Κυβερνητικά προγράμματα - «κοροϊδία» που από τη μία δίνουν κι από την άλλη παίρνουν πίσω... εις διπλούν
Eurokinissi |
Δεδομένα που επιβεβαιώνουν ότι τα μέτρα - κοροϊδία που ανακοίνωσε πρόσφατα η κυβέρνηση, αλλά και εκείνα που ήδη έχει πάρει, αποτελούν ουσιαστικά βούτυρο στο ψωμί των τραπεζιτών που τα ζητούσαν επιτακτικά. Κι αυτό γιατί οι εργαζόμενοι γίνονται όμηροι των δανείων που για να τα αποπληρώσουν «φτύνουν αίμα». Βέβαια, τα μέτρα - ασπιρίνες δεν μπορούν ούτε να λύσουν το πρόβλημα, ούτε να κρύψουν ότι η στεγαστική κρίση είναι αποτέλεσμα του ότι η κατοικία στον καπιταλισμό αποτελεί εμπόρευμα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι πρόσφατη μελέτη της Alpha Bank καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η ...«ανακούφιση» θα έρθει μέσα από κυβερνητικές πρωτοβουλίες και προγράμματα σε άμεση σύνδεση βέβαια με το τραπεζικό σύστημα και τα επενδυτικά κεφάλαια. Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση σε ρόλο «κράχτη» στέλνει «πελατεία» στις τράπεζες, διαμορφώνοντας τη νέα γενιά αυτών που εν δυνάμει θα μπουν στην επόμενη λίστα πλειστηριασμών.
Σύμφωνα λοιπόν με τα στοιχεία που καταγράφονται σε σειρά ερευνών:
Η επιβάρυνση του λαού για τη στέγη είναι αποτέλεσμα τόσο της αύξησης της τιμής της όσο και της μείωσης του πραγματικού μισθού και του διαθέσιμου εισοδήματος.
Οπως αναφέρει έρευνα της Alpha Bank, η πλειοψηφία των ερωτηθέντων θεωρεί ανέφικτη την αγορά (54%), αλλά και την ενοικίαση κατοικίας σε τιμές αγοράς (68%) σήμερα, γεγονός που συμβαδίζει με την οικονομική τους κατάσταση, με περισσότερους από τους μισούς (54%) να δηλώνουν ότι απλώς καταφέρνουν να καλύψουν τα βασικά έξοδα διαβίωσης, χωρίς να μπορούν να αποταμιεύσουν, ενώ το 11% απάντησε ότι δεν καταφέρνει ούτε να πληρώσει τα βασικά - καθημερινά έξοδα! Ειδικά για τους ενοικιαστές, τα αποτελέσματα της έρευνας αποκαλύπτουν ότι το 52% δαπανά περισσότερο από το 30% του διαθέσιμου εισοδήματός του αποκλειστικά για την πληρωμή του ενοικίου. Για όσους ιδιοκατοικούν και πληρώνουν στεγαστικό δάνειο, το αντίστοιχο ποσοστό διαμορφώνεται σε 42%. Με βάση τα αποτελέσματα, ο μέσος όρος ηλικίας για μετακόμιση από τη γονική εστία είναι περίπου τα 35 έτη.
Στο μεταξύ, ζαλίζουν οι τζίροι που καταγράφουν επιχειρηματικοί κολοσσοί του real estate από την κατασκευή και πώληση κατοικιών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η «Lamda Development», η οποία έχει δει να μπαίνουν στο ταμείο της ήδη 1,118 δισ. ευρώ από τις προπωλήσεις κατοικιών στο project του Ελληνικού. Ταυτόχρονα, το καθεστώς της Golden Visa δίνει γην και ύδωρ στα ξένα επενδυτικά κεφάλαια. Η ΤτΕ επισημαίνει πως άνω του 45% των συνολικών ροών κεφαλαίων από το εξωτερικό το 2024 κατευθύνθηκε προς τον κλάδο των ακινήτων και συνολικά οι ξένες άμεσες επενδύσεις στη διαχείριση ακίνητης περιουσίας και οι ιδιωτικές αγοραπωλησίες ακινήτων ανήλθαν στο ποσό των 2,7 δισ. ευρώ το 2024.
Η άνοδος των τιμών της κατοικίας, όπως και κάθε εμπορεύματος, δεν αποτελεί «έκτακτο» ή «τυχαίο» φαινόμενο, αλλά προϊόν της στρατηγικής του κεφαλαίου και της ΕΕ και της «φυσιολογικής» λειτουργίας του καπιταλισμού.
