Βαθιά στην καρδιά της νορβηγικής εξοχής, στη γραφική κοιλάδα του Ολντεντάλεν (Oldedalen), οι κύκλοι χρόνου, ζωής και φύσης μπλέκονται αξεδιάλυτα. Κατά τη διάρκεια ενός ολόκληρου έτους η σκηνοθέτρια ακολουθεί τον 85χρονο πατέρα της καθώς εκείνος διασχίζει, ίσως για τελευταία φορά, τα μονοπάτια που χαράχτηκαν από γενιές και γενιές των προγόνων του. Ενα ταξίδι οικογενειακής μνήμης και παράλληλα μια ωδή στη μεγαλειώδη ομορφιά της φύσης, η οποία πρέπει να προστατευτεί με κάθε τρόπο.
Εκπληκτικής ομορφιάς περιβαλλοντικό ντοκιμαντέρ γυρισμένο στην κοιλάδα Ολντεντάλεν, στο βόρειο μέρος της Νορβηγίας, που εκτείνεται σε μήκος 20 χιλιομέτρων, περιστοιχίζεται από παγετώνες και φιόρδ και περιλαμβάνει, εκτός από δυσθεώρητα βουνά, τη λίμνη Oldevatnet, που εκβάλλει στον ποταμό Oldeelva. Η κοιλάδα μοιάζει απόκοσμη, με παρθένα φύση, γεγονός που δείχνει ότι ο άνθρωπος τη σεβάστηκε, αν και προσφέρεται για φυσιολατρικό τουρισμό, όπως διαβάσαμε μετά τη θέαση του ντοκιμαντέρ. Η ταινία είναι παραγωγής των Βιμ Βέντερς και Λιβ Ούλμαν και την υπέροχη μουσική εκτέλεσε η Συμφωνική Ορχήστρα του Λονδίνου. Ομως, αξίζει να παρατηρήσουμε ότι οι ήχοι της φύσης είναι ανώτεροι της μουσικής που ακούμε. Η σκηνοθέτρια αφιερώνει την ταινία στον τόπο όπου γεννήθηκε και στους γονείς της. Είναι στα αλήθεια ένα πολύ προσωπικό ταξίδι στον τόπο και στην οικογένειά της, αφού ακολουθεί τον πατέρα της στα δύσβατα μονοπάτια όπου μεγάλωσε. Είναι, θα λέγαμε, ένας ύμνος στην αγάπη, στις γενιές που φεύγουν, στη φύση που μένει αναλλοίωτη και αγέρωχη να μας διηγηθεί την ιστορία της στους αιώνες. Αυτό που απουσιάζει ολοκληρωτικά από το ντοκιμαντέρ είναι οι κοινωνικές προεκτάσεις, η ιστορία του τόπου μέσα από την Ιστορία της χώρας. Κανένα τοπίο, όσο όμορφο κι αν είναι, δεν είναι ξεκομμένο από την Ιστορία του λαού του.
Οταν μια μεγάλη πλημμύρα καταστρέφει το σπίτι της Γάτας, εκείνη βρίσκει καταφύγιο σε ένα σκάφος που κατοικείται από διάφορα ζώα, με τα οποία θα πρέπει να συνεργαστεί, παρά τις διαφορές τους. Με την κιβωτό τους, που πλέει μέσα σε μυστηριώδη πλημμυρισμένα τοπία, αντιμετωπίζουν τις προκλήσεις και τους κινδύνους της προσαρμογής σε αυτόν τον καινούργιο, υδάτινο κόσμο.
