Κυριακή 12 Μάρτη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 18
ΠΑΙΔΕΙΑ
ΑΕΙ
«Δεξαμενή» μισομορφωμένων πτυχιούχων

Αυτό που τώρα πραγματοποιείται στη μέση εκπαίδευση με την εκδίωξη της πλειοψηφίας των μαθητών από το λύκειο προς τη φτηνή και με ημερομηνία λήξης κατάρτιση των ΤΕΕ, θα εφαρμοστεί αναλογικά και στα ΑΕΙ.

Ο στόχος, με την όλη πολιτική που θα εφαρμοστεί στα ΑΕΙ, είναι να περιοριστεί δραστικά ο αριθμός των φοιτητών και των πτυχιούχων, αλλά και να διαμορφωθεί μία «ελίτ» με μεταπτυχιακό για τις ανάγκες του συστήματος (στελέχωση των επιχειρήσεων, της οικονομίας και της διοίκησης του κράτους). Αυτό το στόχο η κυβέρνηση επιδιώκει να τον επιτύχει με τη δημιουργία δύο κύκλων σπουδών στα ΑΕΙ. Ηδη, οι υποψήφιοι μαθητές για τα ΑΕΙ δε δηλώνουν σχολή, αλλά πεδίο, π.χ. υγείας. Τον α` κύκλο, που θα προσφέρει γενικές γνώσεις, θα τον παρακολουθούν και θα τον τελειώνουν οι περισσότεροι από όσους θα εισάγονται στα ΑΕΙ και θα παίρνουν έναν αμφίβολης αξίας τίτλο. Στο β` κύκλο, που θα θεωρείται μεταπτυχιακός και θα καταλήγει σε επιστημονική ειδίκευση, θα εγγράφονται κατόπιν επιλογής και καταβολής διδάκτρων πολύ λιγότεροι.

Οσοι τελειώνουν τα μεταπτυχιακά - οι λίγοι- θα έχουν βάσιμη ελπίδα για δουλιά και σταδιοδρομία. Οσοι θα έχουν απλώς πτυχίο, θα δίνουν εξετάσεις τύπου ΑΣΕΠ για πιστοποίηση των ικανοτήτων τους και μόνον όσοι τις περνούν θα έχουν δικαίωμα να ασκήσουν επάγγελμα. Οι άλλοι θα κάνουν το πτυχίο τους κορνίζα.

Ουσιαστικά, η κυβέρνηση, σύμφωνα με τις ντιρεκτίβες της ΕΕ, επιδιώκει να υποβαθμίσει τις προπτυχιακές σπουδές, να περιορίσει τον αριθμό των πτυχιούχων, γιατί, κατά τη γνώμη της, στην Ελλάδα υπάρχουν πολλοί και περισσεύουν - όπως υποτίθεται ότι είναι πολλοί και οι απόφοιτοι λυκείου, γι' αυτό και περιορίζονται με την εκδίωξη των μαθητών στα ΤΕΕ. Επίσης επιδιώκει να διαμορφώσει μία «δεξαμενή» μισομορφωμένων πτυχιούχων του α` κύκλου, όπως και απόφοιτων ΤΕΕ και ΙΕΚ, που θα προσφέρουν για όσο τους χρειάζεται το κεφάλαιο φτηνή και χωρίς απαιτήσεις εργασία.

Στην ίδια λογική με τα ΤΕΕ και τα ΙΕΚ, στη λογική της φτηνής κατάρτισης και της μερικής δεξιότητας, κινούνται και τα ΠΣΕ (Προγράμματα Σπουδών Επιλογής), στα οποία φοιτούν νέοι από 18 ως 35 χρόνων, απόφοιτοι λυκείου ή πτυχιούχοι.

Ολα τα παραπάνω σημαίνουν ότι για την κυβέρνηση και την ΕΕ θεωρείται δεδομένη και αυξανόμενη η ανεργία και ότι η καπιταλιστική οικονομία θα απορροφά, εξαιτίας της κρίσης της, όλο και λιγότερους εργαζόμενους πλήρους και σταθερής εργασίας.

Δεν είναι τυχαίο αυτό που δήλωσε πέρσι ο κ. Σημίτης ότι οι νέοι από δω και πέρα θα είναι « απασχολήσιμοι» και ότι αποτελεί παρελθόν η σταθερή εργασία.

Και η «διά βίου εκπαίδευση» που λανσάρει η κυβέρνηση και η ΕΕ και το «να μάθουν οι νέοι πώς να μαθαίνουν οι ίδιοι και να αναζητούν τη γνώση» της «Λευκής Βίβλου», σημαίνει απλά το εξής: Επειδή στη διάρκεια της ζωής τους θα προσλαμβάνονται, θα απολύονται, θα μένουν άνεργοι και ίσως επαναπροσλαμβάνονται, εφόσον θα έχουν αποκτήσει κάποια κατάρτιση που χρειάζεται το κεφάλαιο, πρέπει να μάθουν να αναζητούν οι ίδιοι την κατάρτιση και την επανακατάρτιση.

Σ' αυτή λοιπόν την καπιταλιστική πραγματικότητα του «απασχολήσιμου», αντιστοιχεί ο «εκπαιδεύσιμος» νέος.

