Κυριακή 11 Αυγούστου 2002
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 14
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ
Μέτρα για την ενίσχυση του κεφαλαίου

Βρισκόμαστε στο καλοκαίρι του 1993, τον καυτό μήνα Αύγουστο. Η κατάσταση ήταν αρκετά βαριά για την κυβέρνηση της ΝΔ, η οποία λάμβανε τα μηνύματα της λαϊκής αγανάκτησης, κυρίως λόγω της ακολουθούμενης σκληρής οικονομικής πολιτικής, η οποία έφερε τη σφραγίδα του υπουργού Στ. Μάνου και, φυσικά, του πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη. Υπό το φάσμα της διαφαινόμενης ήττας στο κυβερνητικό στρατόπεδο, είχαν αρχίσει να σημειώνονται εκφυλιστικά φαινόμενα. Σχεδόν όλο το τότε υπουργικό συμβούλιο έπνεε τα μένεα κατά του υπουργού - συμβόλου του σκληρού μονεταρισμού, τον οποίο ευθέως κατηγορούσαν ότι με αυτά που έκανε θα έπαιρνε το κόμμα στο λαιμό του... Με τόσα προβλήματα στο κεφάλι του, ο Στ. Μάνος αποφάσισε να αφήσει τις σκοτούρες πίσω του και να αποδράσει κάποιες μέρες στην Αλόννησο. Και τότε έγινε το ...πραξικόπημα. Ο υφυπουργός του Γιατράκος, αρμόδιος για θέματα κρατικού προϋπολογισμού, ο οποίος είχε φτάσει στο σημείο να βρίζει πατόκορφα τον υπουργό του σε όποιο δημοσιογράφο συναντούσε μπροστά του, βρήκε την ευκαιρία να βγάλει προς τα έξω το ...φιλολαϊκό πρόσωπο της κυβέρνησης. Ετσι, εντελώς αιφνίδια, εξέδωσε υπουργική απόφαση, με την οποία μείωνε τη φορολογία των ΙΧ επιβατικών αυτοκινήτων. Μαθαίνει τα καθέκαστα ο Μάνος από το επιτελείο του στην Αθήνα και τι κάνει; Από τον τόπο των διακοπών ανακοινώνει νέα υπουργική απόφαση, με την οποία μειωνόταν ακόμα περισσότερο η φορολογία των ΙΧ, από τα επίπεδα που είχε ανακοινώσει ο Γιατράκος μια μέρα πριν... Οι δημοσιογράφοι αλλόφρονες έτρεχαν πότε στον Γιατράκο και πότε στο επιτελείο του Μάνου να καταλάβουν τι ίσχυε και τι όχι, αν ίσχυαν τα μέτρα Γιατράκου ή τα μέτρα Μάνου. Σκηνές απείρου κάλλους το θερμό Αύγουστο του 1993. Οταν κάποια στιγμή επέστρεψε στην Αθήνα ο Μάνος, στην πρώτη συνέντευξη που παραχώρησε, δικαιολόγησε ως εξής την τραγελαφική κατάσταση που είχε δημιουργηθεί. Στόχος μας είναι να μειώσουμε τις τιμές των αυτοκινήτων στην αγορά και να αυξήσουμε την επιβάρυνση της κατοχής των αυτοκινήτων.

Ηταν απόλυτα συνεπής με τις διακηρύξεις του. Μείωσε τη φορολογία των αυτοκινήτων, κάνοντας τους εισαγωγείς και τους αυτοκινητοβιομηχάνους να τρίβουν τα χέρια τους και αύξησε τους έμμεσους φόρους στα πετρελαιοειδή, με την επιβολή του περιβόητου 50δραχμου. Από όλη αυτήν την κωμική ιστορία, ας προσέξουμε το τελευταίο. Στόχος του νεοφιλελεύθερου Μάνου ήταν η μείωση των τιμών των αυτοκινήτων και η επιβάρυνση της χρήσης και κατοχής τους.

