«Μίλησα στην εταιρεία για τη δισκογράφηση. Και, ω! της μεγάλης εκπλήξεως, εκείνη είπε όχι!»
Οι δύσκολες συνθήκες αποτύπωσης στο βινύλιο ενός από τα δημοφιλέστερα και εμπορικότερα έργα της ελληνικής δισκογραφίας
Ο Μίκης Θεοδωράκης με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση σε μια στιγμή χαλάρωσης |
Πόσο μάλλον κατά τη δύσκολη δεκαετία του '60, σκιαγμένη από τη δολοφονία του Λαμπράκη, μέσα στην οποία τα προοδευτικά πολιτιστικά διαβήματα θα εξαφανίζονταν, χωρίς την υποστήριξη των λαϊκών συνοικιών και γειτονιών.
Από τις 12 Γενάρη του '66, παραμονές της δικτατορίας, η μουσική του συνθέτη θεωρείται επικίνδυνη, γι' αυτό απαγορεύεται η μετάδοσή της από το Εθνικό Ιδρυμα Ραδιοφωνίας. «Ειδικά συνεργεία έσβηναν χθες τη μουσική του δημοφιλούς συνθέτη από τις μαγνητοταινίες», ο υπότιτλος της είδησης, όπως τυπώνεται στις σελίδες της εφημερίδας «Η Αυγή» (Κυριακή 13 Γενάρη 1966).
Οταν αναφερόμαστε στο λαϊκό ορατόριο «Το άξιον εστί», συμπεριλαμβάνουμε τα χρόνια της σύνθεσης, της ηχογράφησης και της πρώτης παρουσίασής του. Και θα πρέπει να το αντιμετωπίζουμε ως μία ενότητα με την αναμονή, την κοινοποίηση, την αποδοχή της από το δυναμικό και συνειδητοποιημένο προοδευτικό ακροατήριο.
Χωρίς αυτό, δεν θέλουμε να υποστηρίξουμε ότι το έργο δεν θα είχε επιβιώσει. Ομως, χωρίς την αγωνιώδη πρόσληψη - ταύτιση του ατομικού με το συλλογικό, δεν θα είχε συγχρονικά λειτουργήσει ως καύσιμη ύλη ανόρθωσης του πολιτικού φρονήματος των εργατικών μαζών.
Το εξώφυλλο της πρώτης ηχογράφησης σε δίσκο βινυλίου, με την ετικέτα «His Master's Voice», φιλοτεχνημένο από τον Γιάννη Τσαρούχη |
«Και, ω! της μεγάλης εκπλήξεως, εκείνη είπε όχι! Τους λόγους (οικονομικούς; πολιτικούς;) τους παραμερίζω αυτή τη στιγμή. Τι να κάνω; Στο συμβόλαιό μου υπήρχε μια παράγραφος, που υποχρέωνε την εταιρεία να δισκογραφεί ένα μεγάλο συμφωνικό μου έργο κάθε χρόνο.
Ετσι, σχεδόν μπροστά στην πόρτα των δικαστηρίων, η εταιρεία υποχρεώθηκε με βαριά καρδιά να δεχτεί την ηχογράφηση ενός έργου, που, όπως αποδείχθηκε, θα γέμιζε τα ταμεία της. Για πολλούς αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι το "Αξιον εστί" έγινε το πιο εμπορικό από όλα τα έργα μου. Οχι όμως για μένα. Γιατί είχα δουλέψει επίμονα και σωστά προετοιμάζοντας το κοινό, έτσι που να μην μπορεί να πει κανείς αν το κοινό εκείνου του καιρού ήταν άξιον του έργου ή το έργο άξιον του κοινού». Η ταύτιση που γράφαμε πιο πάνω.
Αλλά υπό ποιες συνθήκες έγινε η ηχογράφηση; Ο λόγος και πάλι στον δημιουργό του μουσικού αριστουργήματος:
«Στα 1964 η φωνή του Μπιθικώτση βρισκόταν στον κολοφώνα της. Κάναμε αμέτρητες πρόβες στο γραφείο μου στη Νέα Σμύρνη, μαζί και οι τέσσερις πιστοί μουσικοί μου, ο Λάκης Καρνέζης, ο Κώστας Παπαδόπουλος, ο Γιάννης Διδίλης και ο Βαγγέλης Παπαγγελίδης.
Το ένθετο φυλλάδιο με τα μελοποιημένα μέρη του «Αξιον εστί» |
Στην "Κολούμπια" γράψαμε μόνο τον Μπιθικώτση και τη Λαϊκή Ορχήστρα. Για τα υπόλοιπα, ορχήστρα, χορωδία, βαρύτονος και "αρχαίος χορός" (απαγγελία), η εταιρεία αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το κινηματογραφικό "Στούντιο Αλφα". Πρέπει να πω ότι στην "Κολούμπια" όλες τις εγγραφές τις έκανε ο υπέροχος ηχολήπτης (Νίκος) Κανελλόπουλος, ενώ στο "Αλφα" συνεργάστηκα με τον (Νίκο) Δεσποτίδη σε άθλιες συνθήκες, γιατί αυτός δεν μας έβλεπε. Ηταν ψηλά σ' ένα καμαράκι.
