληκτικά μουσικά τεκμηριωμένο.
(Επίσης, δεν έχω σήμα και δεν ξέρω πόσο είναι το σκορ).
Ο Θάνος κάποια στιγμή λυγίζει. Στέκεται στην άκρη της σκηνής συγκινημένος κι όταν τελειώνει ο Δημήτρης, γυρνάει και έχει τα μάτια μουσκεμένα.
Δεν τον ξαναείδα ποτέ να κλαίει με λυγμούς.
«Μαλάκα, κατάλαβες γιατί εδώ είναι το σπίτι μας;», μου λέει και πέφτει στην αγκαλιά μου.
Αυτή την εικόνα δεν θα την ξεχάσω ποτέ.
Σαλτάρουμε στη σκηνή και τραγουδάμε σαν να μην υπάρχει αύριο.
Στο φινάλε, αποθεώνεται.
Κατεβαίνει κάθιδρος και περιχαρής και με ρωτάει:
«Πόσο ήρθε;».
«Ποιο;».
«Το ματς ρε!».
Στον λόγο μου, με είχε συνεπάρει η συναυλία και το είχα ξεχάσει.
Εκείνος όχι. Κι άμα σ' αγαπούσε ο Θάνος, ήταν οριστικό: Σε νοιαζόταν διαρκώς - ακόμα και τις πιο απίθανες στιγμές.
Εκείνο το παράξενο βράδυ, νικήσαμε και οι δυο.
Κι από τότε που έφυγε, όταν νικάω, νικάω και για τους δυο μας.