Στο ίδιο πνεύμα

Κάναμε αυτήν τη μεγάλη αναδρομή, όχι για ιστορικούς λόγους, αλλά για τον απλούστατο λόγο ότι η νεοφιλελεύθερη πρόταση Μάνου βρίσκει την έκφρασή της στη φορολογική μεταρρύθμιση, που προωθεί σήμερα η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Μια μεταρρύθμιση βαθιά αντιδραστική και φυσικά αντιλαϊκή. Ο Μάνος μπορεί να έχασε το υπουργείο του, μπορεί να απέτυχε να δημιουργήσει κόμμα με το όποιο στοιχειώδες λαϊκό έρεισμα, αλλά σίγουρα θα είναι απόλυτα ικανοποιημένος από το γεγονός ότι το πνεύμα του ζει ακόμα μέσα στους διαδρόμους του υπουργείου Οικονομίας. Ζει και οδηγεί τη σκέψη του έτερου νεοφιλελεύθερου υπουργού, του Ν. Χριστοδουλάκη.

Οταν ο τελευταίος αποφάσισε να προωθήσει τη φορολογική μεταρρύθμιση, πιάνοντας το νήμα από εκεί που το είχε αφήσει ο Γ. Παπαντωνίου, δε χρειάστηκε να βασανίσει πολύ το μυαλό του για το τι θα κάνει. Οι μπροσούρες του ΔΝΤ, του ΟΟΣΑ και της ΕΕ είχαν έτοιμες τις λύσεις. Απλώς, ο Χριστοδουλάκης, χρησιμοποιώντας τα ΠΑΣΟΚικά τερτίπια - όπου έχουν γίνει ατσίδες - έφτιαξε μια επιτροπή, την επιτροπή Γεωργακόπουλου, η οποία - υποτίθεται - συστήθηκε για να επεξεργαστεί προτάσεις για την αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος. Οταν, όμως, παρουσιάστηκαν τον προηγούμενο Φλεβάρη οι προτάσεις ήταν τόσο σκαιές και βίαιες, τόσο αντιλαϊκές και βάρβαρες, ώστε η λαϊκή οργή, που ξεσηκώθηκε, εξανάγκασε την κυβέρνηση σε αναδίπλωση. Ετσι, κάλεσε κόμματα και συνδικαλιστικές οργανώσεις σε «διάλογο» - έτσι λένε τώρα την αναζήτηση συνενόχων - όπου, όπως και ήταν φυσικό, ο ΣΥΝ δήλωσε μαχητικό «παρών», μαζί βέβαια με τον Πολυζωγόπουλο, ο οποίος, ως γνωστόν, είναι θερμός οπαδός του διαλόγου... και της εξαπάτησης των εργαζομένων, βέβαια. Η ΝΔ για μικροπολιτικούς λόγους απείχε, ενώ το ΚΚΕ από την πρώτη στιγμή δήλωσε την αντίθεσή του στις μεθοδεύσεις αυτές, οι οποίες κατάγγειλε ότι σκοπό είχαν να νομιμοποιήσουν προειλημμένες αποφάσεις. Για μια ακόμα φορά, δεν έπεσε έξω.

Τα κυβερνητικά σαϊνια, αφού είδαν ότι το φορολογικό έκτρωμα δεν μπορούσαν να το περάσουν μια και έξω, ακολούθησαν τη γνωστή και πετυχημένη από το παρελθόν συνταγή της «σαλαμοποίησης». Και εδώ στήθηκε ένα άθλιο παιγνίδι, με την επικουρία φυσικά του φιλοκυβερνητικού Τύπου και των ισχυρών ηλεκτρονικών Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης. Ενώ με τη δημοσιοποίηση των προτάσεων της επιτροπής Γεωργακόπουλου, οι πάντες έσπευσαν να τις καταδικάσουν σαν ακραίες και άδικες, στη συνέχεια, τα ΜΜΕ έριξαν τους τόνους και όχι μόνον αυτό. Με τα δημοσιεύματά τους επιδιώκουν να αποπροσανατολίσουν και να υπνωτίσουν την κοινή γνώμη, ότι, δήθεν, η κυβέρνηση προωθεί πλέον φιλολαϊκά φορολογικά μέτρα - έτσι ξαφνικά - ενώ παίρνει πίσω τα σκληρά και αντιλαϊκά. Ορισμένοι τίτλοι που κόσμησαν τα πρώτα θέματα μεγάλων εφημερίδων για το θέμα αυτό είναι κυριολεκτικά τίτλοι ντροπής και ευτελισμού, καθώς επιχειρήθηκε δημοσιογραφικός βιασμός της πραγματικότητας.

