Κυριακή 15 Σεπτέμβρη 2002
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 22
ΕΡΓΑΤΙΚΑ
Οσο μεγαλύτερα κέρδη τόσο μεγαλύτερα εγκλήματα

Τη θέση αυτή, που διατύπωσε ο Κ. Μαρξ, επιβεβαιώνουν τα επίσημα στοιχεία του ελληνικού κράτους, που καταγράφουν από τη μια εκρηκτική άνοδο των κερδών και από την άλλη μισθολογική λιτότητα, με ταυτόχρονη αύξηση των απολύσεων και των εργατικών ατυχημάτων

Αποτελεί κοινό μυστικό ότι η εξέλιξη της κερδοφορίας των επιχειρήσεων, δεν είναι καθόλου άσχετη με τις μαζικές απολύσεις, τα εργατικά ατυχήματα και γενικότερα την εξέλιξη του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων. Απεναντίας, οι δείκτες για τα κέρδη, την αγοραστική δύναμη των μισθών και συντάξεων, την ανεργία, τα εργατικά ατυχήματα κλπ. -που περιλαμβάνονται σε επίσημα δελτία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, του ΟΑΕΔ και της Τράπεζας της Ελλάδας- συνδέονται στενά μεταξύ τους. Οποιος εξετάσει τη διαχρονική εξέλιξη των παραπάνω δεικτών, θα διαπιστώσει εύκολα, για ποιους παράγει ασφάλεια και σιγουριά η εφαρμοζόμενη πολιτική και για ποιους ανασφάλεια. Θα διαπιστώσει, επίσης, πόσο επίκαιρος είναι και σήμερα ο Καρλ Μαρξ, ο οποίος παρατηρούσε εύστοχα στο «Κεφάλαιο» (τόμος 1ος σελ. 788) ότι: «Με το ανάλογο κέρδος, το κεφάλαιο γίνεται θαρραλέο, με 10% γίνεται σίγουρο και μπορεί να ριχτεί παντού, με 20% ζωηρεύει, με 50% γίνεται θετικά παράτολμο, με 100% ποδοπατά κάθε ανθρώπινο νόμο και με 300%, δεν υπάρχει έγκλημα που δε ριψοκινδυνεύει να το κάνει ακόμα και με τον κίνδυνο της καρμανιόλας».

Τα στοιχεία που παραθέτουμε στη συνέχεια στους πίνακες 1 και 2, (διαχρονική εξέλιξη των εργατικών ατυχημάτων, ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ, των κερδών, των πωλήσεων, των κατώτατων ημερομισθίων, του πληθωρισμού κλπ.), σκιαγραφούν -με τη γλώσσα των αριθμών- από τη μια την ένταση του βαθμού εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας από το κεφάλαιο και από την άλλη ποιων τα συμφέροντα διασφαλίζει η εφαρμοζόμενη πολιτική.


Σύμφωνα, λοιπόν, με τα στοιχεία αυτά (προέρχονται από το ΣΕΒ, την Τράπεζα της Ελλάδας, τη ΓΣΕΕ και το υπουργείο Εργασίας) που παρατίθενται στον πίνακα 1, προκύπτει ότι στην περίοδο από το 1993 μέχρι και το έτος 2000:

Πρώτον, ο πλούτος της χώρας -όπως καταγράφεται με την αύξηση του Ακαθάριστου Εγχώριου προϊόντος σε σταθερές τιμές 1995): αυξήθηκε κατά 22,2%. Ομως -όπως φαίνεται από τα στοιχεία του πίνακα- τη μερίδα του λέοντας από την αύξηση του εγχώριου πλούτου την καρπώθηκαν οι μεγαλοεπιχειρηματίες, ενώ για τους εργαζόμενους και τους συνταξιούχους έμειναν ψίχουλα.

Δεύτερον, τα κέρδη των μεγάλων εμποροβιομηχανικών επιχειρήσεων, τραπεζών και άλλων επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών (ΑΕ και ΕΠΕ), δημόσιων- ημιδημοσίων ή ιδιωτικών εκτινάχτηκαν στα ύψη και ήταν πολλαπλάσια τόσο του ποσοστού αύξησης των πωλήσεων και του πληθωρισμού όσο και των ονομαστικών αυξήσεων που δόθηκαν στους μισθούς και συντάξεις του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Μόνο τα καθαρά προ φόρων κέρδη των μεγάλων βιομηχανικών επιχειρήσεων (ΑΕ και ΕΠΕ, κερδοφόρων και ζημιογόνων), αυξήθηκαν το 2000 συγκριτικά με το 1993 κατά 394,7%! Ετσι, η μάζα των κερδών όλων των βιομηχανικών επιχειρήσεων από 161,8 δισ. δραχμές που ήταν το 1993, ξεπέρασε τα 800 δισ. δραχμές το 2000. Η αύξηση αυτή προήλθε με μια μικρή σχετικά αύξηση (123,4%) των πωλήσεων. Αξίζει να σημειωθεί, παρενθετικά, ότι ανάλογα -προκλητικά μεγάλα- ποσοστά αύξησης κερδών, εμφανίζουν για την ίδια περίοδο τόσο οι τράπεζες όσο και άλλες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα του εμπορίου, των υπηρεσιών, της ναυτιλίας κλπ.