Το «Flow» είναι μια οικολογική αλληγορία για τον άνθρωπο και τη φύση. Η φύση, αιώνια, διαχειρίζεται μόνη της τις καταστροφές και την αναγέννησή της, ποια ζώα θα συνεχίσουν και ποια θα περάσουν στη λήθη, ποια θα αναπτύξουν πρόσθετες ικανότητες και ποια θα χαθούν για πάντα. Πρόκειται για ένα ταξίδι επιβίωσης των ειδών σε μια μεγάλη καταιγίδα. Ο άνθρωπος απουσιάζει ολοκληρωτικά από την ταινία. Η κοιλάδα πλημμυρίζει, το ανθρώπινο στοιχείο υπάρχει μόνο σε υλικά στοιχεία, βάρκες, κανάτια, χτίσματα και αγάλματα που θάβονται κάτω από το νερό. Είναι λες και η Γη έχει εγκαταλειφθεί οριστικά από τον άνθρωπο. Μοιάζει λες και μας ξεναγεί στα ερείπια ενός αρχαίου πολιτισμού. Αυτό το γατάκι, που μαθαίνει να μη φοβάται το νερό, ταξιδεύει με μια παρέα ζώων κατά μήκος ενός ποταμού και αναγκαστικά όχι μόνο μαθαίνει να επιβιώνει, αλλά διδάσκει και τους γύρω του αλληλεγγύη και αγάπη. Ολα τα ζωάκια, όσο διαφορετικά κι αν είναι, δεν πειράζουν το ένα το άλλο μέσα στη βάρκα, ίσως γιατί αυτό που τα απειλεί είναι πολύ μεγαλύτερο από την πείνα. Το «Flow» ρέει σαν νεράκι, χωρίς λόγια, με τους ήχους της φύσης σε ταξιδεύει κάπου πολύ μακριά στον χρόνο, κι όμως μοιάζει τόσο σημερινό, σαν παραβολή για τον σύγχρονο κόσμο που καταρρέει και μόνο η ομαδικότητα μπορεί να μας κάνει να επιβιώσουμε. Το σχέδιό του στα ζώα είναι συχνά ατελές, όμως όλη η περιγραφή της φύσης αγγίζει την τελειότητα. Μήπως ήθελε να δείξει ότι ο καθένας μόνος του είναι ατελής; Βλέπεται από όλες τις ηλικίες, λίγο πιο δύσκολα από τις μικρότερες, λόγω της διάρκειάς του. Το Σαββατοκύριακο πριν την προβολή της ταινίας θα παρουσιάζεται το εξαιρετικό animation μικρού μήκους «Ανοιχτά Φτερά», σε σενάριο και σκηνοθεσία των Ταξιάρχη Δεληγιάννη και Βασίλη Τσιουβάρα, μια εκπληκτική ιστορία ενός μικρού σπίνου που αναγκάζεται να αφήσει την πατρίδα του, η οποία είναι σε εμπόλεμη κατάσταση, και μεταναστεύει σε μια ξένη χώρα... Μια δουλειά με ευαισθησία, ανθρωπιά και συγκίνηση, που είδαμε στο πρόσφατο Φεστιβάλ Ολυμπίας.
Η Νίνα είναι μαιευτήρας σε κλινική της ανατολικής Γεωργίας και βρίσκεται αντιμέτωπη με την κατηγορία του ιατρικού λάθους, μετά από έναν δύσκολο τοκετό και τον θάνατο του βρέφους. Η Νίνα παρέχει αντισυλληπτικά χάπια στα κρυφά και πραγματοποιεί παράνομες εκτρώσεις σε γυναίκες της τριγύρω επαρχίας, και ο συντετριμμένος πατέρας του μωρού απαιτεί τη διεξαγωγή ειδικής έρευνας, υποπτευόμενος ότι ο θάνατος του παιδιού δεν ήταν τελικά τυχαίος. Η έρευνα που ακολουθεί απειλεί να καταστρέψει επαγγελματικά την Νίνα - το μόνο που φαίνεται να δίνει νόημα στη ζωή της.
Η σκηνοθέτρια θίγει ένα ζήτημα επίκαιρο στη χώρα της, το οποίο όμως δεν είναι ξεκομμένο από το πισωγύρισμα που ζει η Γεωργία μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ. Βέβαια η Κουλουμπεγκασβίλι δεν έχει την πρόθεση να δείξει τι ίσχυε στον σοσιαλισμό, δείχνει μόνο τις σημερινές συνθήκες, που είναι απάνθρωπες, γεμάτες θρησκοληψία και καπιταλιστική βαρβαρότητα. Αντίθετα, στις σοσιαλιστικές κοινωνίες η μητρότητα, συνδεδεμένη με την ισοτιμία της γυναίκας, είχε κοινωνικό χαρακτήρα και τη στήριξη του κράτους. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ολόπλευρη και ουσιαστική προστασία της μητρότητας σημαίνει κάλυψη όλων των σύγχρονων αναγκών της γυναίκας κατά την εμβρυική, τη βρεφική, την παιδική, την εφηβική και την ενήλικη φάση της ζωής της, και όχι περιορισμένα, μόνο την περίοδο της εγκυμοσύνης, της γέννας και του θηλασμού. Ταινίες σαν κι αυτή, που έχουν πληθύνει τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, αποκρύπτουν τις πραγματικές αιτίες της ανισοτιμίας της γυναίκας. Θεωρούν κύριο μέλημά τους να σοκάρουν τον θεατή στο πλαίσιο του δικαιωματισμού. Αλλά πώς μπορούμε να δούμε τη μητρότητα, την αντισύλληψη και την άμβλωση ξεκομμένες από τις κοινωνικές συνθήκες; Η Κουλουμπεγκασβίλι ουσιαστικά αφηγείται σε κενό χρόνο και τόπο, γιατί όλες αυτές οι εικόνες είναι εικόνες του χτες και του σήμερα, που συναντάμε στον καπιταλισμό, οπουδήποτε. Το να δούμε μια φυσιολογική γέννα, μια καισαρική με κάθε λεπτομέρεια και μια άμβλωση σε ένα τραπέζι σπιτιού, εξυπηρετεί μόνο το «τράνταγμα» του θεατή, τίποτα περισσότερο. Τελικά η μαιευτήρας πραγματοποιεί θεάρεστο έργο; Γιατί οι ανώτεροί της κόπτονται να την προστατεύσουν ώστε να μη χάσει την άδειά της; Η επαγγελματική της αποκατάσταση μας ενδιαφέρει, ή οι τραγικές συνθήκες που ζουν οι γυναίκες με κίνδυνο της ζωής τους; Εντυπωσιασμός άνευ ουσίας, και με συγκεκριμένη στόχευση θα λέγαμε, και δεν θα ήμασταν άδικοι.