Ποια είναι η αλήθεια για τα μέτρα

Τρία κυρίως πράγματα επιδιώκει να κάνει η κυβέρνηση με τη φορολογική μεταρρύθμιση που προωθεί: α) Να μειώσει τη φορολογία του κεφαλαίου (νομικά και φυσικά πρόσωπα) στα πλαίσια της φορολογικής μεταρρύθμισης που έχει ξεκινήσει σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. β) Στο χώρο της ακίνητης περιουσίας, να δημιουργήσει ευνοϊκό πλαίσιο για την ενίσχυση της εμπορευσιμότητας των ακινήτων, η οποία, σύμφωνα με τα διεθνή δεδομένα, κρίνεται ότι κινείται σε χαμηλά επίπεδα. γ) Να διατηρήσει τη φορολογική βάση, που θα της επιτρέψει να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του προγράμματος σταθερότητας και ανάπτυξης και στις ακολουθούμενες από αυτό δεσμεύσεις για μείωση του δημόσιου χρέους σε επίπεδα συμβατά με τον - κατά τις Βρυξέλλες - ορισμό της δημοσιονομικής σταθερότητας.

Η πολιτική μείωσης της φορολογικής επιβάρυνσης των κερδών και της περιουσίας του μεγάλου κεφαλαίου έχει ήδη ξεκινήσει από τις αρχές της δεκαετίας του '90, με τη φορολογική μεταρρύθμιση της κυβέρνησης της ΝΔ. Ενδεικτικά, αναφέρουμε ότι η κυβέρνηση της ΝΔ, το 1992, προχώρησε στη μείωση του συντελεστή φορολογίας των εισηγμένων στο Χρηματιστήριο επιχειρήσεων στο 35% και των μη εισηγμένων ΑΕ στο 40%. Στη φορολογία Φυσικών Προσώπων, μείωσε τον ανώτατο συντελεστή φορολογίας στο 45%, από 65% που ήταν κατά τη δεκαετία του '80. Παράλληλα, προχωρεί σε σημαντικές αυξήσεις στην έμμεση φορολογία (αύξηση του ΦΠΑ από το 6% στο 8% και από το 16% στο 18% και μετάταξη, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, όλων των εμπορευμάτων και υπηρεσιών από το χαμηλό συντελεστή 8% στο 18%, με παράλληλη κατάργηση του ΦΠΑ 36%, που επιβαλλόταν στα είδη πολυτελείας. Επιβάλλονται, επίσης, μεγάλες αυξήσεις στους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, που αφορούν στα πετρελαιοειδή, στον καπνό και τα οινοπνευματώδη).

Το 1999, ο τότε υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών ανακοινώνει νέες μειώσεις φόρων, που αφορούν επιχειρήσεις και υψηλά εισοδήματα, σε δυο δόσεις. Ειδικότερα, ανακοινώθηκε η μείωση της φορολογίας των κερδών των εκτός Χρηματιστηρίου Ανωνύμων Εταιριών από το 40% στο 35%, καθώς και η μείωση του υψηλού συντελεστή φορολογίας Φυσικών Προσώπων στο 40% από το 45%. Ο Ν. Χριστοδουλάκης, λίγο μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, το φθινόπωρο του 2001, ανακοινώνει μείωση της φορολογίας κατά 10 μονάδες για τις ανώνυμες εταιρίες που συγχωνεύονται κατά τον πρώτο χρόνο της λειτουργίας και 5 μονάδες το δεύτερο. Παράλληλα, εξαγγέλλει και νέα μείωση της φορολογίας κερδών άλλων 2,5 μονάδων για τις επιχειρήσεις που θα προχωρήσουν σε προσλήψεις προσωπικού. Εδώ πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι, σύμφωνα με στοιχεία της ίδιας της κυβέρνησης, η πραγματική φορολογία των εισηγμένων στο Χρηματιστήριο ανωνύμων εταιριών είναι μόλις 18%, καθώς από τα κέρδη της χρήσης δε φορολογούνται αυτά που εμφανίζονται στους λογαριασμούς των αποθεματικών. Σύμφωνα με στοιχεία που έχουν δει το φως της δημοσιότητας, στόχος είναι η φορολογία των επιχειρήσεων να μειωθεί σταδιακά στο 25%. Παράλληλα, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ εξαφάνισε μια σειρά φόρους (όπως τον Ειδικό Φόρο Τραπεζικών Εργασιών - ΕΦΤΕ) ή μείωσε δραστικά άλλους, (όπως το φόρο στην αγορά ΙΧ αυτοκινήτων), κατ' απαίτηση των τραπεζιτών και των βιομηχανιών αυτοκινήτων.