Κι όλα αυτά την ίδια στιγμή που βγαίνουν στο σφυρί χιλιάδες λαϊκές κατοικίες, που κυβέρνηση, τράπεζες και funds δεν διστάζουν να πετάξουν κυριολεκτικά στον δρόμο ακόμα και οικογένειες ΑμεΑ ή σεισμόπληκτους (όπως συνέβη στο Αρκαλοχώρι που έβγαλαν σε πλειστηριασμό τη μόνη και κύρια σεισμόπληκτη κατοικία μονογονεϊκής πολύτεκνης οικογένειας), με τους νόμους της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ και του «ΣΥΡΙΖΑ των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών».
Ολα τα σχετικά προγράμματα που προωθεί η κυβέρνηση, «Σπίτι μου ΙΙ», «Κοινωνικής Αντιπαροχής», «Ανακαινίζω - Νοικιάζω» ή τα φορολογικά κίνητρα εκμετάλλευσης «κλειστών» διαμερισμάτων προς ιδιοκατοίκηση, τα μέτρα «περιορισμού» των βραχυχρόνιων μισθώσεων με αύξηση συντελεστών φορολόγησης και το «Μητρώο ακινήτων», αποδεικνύονται πολύ μακριά από τις πραγματικές λαϊκές ανάγκες για στέγαση.
Στην πραγματικότητα, τα προγράμματα αυτά αφορούν μια πολύ μικρή μειοψηφία των εργαζομένων, περιλαμβάνοντας μόλις 20.000 δικαιούχους για αγορά πρώτης κατοικίας και 2.500 για παροχή κατοικιών με χαμηλό ενοίκιο και δικαίωμα αγοράς. Είναι ξεκάθαρο ότι τα προγράμματα αυτά ωφελούν και τροφοδοτούν την κερδοφορία των κατασκευαστικών ομίλων, των τραπεζών, επιβάλλοντας τραπεζικό δανεισμό για την αγορά ή την αναβάθμιση μιας κατοικίας. Με τον τρόπο αυτόν καθιστούν τους εργαζόμενους ενοικιαστές στα ίδια τους τα σπίτια, και τα νέα ζευγάρια που αγωνιούν για μια στέγη προκειμένου να ξεκινήσουν την κοινή τους ζωή, ομήρους στη λίστα της επόμενης γενιάς πλειστηριασμών.
Στην έκθεση της Alpha Bank αποτυπώνεται ξεκάθαρα το αλισβερίσι που αναπτύσσεται μέσω κυβερνητικών πρωτοβουλιών με το τραπεζικό σύστημα:
«Κρίνεται - λένε - επιτακτική η αλληλεπίδραση των κυβερνητικών πολιτικών με τις πρωτοβουλίες του εγχώριου τραπεζικού συστήματος. Οι προσπάθειες αυτές θα πρέπει να αποσκοπούν στην τόνωση της χρηματοδότησης για στέγαση και στη διευκόλυνση των υποψήφιων αγοραστών κατοικιών ώστε να αποκτήσουν πρώτη κατοικία, ιδίως των ευάλωτων νοικοκυριών και των νέων», για να καταλήξει ότι «τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να ενεργούν ως χρηματοοικονομικοί σύμβουλοι των νοικοκυριών».
Ταυτόχρονα, ο λαός πληρώνει τα κεφάλαια των κρατικών ενισχύσεων μέσω της κρατικής φορολογίας, που αφήνει ανέγγιχτα τα κέρδη των ομίλων, και των περικοπών δαπανών για τις κοινωνικές ανάγκες, για τα ματωμένα πλεονάσματα που αναδιανέμουν τη φτώχεια μεταξύ φτωχότερων και φτωχών. Επιπλέον, χρεώνεται την «Κοινωνική Αντιπαροχή» της δωρεάν παραχώρησης ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου μέσω ΣΔΙΤ σε αναδόχους ομίλους για δεκαετίες.
Οσο για τις προτάσεις των αστικών κομμάτων για τη στέγη, αυτές εξαντλούνται στην κατασκευή «κοινωνικών κατοικιών» (ΠΑΣΟΚ) ή την «Τράπεζα Στέγης» (ΣΥΡΙΖΑ) με κριτική για μη αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και του κράτους για επιδότηση στεγαστικών δανείων, προβάλλοντας τα «παραδείγματα» από τις καλύτερες πρακτικές άλλων χωρών της ΕΕ, στις οποίες ωστόσο επίσης οξύνεται η στεγαστική κρίση, αποδεικνύοντας ότι η πολιτική που εφαρμόζει η ΕΕ σε καμία περίπτωση δεν εξυπηρετεί τις πραγματικές λαϊκές ανάγκες.