Τρίτον, το κατώτατο ημερομίσθιο (που καθορίζεται με τις Εθνικές Γενικές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, τις οποίες υπογράφουν εκ μέρους των εργαζομένων η ηγεσία της ΓΣΕΕ και εκ μέρους των εργοδοτών η ηγεσία του ΣΕΒ της ΓΣΕΒΒΕ και ΕΣΕΕ (οι συμβάσεις αυτές δίνουν το στίγμα για το ύψος των μισθολογικών αυξήσεων που θα δοθούν στον ιδιωτικό τομέα), αυξήθηκε μόλις 57,3%. Η αύξηση αυτή, μόλις και μετά βίας ξεπέρασε τον επίσημο πληθωρισμό, που στην ίδια περίοδο αυξήθηκε κατά 54%. Από 4.411 δραχμές που ήταν το κατώτατο ημερομίσθιο το 1993, διαμορφώθηκε το 2002 στις 6.937 δραχμές. Αυτή είναι η «γενναιόδωρη» εισοδηματική πολιτική, για την οποία η κυβέρνηση και ο ίδιος ο πρωθυπουργός, υποστηρίζει πως όχι μόνο οδήγησε σε πραγματικές αυξήσεις μισθών αλλά και σε... «σύγκλιση» της αγοραστικής δύναμης των Ελλήνων εργαζομένων, με το μέσο όρο της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων στην ΕυρωπαΪκή Ενωση.

Τρίτον, το μερίδιο των μεικτών κερδών στο ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες. Από 8,8% που ήταν το 1993 έφτασε 11,8% το 2000. Ιδιαίτερα μεγάλη ήταν η αύξηση του μεριδίου των καθαρών, προ φόρων, κερδών στο ΑΕΠ, καθώς από 0,6% που ήταν το 1993 εκτινάχτηκε στο 2,5%του ΑΕΠ το 2000.

Τέταρτον, οι φόροι που πλήρωσαν οι βιομηχανικές επιχειρήσεις στα ταμεία του κράτους αυξήθηκαν κατά 229%, ενώ όπως προαναφέρθηκε τα κέρδη τους αυξήθηκαν κατά 800%. Δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, που να μας πληροφορούν για το ποσοστό αύξησης των επιστροφών φόρων και άλλων δαπανών του κράτους (με τη μορφή παροχών, φοροαπαλλαγών κλπ. που δόθηκαν στους βιομήχανους με πρόσχημα την αύξηση της ανταγωνιστικότητας, της παραγωγικότητας, της επιχειρηματικότητας κλπ.).

Πέμπτον, η αποδοτικότητα ιδίων κεφαλαίων αυξήθηκε από 9,2% το 1993 σε 10,3% το 2000. Ο δείκτης της αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων, μας πληροφορεί για την ταχύτητα επιστροφής των χρημάτων που βάζουν από την τσέπη τους στις εταιρίες τους οι επιχειρηματίες. Δηλαδή, πόσες δραχμές παίρνει πίσω σε ένα χρόνο -κατά μέσο όρο- κάθε βιομήχανος, στις 100 δραχμές που έχει τζιράρει από την τσέπη του στην επιχείρηση.

Ολα τα παραπάνω στοιχεία:

  • τεκμηριώνουν το γεγονός ότι όσο περισσότερο αυξάνουν τα κέρδη τους οι κεφαλαιοκράτες (μονοπώλια, πολυεθνικές, μεγαλοεπιχειρηματίες) τόσο αποθρασύνονται και προχωρούν σε όλο και μεγαλύτερα εγκλήματα σε βάρος των εργαζομένων και της ανθρωπότητας συνολικά.
  • επιβεβαιώνουν του λόγου το αληθές ότι κυβέρνηση και μεγαλοεπιχειρηματίες, θυσιάζουν την ανθρώπινη ζωή στα κέρδη και τα υπερκέρδη (που επιδιώκουν τη μεγιστοποίησή τους με διάφορα μέτρα, που άλλοτε τα δικαιολογούν με πρόσχημα την «ανταγωνιστικότητα», άλλοτε την «παραγωγικότητα» και άλλοτε την «ισχυρή Ελλάδα».
  • αποκαλύπτουν, τέλος, το μέγεθος της υποκρισίας του πρωθυπουργού και προέδρου του ΠΑΣΟΚ, ο οποίος όταν διαβεβαιώνει πως η κυβέρνησή του πασχίζει για την «ασφάλεια» του ελληνικού λαού και αγωνίζεται για μια «ισχυρή Ελλάδα», εννοεί κυρίως ότι με την πολιτική του φροντίζει για τη διασφάλιση των κερδών και γενικότερα των συμφερόντων του μεγάλου κεφαλαίου.

Λ.Τ.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