Από την άλλη, με τη λεγόμενη οικονομική και διοικητική αυτοτέλεια των ΑΕΙ, το κράτος μεταθέτει - θεσμικά πια, αν ψηφιστεί ο σχετικός νόμος - το κύριο βάρος για την εξασφάλιση οικονομικών πόρων στο ίδιο το πανεπιστήμιο, στις σχολές του, με αποτέλεσμα να τις εξωθεί να αναζητήσουν πόρους στα διάφορα ληξιπρόθεσμα κονδύλια της ΕΕ, π.χ. το ΕΠΕΑΚ (διάβαζε «όποιος πρόφτασε τον Κύριον οίδε») ή σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, κυρίως πολυεθνικές ή στο ΝΑΤΟ. Και στις τρεις περιπτώσεις βέβαια, ο χρηματοδότης επεμβαίνει και καθορίζει το πρόγραμμα σπουδών και την έρευνα της σχολής κατά τα συμφέροντά του και ενάντια στις ανάγκες της νεολαίας και της κοινωνίας για ουσιαστική μόρφωση - ειδίκευση. Γιατί το κριτήριο της ΕΕ των πολυεθνικών και των εν Ελλάδι επιχειρήσεων είναι η επιδίωξη του κέρδους και οι απαιτήσεις του ανταγωνισμού και όχι το συμφέρον της κοινωνίας.

Είναι χαρακτηριστικό ότι η ΠΟΣΔΕΠ (Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλόγων Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού), με ανακοίνωση στον ημερήσιο Τύπο στις 13/11/99, καλεί όλους τους πανεπιστημιακούς «να αντισταθούν στα χτυπήματα που δέχεται η δημόσια δωρεάν ανώτατη παιδεία», καταδικάζει με ψήφισμα την ολική περικοπή των Δημοσίων Επενδύσεων για τον εξοπλισμό των πανεπιστημίων και δηλώνει: «Η επιχειρούμενη προσπάθεια αντικατάστασης των Δημόσιων Επενδύσεων από κονδύλια του Γ`Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης με διαδικασίες υποβολής προτάσεων, που εμπεριέχουν μελέτες σκοπιμότητας, οι οποίες θα κριθούν με άγνωστες διαδικασίες και θα πρέπει να είναι σύμφωνες με τις προτεραιότητες της ΕΕ, συμπληρώνουν την εικόνα του επιχειρηματικού πανεπιστημίου, που αφήνεται έρμαιο στα συμφέροντα των μεγάλων επιχειρήσεων και στις λεγόμενες δυνάμεις της αγοράς, αφού ακόμα και στην εκπαίδευση των φοιτητών εισάγεται ο ανταγωνισμός».

Πράγματι, με το νόμο αυτό και με την αξιολόγηση σχολών και τμημάτων, που επιδιώκουν να καθιερώσουν, εισάγεται η ανταγωνιστικότητα στο πανεπιστήμιο, αφού οι σχολές θα ανταγωνίζονται μεταξύ τους για να εξασφαλίσουν χρηματοδότηση. Κι όποια δεν το επιτυγχάνει είτε από ...έλλειψη επιχειρηματικής ικανότητας είτε γιατί το «εμπόρευμά» της, η γνώση και η εξειδίκευση που προσφέρει, δεν έχει ζήτηση στα πλαίσια της καπιταλιστικής αγοράς, θα φυτοζωεί.

Ποια θα είναι, για παράδειγμα, η τύχη της Φιλοσοφικής Σχολής και των αποφοίτων της μέσα σ' ένα τέτοιο ανταγωνιστικό περιβάλλον, με τάση περιορισμού της μέσης εκπαίδευσης;

Και όταν αντί για την εκπαίδευση των καθηγητών μέσα από παιδαγωγικές σχολές προβάλεται η επιλογή τους μέσα από αποσπασματικά μεταπτυχιακά προγράμματα, διαγωνισμούς και μόρια;

Μπροστά σ' αυτή τη νεοσυντηρητική αντιδραστική πολιτική που κυριαρχεί στην εκπαίδευση και στα πανεπιστήμια, είναι ανάγκη να μαζικοποιηθεί το φοιτητικό κίνημα και να συμμετέχει δυναμικά στο ΜΕΤΩΠΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ, που χτίζεται στους καθημερινούς αγώνες μαθητών - φοιτητών - αδιόριστων - εκπαιδευτικών, γενικότερα των εργαζομένων, απαιτώντας κατάργηση των αντιεκπαιδευτικών νόμων και διεκδικώντας μια παιδεία, που να ανταποκρίνεται στις σημερινές λαϊκές ανάγκες και απαιτήσεις.

Ετσι,η συμπόρευση του φοιτητικού κινήματος με το ευρύτερο εργατικό - λαϊκό κίνημα είναι η αναγκαία συνθήκη για ουσιαστικές διεκδικήσεις και ριζοσπαστικές αλλαγές στο χώρο της παιδείας και της κοινωνίας.


Κείμενα:
Ζέτα ΘΕΟΔΩΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Η Ζέτα Θεοδωρακοπούλου είναι μέλος του ΔΣ του Φιλολογικού Τμήματος του ΑΠΘ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