Το 1918 στη Ρανγκόν ο Εντουαρντ, υπάλληλος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, πανικοβάλλεται και εγκαταλείπει την αρραβωνιαστικιά του, την Μόλι, τη μέρα του γάμου τους. Διασχίζει την Ασία, κυριευμένος από υπαρξιακές αμφιβολίες, ενώ η αποφασιστική Μόλι τον καταδιώκει με χιούμορ, ταξιδεύοντας από το Μανταλέι στην Μπανγκόκ και στη Σαγκάη.
Ο Μιγκέλ Γκόμες είναι και του λιμανιού και του σαλονιού, αλλά κυρίως είναι του αλλοπρόσαλλου... Συνδυάζει γυρίσματα σε στούντιο με ντοκιμαντερίστικες εικόνες τραβηγμένες στο διάβα της «μεγάλης περιοδείας», που έκανε θραύση στις αρχές του 20ού αιώνα, ξεκινούσε σε μια από τις μεγαλύτερες χώρες της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, την Ινδία, και ολοκληρωνόταν στην Απω Ανατολή (Κίνα ή Ιαπωνία). Εμπνευσμένος από το βιβλίο «The Gentleman in the Parlor», του Σόμερσετ Μομ, συνδυάζει ασπρόμαυρη και έγχρωμη κινηματογράφηση, εικόνες από το παρελθόν με εικόνες από το σήμερα, συνειδητά δε κάποιες στιγμές, εκεί που θεωρεί ο θεατής ότι βρίσκεται στο 1918, χτυπάει ένα κινητό τηλέφωνο και ο ηθοποιός απαντάει... Συνεχίζοντας παρακολουθούμε στιγμιότυπα τουριστικού ενδιαφέροντος, όπως για παράδειγμα σύγχρονο καραόκε στις όχθες ενός ποταμού, και πολλά ακόμη που όχι μόνο σε πετάνε εκτός ιστορίας αλλά δεν βγάζουν και κανένα νόημα, π.χ. η χρήση έγχρωμης αφήγησης δεν έχει καμία ιδιαίτερη σημασία. Σημασία θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει η ιστορία του θεάτρου σκιών, που είναι μια μικρογραφία της βασικής ιστορίας... Ο Γκόμες, ενώ έχει κάνει την ταινία του στα Πορτογαλικά, σε κάθε διαδρομή του πρωταγωνιστή χρησιμοποιεί τη γλώσσα του τόπου που επισκέπτεται, φτιάχνοντας έναν σύγχρονο πύργο της Βαβέλ. Το μόνο που βγάζει ένα νόημα στην όλη ιστορία είναι ότι η αφήγηση είναι σπασμένη στα δύο, δηλαδή το ταξίδι του Εντουαρντ στο πρώτο μισό και της Μόλι στο δεύτερο μισό. Εμείς πραγματικά προβληματιστήκαμε για τις επιμέρους λεπτομέρειες που περιγράφαμε παραπάνω, αλλά δυστυχώς δεν καταφέραμε να εντοπίσουμε τη χρησιμότητα μιας τέτοιας αφήγησης, πέραν της αισθητικής απόλαυσης που δίνουν τα ρεαλιστικά πλάνα της ταινίας, τραβηγμένα από τον Σαγιόμπου Μουκντίπρομ. Ζητάμε συγγνώμη από τις Κάννες που δεν αντιληφθήκαμε γιατί αυτή η ταινία κέρδισε το βραβείο σκηνοθεσίας στο πρόσφατο Φεστιβάλ, και συνεχίζουμε την αναζήτηση κάποιου βραβείου που να άξιζε πραγματικά από τα περσινά Φεστιβάλ.