Αν όμως μειώνεται η φορολογία του κεφαλαίου, πρέπει τα απολεσθέντα φορολογικά έσοδα από κάπου να αντληθούν. Και πηγή άντλησης νέων εσόδων αποτελεί και πάλι η έμμεση φορολογία, όπως προκύπτει και από τις προτάσεις της επιτροπής Γεωργακόπουλου. Με δεδομένο τον προσανατολισμό της οικονομικής πολιτικής, μοιραία, αργά ή γρήγορα, θα στραφούν είτε στην αύξηση του ΦΠΑ, είτε στην αύξηση των ειδικών φόρων κατανάλωσης, είτε στην αύξηση και των δύο αυτών φόρων.

Ποιο, όμως, είναι το αποτέλεσμα αυτών των επιλογών; Μειώνεται το βάρος της άμεσης φορολογίας, η οποία έχει τα χαρακτηριστικά προοδευτικού φόρου (όσο μεγαλύτερο εισόδημα έχει κάποιος, τόσο υψηλότερο φόρο πληρώνει) και αυξάνεται το ειδικό βάρος των έμμεσων φόρων, όπου όλοι πληρώνουν τους ίδιους φόρους, ανεξάρτητα από το ύψος του εισοδήματός τους. Πρόκειται για έναν κλασικό μηχανισμό αναδιανομής του εισοδήματος που χρησιμοποίησαν ευρέως οι κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ.

Ακίνητη περιουσία

Αρκετά ξεκάθαρες είναι οι επιδιώξεις της κυβέρνησης και για το χώρο της ακίνητης περιουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση, στόχος είναι να αυξηθούν οι αγοραπωλησίες των ακινήτων, να αυξηθεί η εμπορευσιμότητα, ώστε να μπουν πιο δυναμικά στην αγορά των ακινήτων οι τράπεζες και οι εταιρίες ακινήτων. Αυτό το σκοπό υπηρετεί και η εξαγγελία της κυβέρνησης για δραστική μείωση του φόρου μεταβίβασης ακινήτων, καθώς ο συντελεστής 11%, που επιβάλλεται σήμερα στις μεταβιβάσεις ακινήτων, θεωρείται σημαντικό εμπόδιο στην αύξηση της εμπορευσιμότητας της ακίνητης περιουσίας. Αντίθετα, η κυβέρνηση επιδιώκει να μεταφέρει το βάρος της επιβάρυνσης στην κατοχή των ακινήτων, με την επιβολή φόρου που θα επιβαρύνει τους ιδιοκτήτες. Πρόκειται ακριβώς για την εφαρμογή της φιλοσοφίας Μάνου: Μειώνουμε τη φορολογική επιβάρυνση στην αγορά και αυξάνουμε την επιβάρυνση στην κατοχή, είτε πρόκειται για αυτοκίνητο, είτε για ακίνητη περιουσία. Πρόκειται ακριβώς για τον ίδιο μηχανισμό που αυξάνει και διαχέει τη φορολογική επιβάρυνση στα λαϊκά στρώματα, ενώ απαλλάσσει από φόρους τους κεφαλαιούχους που αγοράζουν τα πολυτελή αυτοκίνητα και τις πολυτελείς βίλες.


Θανάσης ΚΑΝΙΑΡΗΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