Η πραγματικότητα άλλωστε είναι ότι ΝΔ - ΣΥΡΙΖΑ - ΠΑΣΟΚ συναίνεσαν στην κατάργηση του ΟΕΚ, ενώ σήμερα συναινούν στην παραχώρηση της ακίνητης περιουσίας του μέσω ΣΔΙΤ για την εγγυημένη κερδοφορία των κατασκευαστικών ομίλων, στην πολιτική στήριξης των τραπεζικών ομίλων που μέχρι σήμερα οδηγεί σε χιλιάδες νέους πλειστηριασμούς λαϊκών κατοικιών, με «πρωτοπόρο» τον ΣΥΡΙΖΑ των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών και του «ιδιώνυμου» της κρατικής καταστολής των κινητοποιήσεων ενάντια στους πλειστηριασμούς.
Κυβέρνηση και αστικά κόμματα ούτε θέλουν αλλά ούτε και μπορούν - όποιο μείγμα διαχείρισης και αν υιοθετήσουν - να αντιμετωπίσουν τη στεγαστική κρίση, που πηγάζει απ' το γεγονός ότι στον καπιταλισμό η κατοικία αποτελεί εμπόρευμα.
Μπροστά σε αυτή την κατάσταση, οι δυνάμεις του ΚΚΕ μπαίνουν μπροστά και παλεύουν για να σώσουν τα σπίτια του λαού από τα «αρπακτικά» των τραπεζών. Παράλληλα, αναδεικνύεται η ανάγκη για ολόπλευρη ενδυνάμωση της πάλης διεκδίκησης του κοινωνικού δικαιώματος σε ασφαλή και σύγχρονη στέγη, κλιμακώνοντας τη σύγκρουση με την πολιτική των επιδομάτων - φιλοδώρημα που δεν αντιμετωπίζει το κόστος στέγασης, την πολιτική επιδότησης δανείων που υποθηκεύει τη ζωή των νέων και των λαϊκών οικογενειών, με προμετωπίδα τις διεκδικήσεις του ταξικού κινήματος, πρώτα και κύρια για ουσιαστικές αυξήσεις μισθών με μείωση του εργάσιμου χρόνου, για ολοκληρωμένο στεγαστικό σχεδιασμό με στόχο την κάλυψη των εργατικών - λαϊκών αναγκών, με επανασύσταση του ΟΕΚ και ενίσχυση του αποκλειστικά κρατικού κατασκευαστικού προγράμματος, για απαγόρευση των πλειστηριασμών των λαϊκών κατοικιών, για αναβάθμιση και επέκταση των φοιτητικών εστιών και για αξιοποίηση, με ευθύνη του κράτους, διαμερισμάτων και ξενοδοχείων για δωρεάν στέγαση των φοιτητών.
Οι δυνάμεις του ΚΚΕ οργανώνουν τον αγώνα για τη μόνη πραγματική διέξοδο, που δεν είναι άλλη από τον σοσιαλισμό, την κοινωνική ιδιοκτησία με επιστημονικό κεντρικό σχεδιασμό, που μπορεί να διασφαλίσει την κάλυψη του συνόλου των σύγχρονων αναγκών στη στέγη, στην Ενέργεια και τα υπόλοιπα κοινωνικά αγαθά και δικαιώματα.
Χρήσιμη πείρα μπορεί να αντληθεί από το παράδειγμα της ΕΣΣΔ. Με βασική αρχή πως το πρόβλημα της στέγης δεν πρέπει να εξαρτάται από το οικονομικό επίπεδο των ανθρώπων, η ΕΣΣΔ κινητοποίησε όλους τους πόρους που μπορούσε για να αντιμετωπίσει το στεγαστικό πρόβλημα της λαϊκής κατοικίας. Γι' αυτό κάθε χρόνο μεγάλωναν οι πιστώσεις για την κατασκευή κατοικιών. Είχε εγκαινιάσει βιομηχανικές μεθόδους που εξασφάλιζαν, χωρίς προηγούμενο, ρυθμούς παράδοσης 2.200.000 άνετων διαμερισμάτων τον χρόνο. Ο αριθμός αυτός ήταν ανώτερος από αυτόν που έδιναν όλες οι χώρες της ΕΟΚ μαζί, καθώς και οι ΗΠΑ. Το Σύνταγμα της ΕΣΣΔ εξασφάλιζε το δικαίωμα της κατοικίας με χαμηλό ενοίκιο, το οποίο είχε μείνει σταθερό από το 1928 και αποτελούσε - μαζί με την πληρωμή για τις υπηρεσίες που πρόσφεραν τα δημοτικά όργανα - κατά μέσο όρο το 3% περίπου του οικογενειακού προϋπολογισμού του εργάτη ή του υπαλλήλου.