Και, το χειρότερο, η εγγραφή δεν μπορούσε να γίνει παρά μόνο επάνω στο λεγόμενο περφορέ, δηλαδή στο ηχητικό μέρος του φιλμ. Η χορωδία τραγουδούσε playback επάνω στην ηχογράφηση της "Κολούμπια". Δεν υπήρχαν ακουστικά. Ο ήχος έβγαινε μέσα από ένα μεγάφωνο, με αποτέλεσμα ο συντονισμός να γίνεται προβληματικός, καθώς οι χορωδοί δεν άκουγαν καλά. Αλλωστε, αυτές οι αδυναμίες φαίνονται καθαρά στο τελικό αποτέλεσμα.
Ο βαρύτονος - τον αποκαλώ Ψάλτη - επιλέχτηκε μέσα από τους ηθοποιούς του χορού του "Αίαντα", μιας και είχαμε συνεργαστεί και τους γνώριζα έναν έναν (σ.σ. ο συνθέτης είχε γράψει τη μουσική για την τραγωδία του Σοφοκλή, που ανέβηκε από το Εθνικό Θέατρο το καλοκαίρι του 1961 στην Επίδαυρο. Τη σκηνοθεσία υπέγραφε ο Τάκης Μουζενίδης). Διάλεξα τον Θόδωρο Δημήτριεφ και παράλληλα χρησιμοποίησα ολόκληρο τον Χορό στις ομαδικές απαγγελίες που ηχογραφήθηκαν με την άμεση επίβλεψη του Ελύτη».
Σε δίσκους 45 στροφών κυκλοφόρησαν τα τραγούδια του έργου, όταν άρχισε να γίνεται επιτυχία |
Προσπάθησα να βρω μια χορωδία που να τραγουδά όσο γίνεται πιο απλά. Η Θάλεια Βυζαντίου κατενόησε ευθύς το έργο και την πρόθεσή μου αυτή. Εμενε ο Αναγνώστης. Για μένα δεν υπήρχε δεύτερη σκέψη: Μάνος Κατράκης. Κι ας μην ξεχνάμε πως ο Κατράκης τότε ήταν κόκκινο πανί. Πόσοι άλλοι ηθοποιοί και καλλιτέχνες είχαν πάει στο Μακρονήσι;
Περάσαμε ώρες πολλές ο Ελύτης, ο Κατράκης κι εγώ στο στούντιο της "Κολούμπια", έως ότου βρεθεί το σωστό ύφος, που να ταιριάζει με την ποίηση αλλά και με τον γενικό ήχο του έργου. Η ιδέα του Αναγνώστη, δηλαδή η παρουσίαση κειμένων στον δίσκο, ήταν δική μου. Και γιατί, όπως είπα, ήθελα να είμαι πιστός στη μορφή της εκκλησιαστικής παράδοσης, δηλαδή στη λειτουργία, αλλά και γιατί πίστευα ότι το μεγάλο κοινό θα πρέπει να μυηθεί στον ποιητικό λόγο, όταν μάλιστα είχε να κάνει με τη μνήμη του λαού μου, που λέει και ο ποιητής. Ηθελα οι επόμενες γενιές να έχουν σαν Ευαγγέλιό τους τα σύγχρονα πάθη της φυλής: Την Αλβανία, την Αντίσταση και τον Εμφύλιο».
ΥΓ: Ο εκδότης του ιστορικού οίκου «Κάλβος», Γιώργος Α. Χατζόπουλος (1938 - 2025), πάντα με προοδευτικές επιλογές, δεν βρίσκεται πια ανάμεσά μας. Ξεκινάει από την ΕΠΟΝ, περνάει στη Νεολαία της ΕΔΑ, πρωτοστατεί στην έκδοση του φοιτητικού περιοδικού «Πανσπουδαστική». Παίρνει μέρος στην αντιαποικιακή κίνηση «Φίλοι Νέων Χωρών», ενώ κατά τη διάρκεια της δικτατορίας φυλακίζεται στον Αη Στράτη. Ανοιχτά εναντιώνεται στις δραστηριότητες του αμερικανοκίνητου Ιδρύματος Φορντ στην Ελλάδα.
Διαφήμιση του αποτελέσματος, στην εφημερίδα «Ελευθερία» (Κυριακή 18 Οκτώβρη 1964) |
Ο εκδότης του «Κάλβου», Γιώργος Χατζόπουλος, σε νεαρή ηλικία |