Στο διάστημα των τελευταίων χρόνων οι εργαζόμενοι συνειδητοποιούν πως το στοιχείο της εμπορευματοποίησης στην εκπαίδευση γίνεται πιο έντονο. Η καθήλωση των δαπανών για την εκπαίδευση από τον κρατικό προϋπολογισμό, σε συνδυασμό με την εξώθηση στα φροντιστήρια, την ιδιωτική επαγγελματική «κατάρτιση» κλπ. επιβαρύνουν τη λαϊκή οικογένεια και το κόστος της εκπαίδευσης. Ιδιαίτερα στο Λύκειο και στα ΑΕΙ - ΤΕΙ μετατρέπεται σε ανυπέρβλητο εμπόδιο στη συνέχιση των σπουδών των παιδιών της εργατικής τάξης και ενδεικτικά προς αυτό είναι τα νούμερα των μαθητών που δε συνεχίζουν τις σπουδές τους στο λύκειο και διοχετεύονται στην επαγγελματική κατάρτιση. Και δε λείπει και η συμβολή των γονιών στα έξοδα του δημόσιου σχολείου, ακόμα και σε πολυδιαφημισμένα μέτρα όπως αυτό του «ολοήμερου σχολείου».
Αλλά και στα ΤΕΕ, τόσο ο ίδιος ο χαρακτήρας τους όσο και τα λειτουργικά τους προβλήματα οδηγούν στα ιδιωτικά ΤΕΕ και αυτά με τη σειρά τους στα επίσης ιδιωτικά ΙΕΚ και ΚΕΚ. Την εικόνα έρχεται σήμερα να ολοκληρώσει η προωθούμενη «αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου», που έχει προκαλέσει ήδη τις αντιδράσεις των εκπαιδευτικών, καθώς για τους ίδιους δημιουργεί συνθήκες χειραγώγησης και επαγγελματικής ανασφάλειας, ενώ οδηγεί - όπως έχει δείξει και η διεθνής εμπειρία - στην κατηγοριοποίηση των σχολείων, με συνέπειες στο μορφωτικό δικαίωμα των μαθητών και στη λειτουργία τους.
Παράλληλα, το υπουργείο Παιδείας επιχειρεί να εμφανίσει μία «επανάσταση» σε ό,τι αφορά τη χρήση νέων τεχνολογιών, σαν αντιστάθμισμα της αγανάκτησης που έχει δημιουργήσει η κατάντια του σχολείου. Ωστόσο, και αυτός ακόμα ο εξοπλισμός των σχολείων με ηλεκτρονικούς υπολογιστές, που είναι αυτονόητος σήμερα, υπηρετεί τους στόχους της Συνθήκης της Λισαβόνας για ένα σχολείο που θα παρέχει τη γνώση των ηλεκτρονικών υπολογιστών ως βασική δεξιότητα για τους μελλοντικούς εργαζομένους.
Στον αντίποδα αυτών των εξελίξεων και μέτρων βρίσκεται η ανάπτυξη κινητοποιήσεων, με χαρακτηριστικά που στρέφονται όχι μόνο ενάντια στην υπάρχουσα κατάσταση, αλλά προβάλλουν ζητήματα και αιτήματα με στόχο τη διεκδίκηση μιας άλλης πορείας στην Παιδεία. Καταδικάζουν τα μέτρα και κατονομάζουν την «πηγή» τους, που δεν είναι άλλη από τις επιθυμίες του μεγάλου κεφαλαίου για τους μελλοντικούς εργαζόμενους, όπως εκφράζονται διά της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Καταδικάζουν την υπαγωγή της εκπαίδευσης στις απαιτήσεις της αγοράς και διεκδικούν την Παιδεία που γνώμονα θα έχει τις λαϊκές ανάγκες και όχι τους νόμους της αγοράς.